(ΠΗΓΗ: www.nb.org)
Εκπρόθεσμη άσκηση έφεσης κατά ερήμην αποφάσεως - Λόγοι ανωτέρας βίας - Στοιχεία που πρέπει να έχει η έκθεση εκπρόθεσμης έφεσης - Υποχρέωση κατηγορουμένου για γνωστοποίηση στην εισαγγελική αρχή κάθε αλλαγής της διεύθυνσής του.
Εκπρόθεσμη άσκηση ενδίκου μέσου κατά ερήμην αποφάσεως. Λόγοι ανωτέρας βίας. Στην έκθεση άσκησης του εκπρόθεσμου ένδικου μέσου πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν το εκπρόθεσμο και τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτουν. Στην έννοια της ανωτέρας βίας δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης σε διεύθυνση στην οποία επικαλείται ο ασκών το ένδικο μέσο, ότι δεν διέμενε κατά τον χρόνο που έγινε, γιατί στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας προς δικαιολόγηση της εκπροθέσμου ασκήσεως του ενδίκου μέσου. Υποχρέωση κατηγορουμένου να γνωστοποιήσει στην εισαγγελική αρχή κάθε αλλαγή της δηλωθείσας διεύθυνσής του. Αιτιολογημένη απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως. Απορρίπτει αναίρεση.
[...] Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, όπως ισχύει, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και λόγω της εκπροθέσμου ασκήσεώς του κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση, ως απαράδεκτη, επιτρέπεται μόνο αναίρεση για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ιδίου Κώδικα. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για την απόρριψη του ενδίκου μέσου της εφέσεως ως απαραδέκτου. Ειδικότερα, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπροθέσμως ασκηθείσα έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν ο χρόνος της νομίμου επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλομένης αποφάσεως (αν απηγγέλθη απόντος τούτου), ο χρόνος ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητος του αποδεικτικού και της επιδόσεως (ΑΠ Ολ 4/1995, 6/1994), εκτός εάν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητος της επιδόσεως ή ανωτέρας βίας, από την οποία παρακωλύθηκε ο εκκαλών για την εντός της προθεσμίας του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ άσκησή της. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, αν ο νόμος δεν ορίζει ειδικώς διαφορετικά η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, ενώ αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως.
Αν συντρέχει περίπτωση ακυρότητας της επίδοσης ή ανωτέρας βίας, από την οποία απωλέσθηκε η πιο πάνω προθεσμία, πρέπει η αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση (στην οποία πρέπει να μνημονεύονται υποχρεωτικώς οι λόγοι αυτοί), να επεκτείνεται και στα πιο πάνω ζητήματα. Κατά το άρθρο 155 παρ. 2 του ΚΠΔ αν αυτός που κάνει επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο ή τον σύνοικό του, ή τον οικιακό βοηθό ή θυρωρό στην κατοικία του, επικολλά το έγγραφο στην θύρα της κατοικίας του. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 154 παρ. 2 ΚΠΔ η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 155-157 και 165 του ιδίου Κώδικα. Στην περίπτωση συνδρομής λόγου ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που κατά γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα, καθιστούν επιτρεπτή την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, αν ο εκκαλών από τέτοιο λόγο παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, εφόσον αυτά τα γνώριζε όταν άσκησε την έφεση, εκτός από την αναφορά στη συντασσόμενη για το ένδικο αυτό μέσο έκθεση των σχετικών πραγματικών περιστατικών πρέπει να επικαλείται και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτουν. Στην έννοια όμως της ανωτέρας βίας από την οποία παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης σε διεύθυνση στην οποία επικαλείται ο ασκών το ένδικο μέσο, ότι δεν διέμενε κατά τον χρόνο που έγινε, γιατί στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας προς δικαιολόγηση της εκπροθέσμου ασκήσεως της εφέσεώς του. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 273 παρ. 1 του ΚΠΔ κατά την οποία όταν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα ... ή των ανακριτικών υπαλλήλων, που προβλέπουν τα άρθρα 33 και 34 και είναι υποχρεωμένοι να εξακριβώσουν τα στοιχεία της ταυτότητάς του προσκαλώντας τον ταυτόχρονα να δηλώσει την τωρινή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του (πόλη, συνοικία, οδό, αριθμό) που καταχωρίζονται στην έκθεση της απολογίας του και ως ότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστή, κάθε έγγραφο της προδικασίας και τις διαδικασίας στο ακροατήριο καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο, αν η επίδοση γίνει στη διεύθυνση της κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει μεταβολή της πριν από την επίδοση, έπεται ότι η άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο, τότε μόνον είναι εκπρόθεσμη, όταν επιδόθηκε σ’ αυτόν εγκύρως η απόφαση αυτή και παρήλθε η οριζόμενη από το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ νόμιμη προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου και αν η επίδοση είναι άκυρη δεν αρχίζει η προθεσμία αυτή και η έφεση είναι εμπρόθεσμη, η προϋπόθεση δε αυτή είναι διαδικαστική και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως στο δικαστήριο προκειμένου να κριθεί το εμπρόθεσμο της εφέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. ... απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. ... αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε, για τις αξιόποινες πράξεις που συνιστούν παράβαση του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 Ν 2336/1995 και των άρθρων 1, 2, 3, 5, 7 του ΑΝ 539/1945, σε συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών.
