Ιατρικό σφάλμα (1)

Αριθμός 1786/2005

Επειδή στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το Δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο, ...» και στο άρθρο 106 αυτού ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγουμένων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων ΝΠΔΔ από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». 
 

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. ΑΕΔ 5/1995, ΣτΕ 3042/1992, 2463/1998, 2774/1999, 740/2001, 2727/2003 κ.ά.).

Ειδικότερα κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου συντρέχει, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, οσάκις με σχετική πράξη ή παράλειψη οργάνου των νομικών αυτών προσώπων παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη της κειμένης εν γένει νομοθεσίας, καθώς και τα, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως, προσιδιάζοντα στη συγκεκριμένη υπηρεσία ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις (βλ. ΣτΕ 347, 4776/1997, 3102/1999). Εξάλλου, για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του ν.π.δ.δ. και η υποχρέωση αυτού αντίστοιχα προς αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι και η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης ενέργειες και της επελθούσας ζημίας (ΣτΕ 289/1995). Τέτοιος αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή από τις ειδικές περιστάσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΔιοικΕφΠειρ 1048/1994, ΔιοικΕφΑθ 1143/1991, 393/1993, ΣτΕ 2463/1998).

Επειδή περαιτέρω, κατά την έννοια των προπαρατιθέμενων διατάξεων, το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται σε αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας, τα δικαστήρια δε της ουσίας δύνανται, επιπλέον, να επιδικάσουν εις βάρος τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, η κρίση περί του ύψους της οποίας, ως κρίση ουσιαστική, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΣτΕ 2463/1998). Κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους της ηθικής βλάβης είναι, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η βαρύτητα του πταίσματος κυρίως στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης ή τη βαρύτητα του ενδεχόμενου συντρέχοντος πταίσματος (ΣτΕ 2727/2003).
Επειδή ο α.ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (ΦΕΚ Α’ 16) ορίζει στο άρθρο 13 ότι «Ο ιατρός οφείλει να ασκεί ενσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρεται τόσον εν τη ασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής, κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρεπείας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το ιατρικόν επάγγελμα» και στο άρθρο 24 ότι «Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τα θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγιών». Ακολούθως, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 27 του ανωτέρω αναγκαστικού νόμου, εκδόθηκε το β.δ. της 25-5/6.7.1955 «περί Κανονισμού Ιατρικής Δεοντολογίας» (ΦΕΚ Α’ 171), με το οποίο κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, το καθήκον lege artis παροχής υπηρεσιών, δηλαδή ότι ο ιατρός οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τα εκάστοτε δεδομένα της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας, καθώς και το καθήκον λήψης της συναίνεσης του ασθενούς για κάθε επέμβαση που θα ενεργήσει σ’ αυτόν ο ιατρός...

Επειδή το εκκαλούν - εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο προβάλλει ότι μη νόμιμα απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, σιωπηρά το αίτημά του να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη (άρθρο 159 επ. του ΚΔΔικον.), ο λόγος όμως αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, αλλά δεν υποχρεώνεται να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη - άρθρα 151, 159 του Κώδ. Δι. Δικον. - ΣτΕ 1295/1999,1199/2003). Στη συνέχεια το Δικαστήριο απορρίπτει το προβαλλόμενο εκ νέου αίτημα για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.


Ειδικότερα στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τη διευκρίνιση των αιτιών της προπεριγραφόμενης βλάβης προσκομίστηκαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, αφενός εξειδικευμένες εξετάσεις (αξονική - μαγνητική τομογραφία, ηλεκτρομυογραφήματα κ.ά.), αφετέρου μεγάλος αριθμός ιατρικών γνωματεύσεων ειδικών επιστημονικών εκθέσεων και πορισμάτων ιατρών (ορθοπεδικών, νευρολόγων, φυσιάτρου και αναισθησιολόγων), συνοδευόμενα από τα ανωτέρω επίσημα μεταφρασμένα αποσπάσματα σχετικών ιατρικών συγγραμμάτων, τα οποία αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία (άρθρο 168 του Κ.Δ.Δικον. - ΣτΕ 2463/1998) και το περιεχόμενο τους εκτιμάται ελεύθερα (άρθρα 171 και 148 του Κ.Δ.Δικον.), ενώ εξετάστηκαν, κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο οι μάρτυρες α) Α.Σ., χειρουργός γυναικολόγος, β) Ι.Μ. ιατρός αναισθησιολόγος, Διευθυντής του αναισθησιολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Χ. και γ) Μ.Γ. ιατρός αναισθησιολόγος, αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


