Η κατωτέρω εισήγηση δημοσιεύεται και στην Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού ΔικαίουΕισήγηση Αθανασίου Γ. Κρητικού,Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ε.τ., Δ.Ν.Θέμα:Η δια συμβιβασμού επίλυση των διαφορών από αυτοκινητικά ατυχήματα, ιδιαιτέρως επί σωματικών βλαβών Ι. Γενικά Πολλές φορές μετά από κάποιο αυτοκινητικό ατύχημα ο οδηγός του φερόμενου ως ζημιογόνου αυτοκινήτου, για διάφορους λόγους, προβαίνει προβαίνει σε μια δήλωση βουλήσεως. Αυτή κυρίως αναφέρεται στην ανάληψη ευθύνης για την αποκατάσταση των βλαβών που προκλήθηκαν. Βάσει του συνόλου των συντρεχουσών περιστάσεων θα διαπιστωθεί, μέσω της ερμηνείας, ποία η σημασία μιας τέτοιας δηλώσεως1. α. Με αυτή μπορεί να θελήθηκε αφηρημένη αναγνώριση χρέους κατά την έννοια της ΑΚ 873. β. Δυνατό να είναι απλή επιβεβαιωτική αναγνώριση χρέους που δίνεται στα πλαίσια της ΑΚ 361. γ. Να πρόκειται απλώς για ομολογία οφειλής που δίνεται για διευκόλυνση του δανειστή και έχει τη σημασία απλού αποδεικτικού μέσου. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για διαπλαστική δικαιοπραξία που δημιουργεί νέα ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία του χρέους. Γι’ αυτή όμως απαιτείται από το νόμο (ΑΚ 873) έγγραφος τύπος που έχει συστατικό χαρακτήρα. Αν, συνεπώς, δοθεί προφορικά, τότε αποκλείεται η θεμελίωση τέτοιου είδους αναγνωρίσεως, θέτει σε κίνηση νέα παραγραφή της αξιώσεως που θεμελιώνεται σε αυτή, ενώ η επιβεβαιωτική αναγνώριση χρέους διακόπτει την παραγραφή (βλ. ΑΚ 260)2. Ενώ είναι αποσαφηνισμένος ο σκοπός της κατά την ΑΚ 873 αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους, δεν συμβαίνει, αντιθέτως, το ίδιο με την κατά την 361 ΑΚ αιτιώδη αναγνώριση χρέους. Αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της συγκεκριμένης συμβάσεως η διαπίστωση κάθε φορά του σκοπού της αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους3. Ειδικότερα αυτή μπορεί να αποσκοπεί είτε στη δημιουργία νέας αυτοτελούς ενοχής και βάσεως αγωγής4 είτε στην επιβεβαίωση και τη διασφάλιση της υπάρχουσας ενοχής από τυχόν ελαττώματα, οπότε συνήθως δεν δημιουργεί νέα βάση αγωγής είτε στην παροχή απλού αποδεικτικού μέσου της παλαιάς ενοχής. Στην αιτιώδη αναγνώριση χρέους ο ενάγων βαρύνεται με την απόδειξη, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, της υπάρξεως και του κύρους της αιτίας, ενώ, αντιθέτως, στην αφηρημένη αναγνώριση χρέους (ΑΚ 873) στον εναγόμενο απόκειται να προτείνει και αποδείξει την έλλειψη της αιτίας, το παράνομο ή ανήθικο αυτής. Κρίθηκε ότι χαρακτήρα αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους φέρει, μεταξύ άλλων, η μετά το ατύχημα συμφωνία μεταξύ του δικαιούχου-παθόντος και του ασφαλιστή του ζημιογόνου αυτοκινήτου, με την οποία τα μέρη επιδιώκουν να ρυθμίσουν ή «κλείσουν» οριστικά την υπόθεση με βάση την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου προσδιορίζοντας ορισμένο ποσό για όλες τις εκ του ατυχήματος αξιώσεις του παθόντος5. Σε περίπτωση προσκλήσεως του παθόντος από τον άλλως υπόχρεο σε αποζημίωση να γνωστοποιήσει τις δαπάνες του δεν μπορεί, κατά κανόνα, να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για αναγνώριση ή για παραίτηση από την ένσταση παραγραφής6. Εξάλλου τέτοια δύναμη αναγνωρίσεως της ευθύνης δεν έχει η ανάθεση σε πραγματογνώμονα της ασφαλιστικής εταιρίας του βλαβέντος αυτοκινήτου, ιδία μάλιστα αν η εξέταση αυτή γίνεται αμέσως μετά το ατύχημα, για διαπίστωση των τότε βλαβών. Ο ασφαλιστής μεταγενέστερα μπορεί να αμφισβητήσει ότι το ζημιωθέν αυτοκίνητο κτυπήθηκε από το ασφαλισμένο σε αυτή. Η εσπευσμένη εξέταση του αυτοκινήτου έγινε για άλλους λόγους και δεν περιέχει διάθεση αναγνωρίσεως ιδιαίτερα μάλιστα, αν ο ασφαλιστής, όταν κάμει τη δήλωση, δεν έχει πλήρη στοιχεία των συνθηκών του ατυχήματος. Η αναγνώριση χρέους που προέρχεται από το βλάψαντα δεν δεσμεύει τους άλλους εις ολόκληρον υπόχρεους και συνεπώς και την ασφαλιστική εταιρία7. Όμως η δήλωση που δίνεται στο ζημιωθέντα, στον τόπο του ατυχήματος, από το φερόμενο ως υπαίτιο δεν θα έχει δικαιοπρακτικό περιεχόμενο ούτε θα είναι επιβεβαιωτική αναγνώριση χρέους. Αυτή, κατά κανόνα, θα είναι δήλωση γνώσεως, δηλαδή θα είναι εξώδικη ομολογία και θα έχει τη σημασία παροχής απλού αποδεικτικού μέσου8, θα εκτιμηθεί στα πλαίσια της δίκης η οποία ενδεχομένως θα επα κολουθήσει. Δυνατό όμως να περιέχει δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως και θα έχει τη σημασία αναγνωρίσεως χρέους (αιτιώδης ή αφηρημένη, ανάλογα κατά τις περιστάσεις). Δήλωση η οποία περιορίζεται σε αναφορά δυσμενών για το δηλούντα πραγματικών γεγονότων αποτελεί εξώδικη ομολογία ενώ αναγνώριση χρέους αποτελεί η δήλωση του οδηγού ότι αυτός είναι υπεύθυνος για τη σύγκρουση. Η παραδοχή της μιας ή της άλλης μορφής συμβάσεως (αιτιώδης ή αφηρημένη αναγνώριση χρέους) έχει σημασία όχι μόνο στο ουσιαστικό, αλλά και στο δικονομικό δίκαιο (π.