Από την από 3 Απριλίου 2012 έφεση που ασκήθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ήδη αναιρεσείοντος ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Λάρισας από τον οποίο συντάχθηκε η με αριθμό ... έκθεση εφέσεως στην οποία έχει αναγραφεί κάτω από τον παραπάνω και άλλος αριθμός και ημεροχρονολογία (...) και η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου στα πλαίσια ερεύνης του παραδεκτού και βασίμου των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο εκκαλών ως κάτοικος ... οδός ... αρ. ... ζήτησε την παραδοχή της εφέσεώς του και την εξαφάνιση της πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως προβάλλοντας για να δικαιολογήσει το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως ότι: «υφίστατο περίπτωση ανωτέρας βίας και ειδικότερα το επίδικο χρονικό διάστημα απουσίαζα στο εξωτερικό, δεδομένου ότι από τον Αύγουστο του 2010 για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους μετακόμισα οικογενειακά στην πόλη ... της ... όπου έμεινα μέχρι την 31.3.2012 και ουδέποτε έλαβα γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως, αφού στην προηγούμενη κατοικία μου στη ... και συγκεκριμένα στη διεύθυνση της ... από τον Αύγουστο 2010 δεν κατοικώ εγώ και η οικογένειά μου, αλλά είναι μισθωμένη σε άλλη οικογένεια και κάθε επίδοση με θυροκόλληση στη διεύθυνση αυτή είναι μη νόμιμη και άκυρη, ως εκ τούτου δε προ πάσης έγκυρης επίδοσης ασκείται η παρούσα έφεση».
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών προκειμένου να αιτιολογήσει την απόρριψη της εφέσεως αυτής διέλαβε στην παραπάνω απόφασή του, μετά παράθεση νομικής σκέψεως, για την τύχη του εκπροθέσμου της ασκήσεως της εφέσεως, όμοιας προς την αρχή της παρούσης αναφερομένη, την εξής αιτιολογία:
«Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε ερήμην με την υπ’ αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε από τον Αρχιφύλακα Α. Κ. του Β’ Α.Τ. Λάρισας στις 20.1.2012 και θυροκολλήθηκε παρουσία και του Αρχιφύλακα Ν. Β. που βρίσκεται στη δικογραφία, στο οποίο φαίνεται, ότι η τελευταία γνωστή κατοικία του κατηγορουμένου ήταν η οδός ... αριθ. ... στη ... . Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος άσκησε στο κατάστημα του Πρωτοδικείου Λάρισας στις 3.4.2012 δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας των 10 ημερών από την επίδοση, την έφεσή του στην οποία αναφέρει ότι κατά τον χρόνο της έκδοσης από λόγους ανωτέρας βίας είχε μεταβεί στο εξωτερικό στην πόλη ... της ... όπου και παρέμεινε μέχρι 31.3.2012. Την αλλαγή όμως αυτή της διεύθυνσής του ουδέποτε ο κατηγορούμενος γνωστοποίησε, ως όφειλε, στην αρμόδια εισαγγελία κατ’ άρθρο 273 παρ. 1 περ. γ’ ΚΠΔ ώστε η επίδοση να γίνει στην νέα διεύθυνση. Επομένως η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της (...)».
