Απόφ. ΑΠ 1220/2011
Παράσυρση Πεζής που κατήλθε στο οδόστρωμα για να προσπεράσει ΙΧΦ που στάθμευε
καταλαμβάνοντας τμήμα του πεζοδρομίου (1)
Υπαιτιότητα 60%της οδηγού ΙΧΕ η οποία οδηγώντας με μεγάλη ταχύτητα, σε σχέση με τις επικρατούσες κυκλοφοριακές συνθήκες, αλλά και υπό την επίδραση οινοπνεύματος(0,88 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα –1,45 γραμμάρια οινοπνεύματος ανά λίτρο αίματος στην μετά 3ωρο αιμοληψία), δεν αντιλήφθηκε την πεζή που επιχείρησε κατερχόμενη στο οδόστρωμανα προσπεράσει παρκαρισμένοπάνω στο έρεισμα της οδού ΙΧ φορτηγό, με αποτέλεσμα να την παρασύρει και να την τραυματίσει θανασίμως.
Υπαιτιότητα 40% της πεζήςδιότι αν και ήταν ευχερήςκαι επιβαλλόμενη η χρήση του πεζοδρομίου, αυτή εισήλθε στο οδόστρωμα, χωρίς να ελέγξει προηγουμένως την κίνηση των διερχομένων οχημάτων και ότι μπορεί να πράξει τούτο με ασφάλεια και χωρίς να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμπόδιζε την κυκλοφορία των οχημάτων.
Η παράνομηεν προκειμένω στάθμευσητου ΙΧΦ που κατέλαβε τμήμα του πεζοδρομίουπαρά το γεγονός ότι συνιστά τροχαία παράβαση (άρθρ. 34 ΚΟΚ), δεν συνδέεται αιτιωδώςμε την πρόκληση του ανωτέρω ατυχήματος, καθότι αποδείχθηκε ότι συνέχιζε να υπάρχει επί του πεζοδρομίου επαρκής δίοδος για την ασφαλή διέλευση της πεζής.
Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση εγένετο δεκτό ότι το Εφετείο κατέληξε στην ανωτέρω κρίση του, αφού διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες όσον αφορά τη συγκλίνουσα υπαιτιότητα περί την πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος και τον επελθόντα συνεπεία αυτού θανατηφόρο τραυματισμό της πεζής, τόσο της οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, πρώτης των αναιρεσιβλήτων, όσο και της θανατηφόρα τραυματισθείσης, στενής συγγενούς των αναιρεσειόντων, απορριπτομένων των σχετικών λόγων αναιρέσεως.
Αναίρεση κατ΄άρθρ. 559 αρ.20 ΚΠολΔ Παραμόρφωση εγγράφου
Έννοια Εγγράφου
Παραμόρφωση κατ΄άρθρ. 559 αρ. 20 ΚΠολΔ δεν υπάρχειόταν το δικαστήριο ανέγνωσε σωστάτο έγγραφο και αξιολογώντας το περιεχόμενό του, οδηγήθηκε σε συμπέρασμα διαφορετικόαπό εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, αφού η κρίση του αυτή αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων που εκφεύγει κατ'άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ τον αναιρετικό έλεγχο.
Δεν αποτελούν έγγραφα υπό την έννοια του ανωτέρω αναιρετικού τα διαδικαστικά έγγραφα, όπως η αγωγή, η έφεση και οι προτάσεις, οι ένορκες βεβαιώσεις ως προς τις καταθέσεις των μαρτύρων και γενικώς τα έγγραφα στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως κατάθεση μάρτυρα ή απολογία κατηγορουμένου.
τα αποδεικτικά (αρθρ.339, 432-465 ΚΠολΔ) γι' αυτό και δεν αποτελούν τέτοια έγγραφα τα διαδικαστικά έγγραφα, όπως η αγωγή, η έφεση και οι προτάσεις, οι ένορκες βεβαιώσεις ως προς τις καταθέσεις των μαρτύρων και γενικώς τα έγγραφα στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως κατάθεση μάρτυρα ή απολογία κατηγορουμένου.