χ. βάση αγωγής, αποκοπή ενστάσεων κ.λπ.)14. Είναι δυνατό αμέσως μετά από σύγκρουση δύο αυτοκινήτων ο οδηγός του ενός από αυτά να υπογράψει έντυπο το οποίο του παρέδωσε ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου, σύμφωνα με το οποίο θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο του ατυχήματος και ότι θα αποκαταστηθεί τη βλάβη. Η σχετική δήλωση δεν δύναται να αξιολογηθεί ως δημιουργική αναγνώριση χρέους, αν ο δηλώσας οδηγός στο έντυπο αυτό αναφέρει την ασφαλιστική του εταιρία και συγχρόνως έχει τη γνώμη σχετικώς με το ατύχημα, ότι θα γίνει τακτοποίηση μέσω αυτής. Το ζήτημα, αν πρόκειται απλή ομολογία οφειλής ή συστατική αναγνώριση χρέους, εξακριβώνεται πάντοτε μέσω ερμηνείας της βουλήσεως των μερών στη συγκεκριμένη περίπτωση10. Κατά κανόνα με την επιβεβαιωτική αναγνώριση χρέους (ΑΚ 361) επιδιώκεται ώστε παρέχοντας την αναγνώριση ο οφειλέτης να μη μπορεί πλέον στο μέλλον να προβάλει ενστάσεις, τις οποίες αυτός κατά τη δήλωση αναγνωρίσεως που έκανε γνώριζε ή έπρεπε να υπολογίζει στην ύπαρξη τους11. Απαίτηση αποζημιώσεως μπορεί να γεννηθεί εξ αφορμής αυτοκινητικού ατυχήματος που φέρει και χαρακτήρα κάποιου ποινικού αδικήματος (π.χ. ανθρωποκτονία από αμέλεια, σωματική βλάβη από αμέλεια). Στα πλαίσια διεξαγόμενης ποινικής προανακρίσεως το θύμα της αδικοπραξίας σε σχετική ερώτηση που του γίνεται απαντά, για διαφόρους λόγους που αφορούν αυτό προσωπικώς, ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του υπαιτίου του ατυχήματος. Για την ποινική δίκη π δήλωση αυτή μπορεί να έχει σημασία αν πρόκειται για αδίκημα το οποίο διώκεται κατ’ έγκληση. Ως προς το ποινικό μέρος της προκαλούμενης σε αυτοκινητικό ατύχημα σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθ. 314 ΠΚ) βλ. ήδη το άρθ. 315 ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 §11 Ν. 2207/1994. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή επί προκλήσεως ατυχήματος με όχημα με το οποίο εξυπηρετείται η βιοποριστική μεταφορά επιβατών ή πραγμάτων η ποινική δίωξη ασκείται μεν αυτεπαγγέλτως, όμως ο εισαγγελέας με διάταξη του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν π δήλωση αυτή υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικώς αυτή. Ως προς τη δήλωση αυτή του παθόντος εφαρμόζονται αναλογικά τα περί εγκλήσεως και ανακλήσεως ισχύοντα12. Τέτοια όμως δήλωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει και παραίτηση του δικαιούχου για αποζημίωση του για τις ζημιές που υπέστη13 (αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης). Περισσότερο σχετική είναι η δήλωση του θύματος ενός ατυχήματος η οποία γίνεται στο διενεργούντα προανάκριση και στην οποία περιέχεται δήλωση του δικαιούχου ότι δεν επιθυμεί την αστική αποζημίωση του για τη ζημία που του προκλήθηκε από το ατύχημα. Η δήλωση αυτή αποτελεί παραίτηση του δανειστή από υπάρχον δικαίωμα αποζημιώσεως κατά του οφειλέτη και έχει έννομα αποτελέσματα, εφόσον λάβει τη μορφή συμβάσεως (ΑΚ 361, 454). Κάτι τέτοιο απαιτεί την αποδοχή της από την πλευρά του οφειλέτη. Το αποτέλεσμα όμως τούτο δεν παρεμποδίζεται για μόνο το λόγο, όπως συνήθως γίνεται στην πράξη, ότι η δήλωση παραιτήσεως απευθύνεται κατ’ αρχήν στην αρμόδια αστυνομική αρχή και όχι στον οφειλέτη. Αρκεί ότι περιήλθε σε γνώση του τελευταίου και αυτός, έστω και σιωπηρά, αποδέχθηκε την παραίτηση14. Σχετική με την παραπάνω αλλά διαφορετική είναι η περίπτωση της δηλώσεως προσώπου εμπλακέντος σε αυτοκινητικό ατύχημα που γίνεται στο οικείο Αστυνομικό Τμήμα Τροχαίας και έχει ως περιεχόμενο ότι δεν τραυματίσθηκε σε συγκεκριμένο ατύχημα και δεν διατηρεί αξίωση από αυτό εναντίον οποιουδήποτε. Η δήλωση αυτή θα μπορεί να αποτελέσει μέρος αρνητικής αναγνωρίσεως