Από τα έγγραφα στη δικογραφία, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος κατά την προδικασία εξετάσθηκε στις 3.2.2010 ενώπιον του Ανθυπαστυνόμου Β. Τ. του Β’ Α.Τ. Λάρισας που ενεργούσε προκαταρκτική εξέταση για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και δήλωσε ως διεύθυνση της κατοικίας του την οδό ... αριθμός ... στη ... και έτσι υπήρχε εν όψει της αναβαθμίσεως και της υποχρεωτικότητος αυτής με συνέπεια στη διεύθυνση που δηλώνεται από τον ύποπτο κατά την προκαταρκτική εξέταση να διενεργείται επίδοση κάθε διαδικαστικού εγγράφου και στα επόμενα μετά εκείνο της προκαταρκτικής εξέτασης στάδια υποχρέωση κατά το άρθρο 273 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠΔ επιδόσεως της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μέχρι αυτή να καταστεί αμετάκλητη στον αναιρεσείοντα, στην ανωτέρω δηλωθείσα από αυτόν κατά την 3.2.2010 όταν απολογήθηκε διεύθυνση, εφόσον αυτός δεν δήλωσε εγγράφως στον Εισαγγελέα, που άσκησε την ποινική δίωξη μεταβολή της κατοικίας ή διαμονής του, όπως δέχθηκε και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ανεξάρτητα από το εάν αυτός απουσίαζε κατά την επίδοση από την δηλωθείσα με τον ως άνω τρόπο κατοικία και δεν είναι γνωστή πλέον η διαμονή του στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση, καθόσον θεωρείται κατά νόμο, ότι διαμένει στην αρχικώς δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας του και εκεί πρέπει να γίνει, ως γνωστής διαμονής προς αυτόν η επίδοση της ερήμην του εκδοθείσης αποφάσεως, κατ’ άρθρο 155 παρ. 2 ΚΠΔ. Ακόμη προκύπτει από το υπάρχον στη δικογραφία και μνημονευόμενο στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως άνω αποδεικτικό επιδόσεως της ερήμην του αναιρεσείοντος εκδοθείσης πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως, ότι σε θυροκόλληση της εν λόγω επιδοθείσης αποφάσεως προσήλθε ο ενεργήσας την επίδοση αστυνομικός παρουσία του αναφερομένου μάρτυρα, αφού δεν βρήκε τον αφορώντα αυτήν κατηγορούμενο προσωπικά, ούτε άλλο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 155 παρ. 2 ΚΠΔ. Εξάλλου η επικαλουμένη μετάβαση του ήδη αναιρεσείοντος οικογενειακώς στην ... τον Αύγουστο του 2010 και η εγκατάσταση και παραμονή του εκεί μέχρι τα τέλη Μαρτίου 2012 δεν προβάλλεται ορισμένως ότι αποτελούσε μη δυνάμενο να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής συνέσεως γεγονός είτε αντικειμενικό, είτε σχετικό με το πρόσωπο αυτού ως δικαιούχου ασκήσεως ενδίκου μέσου και δεν συνδέεται με παρεμπόδισή του να ασκήσει νόμιμα προβλεπόμενο δικαίωμά του ως κατηγορουμένου ερήμην καταδικασθέντος σε πρώτο βαθμό, που να καταστήσει αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του αυτής, ούτε γίνεται επίκληση των αποδεικτικών μέσων που επαλήθευαν τα περιστατικά αυτά.