Επειδή, ενόψει των προπαρατιθέμενων δεδομένων, ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψη ότι η βλάβη της υγείας της εκκαλούσας - εφεσίβλητης, όπως διαπιστώθηκε τόσο από τους προαναφερόμενους ιατρούς που την εξέτασαν (ορθοπεδικούς και νευρολόγους) όσο και από τη διενέργεια εξετάσεων (ηλεκτρομυογραφήματα, ηλεκτροφυσιολογικούς ελέγχους, αναλύσεις δυναμικών κινητικών μονάδων, δοκιμασίες επαναλαμβανόμενου ερεθισμού κ.ά.), οφείλεται σε προσβολή της ρίζας 05 και 14 αριστερά, η οποία επέφερε μυϊκή αδυναμία στη ραχιαία έκταση και την κάμψη του (Αρ) άκρου ποδός και των δακτύλων, διαταραχές αισθητικότητας στην κατανομή 05-11-12-13-14 ριζών αριστερά, ελάττωση τενόντιων αντανακλαστικών, κατάργηση του αχίλλειου αντανακλαστικού αριστερά, ατροφία κνήμης επίσης αριστερά, με άμεσο αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση πλέον νάρθηκα για την ικανοποιητική ανάσπαση του αριστερού άκρου ποδός (βλ. σχετικά τη νεότερη 3488/5.4.2001 ιατρική γνωμάτευση του αναπληρωτή καθηγητή Νευρολογίας ΧΧΧ, ότι, τα αισθητικά - κινητικά συμπτώματα προσβολής των ριζών, που παρουσίασε η εκκαλούσα - εφεσίβλητη μετά την καισαρική τομή στο εκκαλούν -εφεσίβλητο Νοσοκομείο με εφαρμογή περιοχικής αναισθησίας, περιλαμβάνονται στις πιθανές νευρολογικές επιπλοκές μιας αποτυχημένες εφαρμογής της ραχιαίας αναισθησίας (βλ. σχετικά Βασικές Αρχές Αναισθησιολογίας Robert Κ. Stoelting - Ronald D. Miller, σελ. 187, Ορθοπεδική Νευρολογία - διαγνωστικός οδηγός στα νευρολογικά επίπεδα - Stanlex Hoppenfeld, Αναισθησιολογία Σπυρ. Μακρή), για τις οποίες όμως η εκκαλούσα εφεσίβλητη δεν ενημερώθηκε από τον ιατρό αναισθησιολόγο ΧΧΧ ή από άλλον ιατρό, ενώ ελλείπει παντελώς η συναίνεσή της για την εφαρμοσθείσα τελικώς τεχνική μέθοδο αναισθησίας (ραχιαία), ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι προ της ραχιαίας αναισθησίας η θέση του εμβρύου της εκκαλούσας - εφεσίβλητης ήταν τέτοια, ώστε η κεφαλή αυτού να πιέζει στον πυελογεννητικο σωλήνα, με αποτέλεσμα να επέλθει βλάβη σε αντίστοιχο πλέγμα νεύρων, που θα είχε ως ενδεχόμενη συνέπεια τη μαιευτική παραλυσία, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το εκκαλούν - εφεσίβλητο νοσοκομείο. Άλλωστε η μαιευτική παραλυσία, ανεξαρτήτως της σπανιότητας της εμφάνισης της, αναγνωρίζεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμοστεί επισκληρίδιος ή υπαραχνοειδής αναισθησία (βλ. Μαιευτική Αναισθησία και Αναλγησία - Ντόναλντ Ντ. Μουάρ και Τζον Θόρμπορν, σελ. 252 παρ. 1), το Δικαστήριο κρίνει ότι η προπεριγραφόμενη βλάβη της υγείας της εκκαλούσας - εφεσίβλητης επήλθε λόγω κακής εφαρμογής της ραχιαίας αναισθησίας σ’ αυτήν, ταυτιζόμενη χρονική με τις ιατρικές πράξεις του ιατρού αναισθησιολόγου του εκκαλούντος - εφεσίβλητου Νοσοκομείου ΧΧΧ στις 3.5.1999, (η βλάβη δε αυτή εξακολουθεί να υφίσταται κατά το μεγαλύτερο μέρος της - βλ. σχετικά την 374/Σ 10η/2003 γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής Ν. Θεσσαλονίκης), ο οποίος δεν επέδειξε κατά την εφαρμογή της ραχιαίας μεθόδου αναισθησίας στην εκκαλούσα - εφεσίβλητη την απαιτούμενη, σύμφωνα με τις αρχές της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας, ιδιαίτερη προσοχή και τη δέουσα επιμέλεια, ώστε να αποφευχθεί η προσβολή των ριζών της σπονδυλικής της στήλης, με τις προαναφερόμενες αισθητικές και κινητικές συνέπειες στο αριστερό της πόδι, η παράβαση δε αυτή συνιστά παράνομη συμπεριφορά, η οποία γεννά υποχρέωση του εκκαλούντος - εφεσιβλήτου Νοσοκομείου, όργανο του οποίου ήταν ο εν λόγω ιατρός, σε αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, απορρίπτοντας τον αντίθετο προβαλλόμενο από το τελευταίο λόγο. Κατ’ ακολουθία το πρωτόδικο Δικαστήριο, που έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο, ορθά εκτίμησε τα συντρέχοντα πραγματικά περιστατικά και εφάρμοσε το νόμο.