χρέους15, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 454, δηλαδή απαιτείται σύμβαση μεταξύ του άνω δηλούντος και του φερόμενου ως οφειλέτη. Όμως σπάνια θα συμβαίνει κάτι τέτοιο. Βέβαια ερμηνευτικά μπορεί να συναχθεί ότι αναφέρεται στους υπόχρεους για το ατύχημα, δηλαδή τον οδηγό, κάτοχο και κύριο του φερόμενου ως ζημιογόνου αυτοκινήτου. Σημασία έχει και ο καθορισμός στη συγκεκριμένη περίπτωση του υπόχρεου, από τους τυχόν περισσότερους, έναντι του οποίου ο δικαιούχος θέλει να παραιτηθεί. Κατά κανόνα η παραίτηση έχει υποκειμενική ενέργεια. Τούτο συμβαίνει όταν ο τραυματιζόμενος σε ατύχημα είναι φίλος του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου στο οποίο και επιβαίνει. Είναι ζήτημα ερμηνείας της δηλώσεως βουλήσεως, αν η παραίτηση επεκτείνεται και στον πατέρα του οδηγού ως προστήσαντα ή ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου και ακόμη περαιτέρω έναντι του ασφαλιστή. Κατά κανόνα δεν θα υπάρχει τέτοια επέκταση16. Αν τελικά γίνει δεκτή τέτοια αρνητική αναγνωριστική σύμβαση, αυτή δεν αποκλείει μελλοντική άσκηση αγωγής αποζημιώσεως από το δηλώσαντα στην περίπτωση που εκ των υστέρων εμφανισθούν σωματικές κακώσεις ή συνέπειες από αυτές που συνδέονται αιτιωδώς με το ατύχημα οι οποίες δεν ήσαν γνωστές ή προβλεπτές κατά την αρχική πρόκληση ατυχήματος. Τέτοια μεταγενέστερη αξίωση αποζημιώσεως δύσκολα μπορεί να αποκρουσθεί με την επίκληση από τον εναγόμενο της αρνητικής συμβάσεως αναγνωρίσεως χρέους. Πράγματι η δήλωση του φερόμενου ως τραυματισθέντος προδήλως αναφέρεται στην κατάσταση της υγείας του δηλούντος στο μέτρο που ο τελευταίος είχε την ικανότητα να εκτιμήσει την επέλευση, κατά το χρόνο της δηλώσεως, οποιασδήποτε δυσμενούς στο μέλλον για την υγεία του συνέπειας. Δεν αναφέρεται, εκτός αν τούτο ρητώς προκύπτει, σε οποιαδήποτε απρόβλεπτη δυσμενή μελλοντική εξέλιξη της υγείας του17. Συνήθης στην πράξη είναι η περίπτωση δηλώσεως του παθόντος ο οποίος υπό την πίεση άμεσης καλύψεως διαφόρων αναγκών του αναγκάζεται να δηλώσει ότι για όλες τις ζημίες του από το ατύχημα δεν έχει καμία άλλη αξίωση κατά του ασφαλιστή και των λοιπών υπόχρεων γιατί αποζημιώνεται πλήρως για όλες τις ζημίες ή βλάβες σωματικές ή υλικές, παρούσες ή μέλλουσες, άμεσες ή έμμεσες, θετικές ή αποθετικές καθώς και για ηθική βλάβη και ότι για το σκοπό αυτό παρέχει απόδειξη σε πλήρη απαλλαγή και εξόφληση των άνω προσώπων και ότι παραιτείται από όλα τα δικαιώματα του και τις σχετικές αγωγές κατ' αυτών. Είναι φανερό ότι στην άνω περίπτωση η δήλωση του παθόντος παρέχεται εν όψει της κατά τη στιγμή της δηλώσεως υγείας του παθόντος. Συνεπώς δεν περιλαμβάνει και δεν καλύπτει (και συνεπώς με τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων διατηρείται αμείωτη η αξίωση αποζημιώσεως) ζημίες απρόβλεπτες στο μέλλον από το ατύχημα αιτιωδώς συνδεόμενες με αυτό18. Αν αποκλεισθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η θεμελίωση αρνητικής συμβάσεως αναγνωρίσεως χρέους (ΑΚ 454), η παραπάνω δήλωση του εμπλακέντος στο ατύχημα μπορεί να έχει την αξία εξώδικης ομολογίας (ΚΠολΔ 352 §2)19. Η δήλωση αυτή στην έκταση που αναφέρεται στο πραγματικό περιστατικό της ελλείψεως τραυματισμού μπορεί να αντιμετωπισθεί ως εξώδικη ομολογία, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και υπόκειται σε ανάκληση από τον ομολογούντα κατά την ΚΠολΔ 354. Και η ομολογία αυτή συνήθως αναφέρετε στη σωματική κατάσταση της υγείας του δηλούντος κατά το χρόνο της δηλώσεως στο μέτρο που αυτή είναι αντιληπτή από τον ίδιο. Βέβαια στην πράξη δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου ο δανειστής που δήλωσε παλαιά ότι δεν επιθυμούσε την αστική του αποζημίωση, εγείρει παρά ταύτα αγωγή αποζημιώσεως. Εναγόμενος ο οφειλέτης μπορεί να του προτείνει την καταλυτική ένσταση της παραιτήσεως. Για την πληρότητα του σχετικού ισχυρισμού απαιτείται ο ενιστάμενος να προτείνει όχι απλώς ότι ο δανειστής παραιτήθηκε από το δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση αλλά και ότι καταρτίσθηκε σύμβαση(αποδοχή της παραιτήσεως από τον ενιστάμενο οφειλέτη) κατά την ΑΚ 45420. ΙΙ. Συμβιβασμός1. Έννοια – Χρησιμότητα Η έννοια του συμβιβασμού παρέχεται από την ΑΚ 871 επ. Πρόκειται για σύμβαση με την οποία η μεταξύ δύο προσώπων έριδα ή αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση αίρεται