Κατ’ ακολουθίαν η αιτιολογία που διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη της εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος ως εμπροθέσμου και απαραδέκτου, είναι η απαιτουμένη κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επιβαλλομένη, αφού αναφέρονται σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, δηλαδή η χρονολογία επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στον κατηγορούμενο, το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως αυτής από τον αναφερόμενο αστυνομικό ως όργανο της δημόσιας αρχής προς επίδοση μετά τήρηση όσων ορίζονται στο άρθρο 155 παρ. 2 ΚΠΔ και η χρονολογία ασκήσεως της εφέσεως, η οποία είναι πέραν της νομίμου προθεσμίας ασκήσεώς της. Δεν ήταν υποχρεωμένο το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του πέραν των ανωτέρω και του ότι ο ήδη αναιρεσείων δεν επικαλέστηκε, ότι κατέστησε γνωστή στην εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης ερήμην του κατηγορουμένου εκδοθείσης πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως την μεταβολή της γνωστής στην ως άνω Αρχή διευθύνσεως κατοικίας του με διαμονή του σε άλλην, επί πλέον περιστατικά προς στήριξη των ανωτέρω παραδοχών με τις οποίες σαφώς γίνεται δεκτό, ότι ήταν έγκυρη η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, όπως αναφέρεται ότι έγινε στην πιο πάνω διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου και έτσι άρχισε νόμιμη η προθεσμία για την άσκηση εκ μέρους του εφέσεως κατ’ αυτής, που συμπληρώθηκε πριν την ημέρα ασκήσεώς της στις 3.4.2012. Ούτε περαιτέρω είχε υποχρέωση το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο να διαλάβει αιτιολογία για το λόγο ανώτερης βίας από τον οποίο τυχόν εμποδίσθηκε ο ήδη αναιρεσείων να ασκήσει εμπροθέσμως την έφεση, που δεν προβλήθηκε κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό αφού δεν αναφέρεται στην έφεση σε ποια διεύθυνση έπρεπε να επιδοθεί στον εκκαλούντα κατηγορούμενο η εκκαλουμένη απόφαση και δεν αποτελεί η επίκληση, ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως λόγω ανωτέρας βίας, ενώ ούτε το γεγονός που επικαλέσθηκε στην έφεσή του ο ήδη αναιρεσείων, ότι η κατοικία στην οποία προηγουμένως διέμενε αυτός και η οικογένειά του στη ... επί της οδού ..., αριθμός ... είναι από τον Αύγουστο 2010 μισθωμένη σε άλλη οικογένεια, ασκεί έννομη επιρροή εν όψει όσων προαναφέρθηκαν, ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 273 ΚΠΔ που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη ταχείας εκδικάσεως των ποινικών υποθέσεων και της εξουδετερώσεως της παρελκύσεως της ποινικής διαδικασίας από την επανειλημμένη μεταβολή κατοικίας δήλωση του κατηγορουμένου για την κατοικία ή διαμονή του στον ανακριτή, ή εισαγγελέα ή πταισματοδίκη, ή ειρηνοδίκη ή γενικό ή ειδικό ανακριτικό υπάλληλο που ενεργεί προανάκριση συνεπάγεται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι γνωστής διαμονής και ότι διαμένει στην διεύθυνση αυτή, στην οποία γίνονται όλες οι προς αυτόν επιδόσεις των εγγράφων της ποινικής διαδικασίας μεταξύ των οποίων και η κλήση του κατηγορουμένου ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μέχρι του αμετακλήτου αυτής, έστω και αν στο μεταξύ μετέβαλε κατοικία ή διαμονή, εφόσον τη μεταβολή αυτή δεν τη δήλωσε κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο.
Έτσι εκ περισσού εξετάσθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα της απουσίας του εκκαλούντος στην αλλοδαπή μάρτυρας στο ακροατήριο και για τη μίσθωση της κατοικίας στην οποία προηγουμένως διέμενε στη ... επί της οδού ... αναγνώσθηκε το αναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως κατοικίας. Κατά συνέπεια, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά την συνδρομή ανωτέρας βίας, που δικαιολογούσε την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως για μη αναφορά αν λήφθηκαν υπόψη ως αποδεικτικά μέσα η κατάθεση της ενόρκως εξετασθείσης ως μάρτυρα συζύγου του εκκαλούντος και το αναγνωσθέν συμφωνητικό μισθώσεως καθώς για ασάφεια ως προς το εάν η με θυροκόλληση επίδοση της πρωτοδίκου ερήμην αποφάσεως στις 20 Ιανουαρίου 2012 έγινε μετά τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, καθώς και ο συναφής λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. η’ του ιδίου Κώδικα για την καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του απόρριψη της εφέσεως παρά την μη τήρηση των νομίμων διατυπώσεων για την με θυροκόλληση επίδοση της ως άνω αποφάσεως είναι αβάσιμοι. Μετά από όλα αυτά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 26.11.2012 αίτηση του Ν.- Π. Χ. του Γ., κατοίκου ... για αναίρεση της ... αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
(ΠΗΓΗ: www.nb.org)