Επειδή περαιτέρω το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας ότι α) η εκκαλούσα - εφεσίβλητη υπέστη σοβαρή προσβολή της υγείας της από την προαναφερόμενη παράνομη συμπεριφορά του προαναφερόμενου οργάνου του εκκαλούντος - εφεσιβλήτου νοσοκομείου, συνιστάμενη σε ατροφία της κνήμης του αριστερού ποδός και κατάργηση του αχίλλειου αντανακλαστικού αριστερά, ενώ η αδυναμία αυτή, κρινόμενη υπολειμματική, αντιμετωπίζεται πλέον ικανοποιητικά μόνο με τη χρησιμοποίηση νάρθηκα για την ανάσπαση του εν λόγω άκρου ποδός, με άμεση συνέπεια την αποδεδειγμένη υπέρμετρη ταλαιπωρία της με συνεχείς εξετάσεις από ιατρούς, πραγματοποίηση εργαστηριακών εξετάσεων και φυσικοθεραπειών, β) την ανάπτυξη πλέον αισθημάτων μειονεξίας λόγω της υφιστάμενης αναπηρίας, γ) τη σοβαρή αρνητική επίδραση όλων αυτών στη ψυχική υγεία της, δ) την ηλικία της, κατά τον κρίσιμο χρόνο, μόλις 30 ετών, και ε) τις αυξημένες οικογενειακές της υποχρεώσεις με την ιδιότητά της ως μητέρας δύο παιδιών (ενός νηπίου και ενός βρέφους), κρίνει ότι στην παρούσα περίπτωση είναι έκδηλη η ηθική βλάβη που αυτή υπέστη και συνεπώς συντρέχει περίπτωση επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης, η οποία πρέπει να προσδιορισθεί στο εύλογο ποσό των 50.000.000 δραχμών (ήδη 146.735 ευρώ), όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίπτοντας τους αντίθετους προβαλλόμενους λόγους με τις συνεκδικαζόμενες αντίθετες εφέσεις λόγους. (…)


(ΠΗΓΗ: WWW.NB.ORG)

    
Δραστηριότητα Νομικά Θέματα Συνεργάτες Σύνδεσμοι Νέα
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Change Language
Ειδήσεις Δυτική Ελλάδα Δράμα Κυκλάδες Χαλκιδική Άνδρος Δίρφη Μεσσαπία Θήρα Κόνιτσα Μονεμβασιά Παπάγος Χολαργός Σικυώνα Χάλκη Αττική Κεφαλονιά Τρίκαλα Αμύνταιο Γρεβενά Ηράκλειο Κεφαλλονιά Μέγαρα Ορχομενός Σάμος Φιλιάτες Αρκαδίας Καρδίτσας Ροδόπης Αλμυρός Βύρωνας Ζηρός Καστοριά Μάνδρα Ειδυλλία Ξηρομέρι Πωγώνι Τροιζηνία Άρτας Καστοριάς Σάμου Αλόννησός Γαύδος Ζωγράφος Κάτω Νευροκόπι Μαραθώνας Οινούσσες Ρέθυμνο Ύδρα Στερεάς Ελλάδας νέα Θεσπρωτίας Πέλλας Αιγάλεω Βιάννος Ερέτρια Κάλυμνος Λευκάδα Νεστόριο Πρέβεζα Τανάγρα
Αρκαδία Καρδίτσα Ροδόπη Αλμωπία Γαλάτσι Ζίτσα Κατερίνη Μαντούδι Λίμνη Αγία Άννα Ξυλόκαστρο Ευρωστίνη Ραφήνα Πικέρμι Τύρναβος
Copyright © 2025 All rights reserved Αρκαδίας Καρδίτσας Ροδόπης Αλμυρός Βύρωνας Ζηρός Καστοριά Μάνδρα Ειδυλλία Ξηρομέρι Πωγώνι Τροιζηνία developed and powered by WGR