με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Οι υποχωρήσεις πρέπει να είναι αμοιβαίες. Δεν υπάρχει συμβιβασμός αλλά άλλη σχέση αν οι υποχωρήσεις γίνονται μόνο από ένα μέρος (άφεση χρέους ή αναγνώριση χρέους)· βλ. έτσι ΑΠ 547/2007 ΝοΒ, 1869· ΑΠ 990/2007 ΝοΒ 2007, 2434=ΕλλΔνη 2007, 1114· = Χρ. ΙΔ 2008, 117· Εφ Αθ 3800/2007 ΕλλΔνη 2008, 297· ΕφΑθ 7914/2007 ΕλλΔνη 2008, 933· ΑΠ 42/2006 ΕλλΔνη 47, 1087· ). Αν πάλι δεν υπάρχει αβεβαιότητα και με τον «συμβιβασμό» γίνεται εγκατάλειψη βεβαίων αξιώσεων, τότε δεν πρόκειται για συμβιβασμό, αλλά για δωρεά ή άφεση χρέους (βλ. ΕφΑθ 8912/1991 ΕπΣυγκΔ 1992, 32). Η υποχώρηση δεν είναι αναγκαίο να αφορά ένα μέρος της εκκρεμούς σχέσεως. Αρκεί ότι το ένα συμβαλλόμενο μέρος προβαίνει σε μία θυσία, γιατί σε αντίστοιχη θυσία προβαίνει και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Οι αμοιβαίες θυσίες δεν είναι ανάγκη να είναι ισάξιες. Είναι επιτρεπτό, όταν έχει εκδοθεί απόφαση οριστική πρώτου βαθμού, να συναφθεί συμβιβασμός μεταξύ των μερών με περιεχόμενο ότι τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος θα παραιτηθούντων ενδίκων μέσων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ώστε αυτή να καταστεί τελεσίδικη και να εισπραχθεί άμεσα από τον ενάγοντα το συμφωνημένο ποσό και επιπλέον με παραίτηση του ενάγοντος από μελλοντική αξίωση του για την ίδια αιτία περαιτέρω χρονικού διαστήματος21. 0 συμβιβασμός διακρίνεται σε εξώδικο και δικαστικό. Δικαστικός είναι ο συμβιβασμός με τον οποίο όχι μόνο αίρεται η φιλονικία ή αβεβαιότητα, αλλά και καταργείται η εξ αιτίας αυτής εκκρεμής δίκη (βλ. ΚΠολΔ 293). Εξώδικος είναι κάθε μη δικαστικός συμβιβασμός22. Αν στο δικαστήριο που κρίνει την υπόθεση προταθεί από τον εναγόμενο εξωδίκως συναφθείς συμβιβασμός, οφείλει τούτο να διατυπώσει το διατακτικό της αποφάσεως σύμφωνα με το περιεχόμενο του συμβιβασμού και να αποφανθεί ότι δεν υπάρχει αντικείμενο να συνεχιστεί η δίκη22α. Ο συμβιβασμός είναι σύμβαση και συνεπώς για την ολοκλήρωση του απαιτείται πρόταση και αποδοχή (ΑΚ 185)23. Πριν από την ολοκλήρωση της συμβάσεως γίνονται διαπραγματεύσεις οι οποίες αν ευδοκιμήσουν οδηγούν στο συμβιβασμό ενώ αν ματαιωθούν ανοίγει ο δρόμος για τη δικαστική επίλυση της διαφοράς. Όταν η πρόταση προέρχεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του παθόντος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει εξώδικη ομολογία ή παραίτηση για την επιπλέον αξίωση24. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων προς σύναψη συμβιβασμού τα μέρη οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με την καλή πίστη (ΑΚ 200,288). Ιδιαίτερα ο ασφαλιστής οφείλει να διαφωτίσει επαρκώς το ζημιωθέντα περί των αξιώσεων του. Αντιστοίχως και ο δικαιούχος-παθών οφείλει να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστή τον τρόπο επελεύσεως του ατυχήματος. Η παράβαση του άνω καθήκοντος μπορεί να οδηγήσει σε αποζημίωση του άλλου μέρους βάσει των διατάξεων περί ευθύνης εκ των διαπραγματεύσεων (ΑΚ 197, 198)25. Όπως σε κάθε σύμβαση έτσι και στο συμβιβασμό εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 195 και 196 ΑΚ που αναφέρονται στους επουσιώδεις όρους της συμβάσεως και όχι στους ουσιώδεις, η για τους οποίους έλλειψη συμφωνίας αποκλείει την κατάρτιση της συμβάσεως (βλ. και ΑΠ 1027/2009 ΝοΒ 2009, 2388). Ικανός αριθμός διαφορών λύνεται εξωδίκως με συμβιβασμό. Το βασικό πλεονέκτημα του για το δικαιούχο είναι ότι έναντι μειώσεως των προβαλλόμενων αξιώσεων του που δεν είναι βέβαιο ότι θα κριθούν και βάσιμες από το δικαστήριο μπορεί ταχέως να τη διαθέσει (π.χ. να την εισπράξει) χωρίς πολλές φορές να αναμένει το ενίοτε αβέβαιο αποτέλεσμα ενός μακρού και δαπανηρού δικαστικού αγώνα26. Συνηθισμένο μέρος των εντύπων που κατά κανόνα χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές εταιρίες αφορά τη δήλωση του παθόντος ότι έχει ικανοποιηθεί ως προς όλες τις αξιώσεις του που απορρέουν από συγκεκριμένο ατύχημα27. Η δήλωση αυτή μπορεί να αποτελεί τμήμα του συμβιβασμού, αλλά δυνατό να έχει αυτοτέλεια ως σύμβαση αναγνωρίσεως ανυπαρξίας χρέους κατά την ΑΚ 454. Κατά κανόνα η πληρωμή αποζημιώσεως στο δικαιούχο συνοδεύεται από δήλωση τούτου, ότι δεν πρόκειται να ασκήσει οποιαδήποτε άλλη αξίωση για παρελθούσα ή μέλλουσα ζημία που έχει σχέση με συγκεκριμένο ατύχημα28. Ο εξώδικος συμβιβασμός έχει μεν