Ψυχική Οδύνη (ΑΚ 932)
Ο καθορισμός του ύψους δεν εμπίπτει στο Αναιρετικό Έλεγχο
Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως κατά το άρθρο 932 του ΑΚ αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, και δεν υπόκειται στον έλεγχο του Ακυρωτικού ούτε και από άποψη παραβιάσεως ή μη της αρχής της αναλογικότητας που εισάγεται ως νομικός κανόνας με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος.
Απόφ. ΑΠ 1220/2011
Σχόλια – Παρατηρήσεις
Παράσυρση πεζού κατελθόντος του πεζοδρομίου λόγω στάθμευση οχήματος
Αποκλειστική υπαιτιότηςτου οδηγού εισελθόντος (μετά από αριστερή στροφή) στη μονής κατευθύνσεως οδό με μεγάλη ταχύτητα, όπου εβάδιζε το ζεύγος των παθόντων, πλησίον του Πεζοδρομίου, εις βάθος ενός (1) μέτρου εντός του καταστρώματος, επειδή η κίνηση επί του ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟΥ ήταν δύσκοληλόγω της υπάρξεως σ΄αυτό Βαρελιών και σταθμευμένου οχήματος. Ούτω ετραυματίσθη ΘΑΝΑΣΙΜΩΣ ο σύζυγος και σοβαρά επίσης και η προπορευομένη σύζυγος. Μον.Πρ.Αθ. 5344/1991 ΕΣυγκΔ 1991/391.
Κείμενο Απόφ.ΑΠ 1220/2011
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.20 του ΚΠολΔ παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας από κακή ανάγνωση του περιεχομένου αποδεικτικού εγγράφου, στο οποίο αποκλειστικώς ή προεχόντως στήριξε την κρίση του, απέδωσε σ' αυτό περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό. Παραμόρφωση όμως με την παραπάνω έννοια δεν υπάρχει όταν το δικαστήριο ανέγνωσε σωστά το έγγραφο και αξιολογώντας το περιεχόμενό του, οδηγήθηκε σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, αφού η κρίση του αυτή αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων που εκφεύγει κατ'άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ τον αναιρετικό έλεγχο. Έγγραφα με την έννοια του λόγου αυτού νοούνται τα αποδεικτικά (αρθρ.339, 432-465 ΚΠολΔ) γι' αυτό και δεν αποτελούν τέτοια έγγραφα τα διαδικαστικά έγγραφα, όπως η αγωγή, η έφεση και οι προτάσεις, οι ένορκες βεβαιώσεις ως προς τις καταθέσεις των μαρτύρων και γενικώς τα έγγραφα στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως κατάθεση μάρτυρα ή απολογία κατηγορουμένου. Εξ άλλου, για να είναι ορισμένος ο ως άνω λόγος αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται κατά λέξη στο αναιρετήριο το περιεχόμενο του εγγράφου και το περιεχόμενο που δέχθηκε ότι έχει το δικαστήριο, καθώς και ο ουσιώδης ισχυρισμός για την απόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε τούτο, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί από το αναιρετήριο αν το δικαστήριο ανέγνωσε λανθασμένα το έγγραφο και αν στήριξε αποκλειστικά ή προεχόντως σ' αυτό την κρίση του για το αποδεικτέο γεγονός.
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διότι κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος αναφορικά με το σημείο που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα και της έλλειψης υπαιτιότητας, άλλως συνυπαιτιότητας του τέταρτου των αναιρεσιβλήτων περί την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος ως μη συνδεόμενης αιτιωδώς της στάθμευσης παράνομα του οχήματός του στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 30 της οδού ... όπου κατά τις παραδοχές της έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, με το θανάσιμο τραυματισμό της πεζής, παραμόρφωσε το περιεχόμενο 1) της από 11-10-2006 ανωμοτί εξέτασης, ως εγκαλούμενου, του τέταρτου των αναιρεσιβλήτων, 2) της από 11-10-2006 ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Α. Γ., 3) της από 5-4-2006 προανακριτικής κατάθεσης του μάρτυρα Ι. Ι. και 4) της υπ.αρ.1706/2008 ένορκης βεβαίωσης του Γ. Δ., σε σχέση με τον οικοδομικό αριθμό στο ύψος του οποίου έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα και ήταν παράνομα σταθμευμένο το όχημα του τέταρτου, των αναιρεσιβλήτων. Επομένως, σύμφωνα και με τα παραπάνω, ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι τα προαναφερόμενα δεν είναι έγγραφα με την έννοια του άρθρου 559 αρ.20 του ΚΠολΔ.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 299, 330 εδ.β , 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αυτοκινήτων η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της συγκρούσεως. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει αυτή καθ' αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Εξάλλου, οι ανωτέρω έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου είναι νομικές κι επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του εμπλακέντος σε σύγκρουση οχημάτων οδηγού και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του και του ζημιογόνου αποτελέσματος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ.1 εδ.α και 19 του ΚΠολΔ για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, ήτοι εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικού κανόνα, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, υπάρχει, όταν στις αιτιολογίες της αποφάσεως, που αποτελούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε, όχι όμως όταν οι ελλείψεις ή οι αντιφάσεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς στην απόφαση.