πλεονεκτήματα αφού οδηγεί σε άμεση, συνήθως, ικανοποίηση των αξιώσεων του παθόντος, περικλείει όμως και κινδύνους σε περιπτώσεις σοβαρών τραυματισμών που δύνανται να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες. Επιβάλλεται συνεπώς η σύναψη του μετά από περίσκεψη και υπό τη διαφώτιση ικανού νομικού συμβούλου29. Περαιτέρω υπό άλλη οπτική γωνία ο συμβιβασμός είναι σύμβαση υποσχετική, αμφοτεροβαρής και αιτιώδης30. Μπορεί να συναφθεί με αίρεση αναβλητική ή διαλυτική. Κατά βάση έχει χαρακτήρα αναγνωριστικό και όχι ανανεωτικό31. Κατ’ αρχήν με το συμβιβασμό δεν αντικαθίσταται η παλαιά ενοχή με νέα. Το τελευταίο μπορεί να συμβεί όταν κατά το χρόνο του συμβιβασμού η αξίωση ενός μέρους έχει υποκύψει σε παραγραφή32. Συνεπώς η ενοχή διατηρεί τη φύση της, το χαρακτήρα της και όλες τις ασφάλειες. Βέβαια δεν αποκλείεται ανανεωτικός χαρακτήρας, αν προκύπτει σαφώς τέτοια βούληση των μερών33. Σε περίπτωση ασάφειας γίνεται προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των ΑΚ 173 και 20033α. Ο συμβιβασμός μετά την έγκυρη σύναψη του δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, δηλαδή μεταξύ του δικαιούχου και ενός από τους εις ολόκληρον υπόχρεους. Συνεπώς έναντι των λοιπών (μη συμβαλλομένων) ο παθών δεν κωλύεται να αρχίσει δικαστικό αγώνα επιδιώκοντας το σύνολο της απαιτήσεως του. Μόνο η καταβολή ή δόση αντί καταβολής που γίνεται στα πλαίσια ενός τέτοιου συμβιβασμού ενεργεί αντικειμενικώς και για τους λοιπούς οφειλέτες (βλ. ΑΚ 483)34. Ο συμβιβασμός που συνάπτεται μπορεί να αναφέρεται όχι σε ολόκληρη την απαίτηση του παθόντος αλλά μόνο σε τμήμα της. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση απαιτήσεως του παθόντος που υπερβαίνει το όριο ευθύνης του ασφαλιστή οπότε ο συμβιβασμός που συνάπτεται μεταξύ του δικαιούχου και ενός άλλου εις ολόκληρον υπόχρεου καλύπτει μόνο το πέρα του άνω ορίου ευθύνης τμήμα της απαιτήσεως του παθόντος35. Κατά κανόνα η σύμβαση του συμβιβασμού δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο, εκτός αν αναφέρεται στη δημιουργία δικαιωμάτων για τα οποία απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου (βλ. ΑΚ 369)36. Επί δικαστικού συμβιβασμού37 που έχει αντικείμενο για το οποίο απαιτείται τύπος κατά την ΑΚ 369 ο τελευταίος καλύπτεται από την κατά την ΚΠολΔ 293 §1 πανηγυρική δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου38. Ο συμβιβασμός πρέπει να περιέχει ρύθμιση προθεσμίας μέσα στην οποία πρέπει να πληρωθεί ορισμένο ποσό και ότι μετά την παρέλευση της ο ζημιωθείς παύει να δεσμεύεται39. 2. Προϋποθέσεις κύρους – Συμβαλλόμενοι Όπως για κάθε κατά κανόνα σύμβαση έτσι και για το συμβιβασμό πρέπει να συντρέχουν οι προβλεπόμενοι από το νόμο όροι του κύρους του ως συμβιβασμού, των δικαιοπραξιών (ΑΚ 127 επ.) και των συμβάσεων (ΑΚ 361 επ.). Ο δικαιούχος της αποζημιώσεως για να συμβιβαστεί έγκυρα πρέπει να έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του (ΑΚ 127). Αν ο δικαιούχος είναι ανήλικος (κάτω από το 18ο έτος), τότε ο συμβιβασμός πρέπει να συναφθεί από τους γονείς του, στους οποίους ανήκει η γονική μέριμνα και οι οποίοι εκπροσωπούν το τέκνο σε μία τέτοια δικαιοπραξία που αφορά την περιουσία του (ΑΚ 1510 §1). Είναι, συνεπώς, άκυρος ο συμβιβασμός που συνήφθη αυτοπροσώπως από τον τραυματισθέντα ανήλικο σε χρόνο που εκκρεμεί αγωγή αποζημιώσεως που ασκήθηκε από τον ασκούντα την πατρική εξουσία ή (κατά το σύγχρονο δίκαιο) από τους γονείς του στους οποίους ανήκει η γονική μέριμνα40. Εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς, δεν μπορεί κατά νόμο μόνο ο ένας γονέας να συνάψει συμβιβασμό για τον ανήλικο41. Σύμφωνα με την ΑΚ 1526 σε συνδυασμό με την ΑΚ 1624 αρ. 3 και 10 για την εγκυρότητα του συμβιβασμού επιβάλλεται προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου. Αυτή παρέχεται σε περίπτωση που είναι αναγκαία ή ωφέλιμη για τη διοίκηση της περιουσίας του ανηλίκου. Αν ο ανήλικος τελεί σε κατάσταση επιτροπείας (ΑΚ 1589 επ.), τότε για την εγκυρότητα του συμβιβασμού χρειάζεται άδεια του δικαστηρίου και γνωμοδότηση εποπτικού συμβουλίου (ΑΚ 1624). Αν από κάποιο αυτοκινητικό ατύχημα απέκτησαν αξιώσεις αποζημιώσεως και οι νόμιμοι αντιπρόσωποι του ανηλίκου (γονείς), τίποτε δεν εμποδίζει κατά νόμο να περιληφθούν στο συμβιβασμό και οι προσωπικές αξιώσεις των νομίμων αντιπροσώπων42. Συμβαλλόμενοι στη σύμβαση του συμβιβασμού είναι, συνήθως, ο δικαιούχος και ο υπόχρεος. Στην κατηγορία του υπόχρεου περιλαμβάνονται οι υπεύθυνοι προς αποζημίωση. Τοιούτοι είναι ο οδηγός, ο κύριος, ο κάτοχος του ζημιογόνου αυτοκινήτου και ο ασφαλιστής του Ν. 489/1976 που καλύπτει την αστική ευθύνη των προηγουμένων. Όλοι αυτοί είναι εις ολόκληρον υπόχρεοι. Καθένας από αυτούς δικαιούται χωριστό να συνάψει συμβιβασμό με το δικαιούχο. Ο συμβιβασμός που συνάπτεται μεταξύ του ασφαλιστή και του δικαιούχου δεν μπορεί να θεμελιώσει κρίση ότι αποκλειστικώς υπαίτιος του ατυχήματος είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου του ασφαλισμένου στο συμβιβασθέντα ασφαλιστή. Συνεπώς αν ο δικαιούχος εγείρει μεταγενέστερα αγωγή αποζημιώσεως κατά του υπαιτίου του ατυχήματος είναι δυνατό να προβληθεί συνυπαιτιότητα του ενάγοντος στο επελθόν ατύχημα43. Ο συμβιβασμός προϋποθέτει την ιδιότητα των μερών ως δικαιούχου και υπόχρεου, αντιστοίχως. Δεν μπορεί, συνεπώς, να παραγάγει αποτελέσματα αν δεν συντρέχουν οι ιδιότητες αυτές. Συνεπώς ο συμβιβασμός που συνάπτεται από τον παθόντα σε ατύχημα πριν από τον επακολουθήσαντα συνεπεία τούτου θάνατο του και τον υπόχρεο δεν μπορεί να έχει αποτελέσματα έναντι των οικείων του θανόντος που ασκούν αξιώσεις βάσει της ΑΚ 928 που πρωτογενώς γεννώνται στο πρόσωπο τους44. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθ. 18 του Ν. 1654/1986 μετά την κατά το ατύχημα αυτοδικαίως επερχόμενη μεταβίβαση στο Ι.Κ.Α. της αξιώσεως αποζημιώσεως του παθόντος – ασφαλισμένου ο τελευταίος παύει ταυτοχρόνως να είναι δικαιούχος της αξιώσεως και συνεπώς δεν μπορεί να συνάψει συμβιβασμό με τον υπόχρεο. Τυχόν συναπτόμενος είναι άκυρος και δεν παράγει αποτελέσματα έναντι του αληθούς δικαιούχου Ι.Κ.Α. Αντίστοιχα ισχύουν και στην περίπτωση της υποκαταστάσεως του άρθ. 210 ΕμπΝ και ήδη άρθ. 14 Ν. 2496/1997. Εφόσον ο ζημιούμενος αποζημιώνεται από τον ασφαλιστή του με τον οποίο έχει συνάψει σύμβαση μικτής ασφαλίσεως (και ζημίες του ιδίου του αυτοκινήτου) ο ικανοποιήσας τον ασφαλισμένο του ασφαλιστής υποκαθίσταται στα δικαιώματα αποζημιώσεως του ασφαλισμένου κατά του υπόχρεου. Μετά την υποκατάσταση αυτή ο ασφαλισμένος παύει πλέον να είναι δικαιούχος της αξιώσεως στην έκταση που αποζημιώνεται. Συνεπώς δεν μπορεί να συνάψει συμβιβασμό με τον υπόχρεο. Αυτός μπορεί κατ’ αρχήν να συναφθεί μεταξύ του νέου δικαιούχου (ασφαλιστή) και του υπόχρεου. Τυχόν συναπτόμενος μεταξύ παθόντος και υπόχρεου είναι άκυρος. Ανάλογα ισχύουν και στην αντίστροφη περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος παθών ικανοποιείται από τον υπόχρεο με τον οποίο συνάπτει συμβιβασμό. Σε μια τέτοια περίπτωση αν ο συμβιβασθείς - παθών αποκρύπτοντας το συμβιβασμό απαιτήσει και λάβει αποζημίωση από τον ασφαλιστή του δεν μπορεί να λειτουργήσει η υποκατάσταση του άρθ. 210 ΕμπΝ και ήδη άρθ. 14 Ν. 2496/1997, εφόσον αυτή προϋποθέτει υπάρχουσα απαίτηση στο πρόσωπο του ζημιωθέντος. Όμως τέτοια δεν υπάρχει μετά το συμβιβασμό και την ικανοποίηση συνεπεία τούτου του παθόντος. Στην περίπτωση αυτή ο παθών κατά παράβαση της συμβάσεως ασφαλίσεως που εν προκειμένω έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα και χωρίς νόμιμη αιτία εισπράττει την απαίτηση από τον ασφαλιστή. Ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης συνάπτει συμβιβασμό στο όνομα του λόγω της άμεσης έναντι του παθόντος ευθύνης του κατά την §1 του άρθ. 10 του Ν. 489/197645. Ενδεχομένως να υπάρχει σχετική ρήτρα στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο το οποίο επιτρέπει στον ασφαλιστή να συνάπτει συμβιβασμό επ’ ονόματι και για λογαριασμό του ασφαλισμένου. 3. Ελαττώματα του συμβιβασμού Όπως κάθε δικαιοπραξία, έτσι και ο συμβιβασμός μπορεί να είναι άκυρος για ένα από τους λόγους που προβλέπονται στο νόμο. Παρακάτω θα επισημανθούν ορισμένοι μόνο από τους λόγους ακυρότητας που μπορούν να εμφανισθούν επί συμβιβασμού. Κρίθηκε, ότι αντίκειται στα χρηστά ήθη (βλ. ΑΚ 178) ρήτρα σε συμβιβασμό για οριστική επίλυση της διαφοράς, στα πλαίσια του οποίου καταβάλλεται για την οριστική επίλυσή της συγκεκριμένο ποσό, εφόσον ο συμβιβασμός αυτός περιλαμβάνει και τη μεταγενέστερη εμφάνιση από την αρχή απροβλέπτων περιστατικών ασυνήθους εκτάσεως. Δεν δύναται να επικαλεσθεί το συμβιβασμό αυτό ο υπόχρεος (ή ο ασφαλιστής του) αν η επέλευση απροβλέπτων συνεπειών οδηγεί σε μία καθολοκληρία κραυγαλέα και από τον ζημιωθέντα μη αξιώσιμη δυσαναλογία μεταξύ, της πραγματικής ζημίας και του ποσού του συμβιβασμού. Η παραγραφή της αξιώσεως για την απρόβλεπτη ζημία αρχίζει να τρέχει από τη χρονική στιγμή που ο ζημιωθώ λαμβάνει γνώση της απρόβλεπτης ζημίας δυνάμενος να ασκήσει αγωγή με ελπίδες επιτυχίας. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ακόμη, όταν αυτός αισθάνεται απλώς ελαφρές ενοχλήσεις, αλλά όταν αυτές αργότερα ενισχύονται σε έντονα σταθερές46. Απολύτως άκυρος (ΑΚ 180) είναι ο συμβιβασμός που χαρακτηρίζεται αισχροκερδής κατά την έννοια της ΑΚ 17947. Η δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών κρίνεται κατά το χρόνο της συνάψεως του συμβιβασμού και δεν λαμβάνεται υπόψη η μεταγενέστερη δυσαναλογία48. Τέτοια περίπτωση μπορεί να εμφανισθεί στο συμβιβασμό που συνάπτεται μεταξύ του παθόντος και του ασφαλιστή ο οποίος (ασφαλιστής) εκμεταλλεύεται την οικονομική ανάγκη του παθόντος49. Ο συμβιβασμός, όπως κάθε άλλη κατά κανόνα σύμβαση, μπορεί να προσβληθεί για ακύρωση λόγω πλάνης50, απάτης ή απειλής51 (ΑΚ 140, 147, 150, 184). Α. Λόγος ή αφορμή έρευνας από το δικαστήριο της εγκυρότητας του συμβιβασμού Ο παθών ή σε περίπτωση θανάτου οι κατά το νόμο (ΑΚ 928) δικαιούχοι (συνήθως μέλη της οικογενείας του) που έχουν συνάψει συμβιβασμό για το οριστικό «κλείσιμο» της υποθέσεως και ενδεχομένως θα έχουν εισπράξει το συμφωνηθέν ποσό, αν έχουν σε μεταγενέστερο χρόνο αποκαλύψει, ότι ο συναφθείς συμβιβασμός είναι άκυρος λόγω συνδρομών των όρων της ΑΚ 179 (αισχροκερδής συμβιβασμός) θα τον αγνοήσουν και θα ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως κατά του υπόχρεου (συνήθως αντισυμβαλλόμενου στο συμβιβασμό) αξιώνοντας τα ποσά για τα οποία πιστεύουν ότι έχουν βάσιμες αξιώσεις (ηθική βλάβη, ψυχική οδύνη, θετική ζημία, νοσήλια, διαφυγούντα κέρδη κ.λπ.). Κατά της αγωγής αυτής η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία και αντισυμβαλλόμενη στον εξώδικο συμβιβασμό προς απόκρουση της αγωγής συνήθως θα προβάλει ολική εξόφληση όλων των διωκόμενων με την αγωγή απαιτήσεων μέσω του συναφθέντος συμβιβασμού (ΑΚ 871). Κατά της ενστάσεως αυτής ο ενάγων θα αντιτάξει τον ισχυρισμό της ακυρότητας του συμβιβασμού λόγω συνδρομής των όρων της Α.Κ. 179. Η αντεξέταση αυτή για να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο πρέπει να είναι πλήρως ορισμένη και να περιέχει τα στοιχεία του άνω άρθρου. Ειδικότερα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται η προφανής δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών. Δηλαδή πρέπει να εξειδικεύεται ότι έναντι ορισμένης παροχής του ασφαλιστή (αποζημίωση) αυτοί (ενάγοντες) παραιτήθησαν των αξιώσεων κατ’ αυτού προδήλως υπέρτερης αξίας, η οποία πρέπει να καθορίζεται και οι οποίες αξιώσεις πιθανολογείται ότι θα εγίνοντο δεκτές αν δεν συντελείσετο συμβιβασμός και θα άρχιζε ή θα συνεχιζόταν η δίκη και ότι μεταξύ του ληφθέντος αυτού ποσού και εκείνου από το οποίο αυτοί παραιτήθηκαν και πιθανολογείται ότι θα γινόταν δεκτό υφίστανται προφανής δυσαναλογία, ήτοι π.χ. έλαβαν δέκα (10) τώρα και παραιτήθηκαν από (60) που θα εισέπρατταν με τελεσίδικη απόφαση μετά διετία. Όλα τα παραπάνω πρέπει να εκτίθενται στον ισχυρισμό (αντένσταση) του ενάγοντος και να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση που δέχεται στην αντένσταση αυτή. Συναφώς πρέπει να τονισθεί ότι η σύγκριση θα γίνει μεταξύ της παροχής του ασφαλιστή και του ποσού από το οποίο παραιτήθηκε ο ενάγων και όχι μεταξύ του πρώτου και εκείνου που επιδικάζει το δικαστήριο. Τούτο για το λόγο ότι πρώτα το δικαστήριο κρίνει για τη σκοπιμότητα του ισχυρισμού περί λύσεως της διαφοράς με συμβιβασμό και στη συνέχει επιδικάζει ποσό αποζημιώσεως στο βαθμό που κρίνει βάσιμη την αγωγή αφού προηγουμένως έχει αποφανθεί ότι ο γενόμενος συμβιβασμός υπήρξε άκυρος ως αισχροκερδής (ΑΚ 179). Ειδικότερα επισημαίνεται ότι το δικαστήριο πρέπει να ασχοληθεί πρώτα με τη βασιμότητα της ενστάσεως του συμβιβασμού, εναντίον του οποίου προβάλλονται αντιρρήσεις από τον ενάγοντα, γιατί η ένσταση του συμβιβασμού βάλλει εναντίον του αντικειμένου της δίκης που εισάγεται με την αγωγή. Β. Απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που δέχεται την ακυρότητα του συμβιβασμού