Εν προκειμένω, το Εφετείο, αναφορικώς με την υπαιτιότητα των εμπλακέντων στο αυτοκινητικό ατύχημα δέχθηκε ανελέγκτως με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 9η Μαρτίου 2006 και περί ώρα 13.30, η πρώτη εναγόμενη, Χ1, προστηθείσα από τον δεύτερο εναγόμενο, Χ2, οδηγούσε το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας και κατοχής του τελευταίου, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, κινούμενη επί της οδού ... στην περιοχή του ... Θεσσαλονίκης, με κατεύθυνση από Θεσσαλονίκη προς Χορτιάτη. Η οδός ... είναι ασφάλτινη μονής κατεύθυνσης, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας, λειτουργούσε όμως προσωρινά, κατά τον χρόνο του ένδικου ατυχήματος λόγω εκτέλεσης έργων ανακατασκευής στην παράλληλη με αυτή οδό ..., ως διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, πλάτους 3,75 μέτρων και συνολικού πλάτους 7,5 μέτρων, εμφανίζει ομαλή ανωφέρεια και αριστερή καμπύλη για τα οχήματα που κινούνται προς Χορτιάτη ενώ εκατέρωθεν αυτής υπάρχει πεζοδρόμιο, πλάτους 2,20 μέτρων δεξιά και 1,20 μέτρων αριστερά, σε σχέση με την πορεία των οχημάτων που κατευθύνονται προς Χορτιάτη. Στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 34 της οδού ..., που βρίσκεται στη συμβολή της με την οδό ... αριθ. 2 ο τέταρτος εναγόμενος Ψ1, εργολάβος οικοδομών, εκτελούσε εργασίες, ανεγέρσεως πολυώροφης οικοδομής. Για το λόγο αυτό είχε εγκαταστήσει εργοτάξιο και κατόπιν της αριθ. πρωτ. ____ άδειας χρήσης κοινόχρηστου χώρου του Δήμου Χορτιάτη, τοποθέτησε έμπροσθεν της υπό ανέγερση οικοδομής οικοδομικά υλικά και εκτελούσε φόρτωση ή εκφόρτωση αυτών, εντός των ορίων του περιφραγμένου χώρου που διαμόρφωσε, αφήνοντας ελεύθερο χώρο πλάτους ερείσματος 0,60-0,70 μέτρα για τη διέλευση των πεζών. Ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι η περίφραξη αυτή καταλάμβανε το σύνολο του ερείσματος προς της ανεγειρόμενης οικοδομής και υποχρέωνε έτσι τους πεζούς να κινηθούν μέσα στο οδόστρωμα δεν αποδείχθηκε. Την ίδια ώρα, η Χ2 συζ. ___, το γένος ___ και ___, έβαινε πεζή επί του δεξιού ερείσματος της οδού, σε σχέση με τα κινούμενα προς Χορτιάτη οχήματα, με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη, προκειμένου να παραλάβει τον ανήλικο γιο της από το Δημοτικό Σχολείο ..., που βρίσκεται στην ίδια πλευρά της οδού ... όπου βάδιζε αυτή. Κατά τον κρίσιμο χρόνο και στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 30, όπου με σχετική ρυθμιστική πινακίδα [Ρ-40] απαγορευόταν η στάση και η στάθμευση, ο ίδιος ως άνω τέταρτος εναγόμενος, είχε σταθμεύσει παρανόμως το με αριθ. κυκλ. ... φορτηγό Ι.