λόγω συνδρομής των όρων του άρθρ. 179 ΑΚ – Έκταση αναιρετικού ελέγχου Το δικαστήριο της ουσίας δεχόμενο την ένσταση ή αντέστανση της ακυρότητας του συμβιβασμού λόγω συνδρομής των όρων της ΑΚ 179 πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες. Με τον τρόπο αυτό εξειδικεύεται η αόριστη νομική έννοια της προφανούς δυσαναλογίας που αποτελεί τη βάση της αισχροκερδούς δικαιοπραξίας. Δηλαδή δεν αρκεί να αναφέρει γενικώς και αορίστως ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών ασφαλιστή και παθόντος, αλλά επιβάλλεται να εξειδικεύει τις εκατέρωθεν αυτές παροχές. Δηλαδή πρέπει να αναφέρει το ποσό που συμφωνήθηκε να εισπράξει ο παθών ή ακόμη αυτό που εισέπραξε και το ποσό από το οποίο συμφωνήθηκε να παραιτηθεί και το οποίο υπάρχει βάσιμη πιθανότητα ότι θα γινόταν δεκτό από το δικαστήριο, αν δεν συνήπτατο συμβιβασμός αλλά θα προχωρούσε η εκδίκαση της υποθέσεως. Η απαίτηση από την οποία παραιτήθηκε ο παθών πρέπει να εμφανίζει πιθανότητες ενδοτιμήσεως. Διαφορετικά δεν μπορεί να θεμελιωθεί προφανής δυσαναλογία. Αυτή προϋποθέτει τουλάχιστον πιθανότητα ευδοκιμήσεως των αξιώσεων του παθόντος από τις οποίες αυτός παραιτήθηκε. Επομένως αν η απόφαση του δικαστηρίου τους ουσίας δεν διαλαμβάνει ειδικές αιτιολογίες που πρέπει να αναφέρονται στα στοιχεία πραγματικού (tatbestand) της ΑΚ 179 τότε ελέγχονται αναιρετικώς μέσω του αναιρετικού λόγου από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ δηλ. για ψευδή ερμηνεία της αόριστης νομικής έννοιας, ήτοι για μη ορθή εξειδίκευση και εσφαλμένη υπαγωγή. Μερικές φορές η αδυναμία του δικαστηρίου της ουσίας να διαλάβει επαρκείς αιτιολογίες δύναται σχετικού ισχυρισμού, οπότε ιδρύεται λόγος από τον αριθμό 1, 8 ή 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ (αοριστία του σχετικού ισχυρισμού). Αν πάλι το δικαστήριο της ουσίας διαλάβει στην απόφασή του αιτιολογίες που προϋποθέτουν προβολή και βασιμότητα σχετικών ισχυρισμών που όμως δεν έχουν προβληθεί από τα διάδικα μέρη, τότε υποπίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμ. 8 του άρθρ. 8 559 ΚΠολΔ, γιατί έλαβε υπόψη «πράγματα» (δηλ. τον σχετικό ισχυρισμό) που δεν έχουν προταθεί από τον διάδικο που ωφελείται από μία τέτοια ενέργεια του δικαστηρίου. 4. Εμβέλεια και εξέλιξη του συμβιβασμού Όταν τα μέρη συνάπτουν το συμβιβασμό, επιθυμούν να ρυθμίσουν με αυτόν όλες τις αξιώσεις του παθόντος (ή άλλως δικαιούχου) που απορρέουν από το ατύχημα (π.χ. σε περίπτωση τραυματισμού νοσήλια, αμοιβές ιατρών, διαφυγόντα εισοδήματα, πρόσθετη δαπάνη προσλήψεως οικιακής βοηθού και νοσοκόμας κ.λπ.). Οποιαδήποτε αξίωση είτε παρούσα είτε μέλλουσα που έχει ως πηγή το ατύχημα εμπίπτει στη ρύθμιση του συμβιβασμού. Βέβαια με τη θέση αυτή δεν μπορούν να αποφευχθούν εκπλήξεις στο μέλλον όπως αυτό φαίνεται σε περίπτωση αξιώσεως αποζημιώσεως, σε περίπτωση τραυματισμού, από τη βελτίωση ή χειροτέρευση της υγείας του παθόντος. Η προβλεπτή εξέλιξη (χειροτέρευση ή βελτίωση) της υγείας τούτου λαμβάνεται συνήθως υπόψη για τον προσδιορισμό του περιεχομένου και ιδιαίτερα των δικαιωμάτων του δικαιούχου. Οι συμβαλλόμενοι στη σύμβαση συμβιβασμού ρυθμίζοντας τις αμοιβαίες παραχωρήσεις τους για την άρση της έριδας ή της αβεβαιότητας ξεκινούν με αφετηρία την υπάρχουσα κατάσταση, αλλά και την εξέλιξη των πραγμάτων σε ορισμένη προβλεπτή έκταση. Αν τα πράγματα εξελιχθούν κατά τρόπο διαφορετικό από ό,τι είχαν προβλέψει τα μέρη, τίθεται το ερώτημα αν μπορεί να ανατραπεί ένας τέτοιος συμβιβασμός. Η απάντηση κατ’ αρχήν πρέπει να είναι αρνητική. Το αντίθετο θα ανέτρεπε τη φύση και τη λειτουργία του συμβιβασμού, σκοπός του οποίου είναι ο οριστικός τερματισμός της έριδας ή αβεβαιότητας52. Μέρος της αβεβαιότητας αυτής είναι και η μέλλουσα εξέλιξη της υγείας του παθόντος. Εξάλλου σε συμβιβασμό που έχει ως περιεχόμενο τη ρύθμιση όλων των αξιώσεων του παθόντος για το παρελθόν και το μέλλον περιλαμβανομένων των εμφανών και μη ζημιών, κατά κανόνα, φαίνεται αποκλειόμενη η δυνατότητα για πρόσθετη στο μέλλον, εκτός του συμβιβασμού, αποζημίωση53. Κρίθηκε ότι η μετά την κατάρτιση του συμβιβασμού προκύψασα επιπλοκή από κρανιοεγκεφαλική επέμβαση δεν κρίνεται απρόβλεπτη δυσμενής συνέπεια τραυματισμού αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας κάθε χειρουργική επέμβαση ενέχει τον κίνδυνο επιπλοκών.
|