Χ. αυτοκίνητό του, παράλληλα με το οδόστρωμα, με μέτωπο προς Θεσσαλονίκη και με το μισό πλάτος επί του ερείσματος και το άλλο μισό επί του οδοστρώματος. Υπό τις ως άνω συνθήκες, η προαναφερόμενη πεζή, πλησίασε τον οικοδομικό αριθμό 34 της οδού ... και προσπέρασε βαδίζοντας επί του εναπομείναντος ελεύθερου από την προαναφερόμενη περίφραξη ερείσματος, φθάνοντας στον οικοδομικό αριθμό 32, οπού και πάλι εκτελούνταν οικοδομικές εργασίες από άλλο εργολάβο. Στο σημείο αυτό δεν υφίστατο περίφραξη, ούτε και αποδείχθηκε ότι υπήρχε κάποιο άλλο εμπόδιο στην κίνηση της πεζής επί του πεζοδρομίου. Κατά το χρόνο που η πεζή συνεχίζοντας την πορεία της πλησίασε στον οικοδομικό αριθμό 30, βρέθηκε ενώπιον του παρανόμως σταθμευθέντος οχήματος του τέταρτου εναγόμενου, το οποίο έχει συνολικό πλάτος 1,80 μέτρα, τμήμα του οποίου 0,90 μέτρα καταλάμβανε μέρος του πεζοδρομίου, ενώ το υπόλοιπο [0,90 μέτρα] καταλάμβανε μέρος του οδοστρώματος. Από τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι η πεζή είχε τη δυνατότητα ανεμπόδιστα να συνεχίσει την πορεία της και να διέλθει του συγκεκριμένου τμήματος, κινούμενη στο αριστερό σε σχέση με την πορεία της εναπομείναν ελεύθερο τμήμα του πεζοδρομίου πλάτους 1,30 μέτρων περίπου. Η πεζή όμως κατήλθε στο οδόστρωμα με σκοπό να προσπεράσει το σταθμευμένο όχημα από δεξιά, κινούμενη εντός του οδοστρώματος. Την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή, η πρώτη εναγόμενη, που οδηγούσε το παραπάνω ΙΧΕ, ιδιοκτησίας του δευτέρου εναγομένου, στην ίδια λωρίδα κυκλοφορίας, αλλά προς την αντίθετη σε σχέση με την πορεία της πεζής κατεύθυνση [προς Χορτιάτη], επέπεσε επ' αυτής και προκάλεσε το θανάσιμο τραυματισμό της. Συγκεκριμένα όσον αφορά τις συνθήκες της παράσυρσης της πεζής, αυτή έγινε κατά τη στιγμή που η τελευταία είχε ήδη εξέλθει από το πίσω πλαϊνό τμήμα του οχήματος του τέταρτου εναγομένου, με σκοπό να κινηθεί παράλληλα μ' εκείνο. Το ΙΧΕ που οδηγούσε η πρώτη εναγόμενη, αποδείχθηκε ότι έβαινε με ταχύτητα 45 χ/ω [κατοικημένη περιοχή], όμως το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας που ίσχυε προσωρινό στην περιοχή εξαιτίας της εκτέλεσης οδικών έργων ήταν αυτό των 30 χ/ω [βλ.σχ. έγγραφες εξηγήσεις της υπαστυνόμου Β' ____ στην Γ' Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης] και η εναγόμενη όφειλε εν όψει της πυκνής κίνησης πεζών και οχημάτων και της ύπαρξης στάσης του ΟΑΣΘ για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών, να ρυθμίσει την ταχύτητα της, προκειμένου ν' αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και με ασφάλεια τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν [ανακατασκευή οδού ..., προσωρινή λειτουργία της οδού ... σε διπλής κατεύθυνσης, οικοδομικές εργασίες που εκτελούνταν στην περιοχή, αυξημένη κίνηση οχημάτων και πεζών], ώστε να μην εκθέτει σε κίνδυνο τους πεζούς ή τους άλλους χρήστες της οδού με τροχοπέδηση ή αποφευκτικό ελιγμό. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε η πρώτη εναγόμενη τελούσε κατά το χρόνο του ένδικου τροχαίου ατυχήματος υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Ειδικότερα βρέθηκε στον οργανισμό της, κατά την πρώτη μέτρηση ποσότητα οινοπνεύματος 0,88 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και 0,77 χιλιοστών κατά τη δεύτερη μέτρηση, ενώ το αποτέλεσμα της αιμοληψίας που διενεργήθηκε τρεις ώρες μετά από το ατύχημα, ήταν 1,45 γραμμάρια οινοπνεύματος ανά λίτρο αίματος. Η κατανάλωση της μεγάλης αυτής ποσότητας οινοπνεύματος, συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, καθώς η τελευταία δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις επικρατούσες κυκλοφοριακές συνθήκες και την παρουσία της πεζής, η οποία βάδιζε επί του οδοστρώματος και σε βάθος 0,90 μέτρα από το άκρο του δεξιού ερείσματος σε σχέση με την πορεία της πρώτης εναγομένης με αποτέλεσμα να την παρασύρει με το εμπρόσθιο πλάγιο δεξιό τμήμα του οχήματος που οδηγούσε, την αντιλήφθηκε δε μόνον αφότου αυτή επέπεσε στο εμπρόσθιο τμήμα του εμπρόσθιου δεξιού φτερού, στο ύφος του θόλου. Συνεπεία της ορμής του αρχικού αυτού χτυπήματος της πλάγιας θέσης της πεζής σε σχέση με το όχημα και της συνεχιζόμενης κίνησης του ΙΧΕ, στην πέδηση του οποίου δεν προέβη η οδηγός του, το σώμα της πεζής περιστράφηκε γύρω από τον άξονα του και προσέκρουσε εκ νέου στη δεξιά εμπρόσθια κολώνα του και στον εξωτερικό δεξιό καθρέφτη και στη συνέχεια στην πόρτα του συνοδηγού και στο πίσω δεξιό φτερό. Η εναγόμενη επιχείρησε τροχοπέδηση και αποφευκτικό ελιγμό μόνο μετά τις ανωτέρω διαδοχικές προσκρούσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα την εκτίναξη της πεζής και την επακόλουθη πτώση της στο μέσον περίπου του οδοστρώματος και σε απόσταση 5 περίπου μέτρων από το σημείο της αρχικής σύγκρουσης. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγόμενη δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή της και δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως την είσοδο της πεζής στο οδόστρωμα εξαιτίας της επίδρασης του οινοπνεύματος στις σωματικές και πνευματικές της λειτουργίες και της μεγάλης σε σχέση με τις επικρατούσες κυκλοφοριακές συνθήκες ταχύτητα που είχε αναπτύξει αν και θα μπορούσε ν' αποφύγει την παράσυρσή της με άμεσο αποφευκτικό ελιγμό προς τ' αριστερά, αφού υπήρχε 1,25 περίπου μέτρα ελεύθερο οδόστρωμα στη λωρίδα κυκλοφορίας ή και με τροχοπέδηση, αφού υπήρχαν έστω και μικρά χρονικά και τοπικά περιθώρια αντίδρασης ενώ δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε κάποιο άλλο εμπόδιο στην πορεία της απαγορευτικό των ως άνω χειρισμών του οχήματός της και είναι επομένως, υπαίτιο του ένδικου τροχαίου δυστυχήματος από το οποίο επήλθε ο θάνατος της πεζής εξαιτίας του θανάσιμου τραυματισμού, σε διάφορα μέρη του σώματος της [βαριά κοιλιακή - θωρακική κάκωση, κρανιοεγκεφαλική κάκωση]. Και η τελευταία όμως είναι συνυπαίτια του θανάτου της, διότι αν και ήταν ευχερής και επιβαλλόμενη η χρήση του πεζοδρομίου, αυτή εισήλθε στο οδόστρωμα, χωρίς να ελέγξει προηγουμένως την κίνηση των διερχομένων οχημάτων και ότι μπορεί να πράξει τούτο με ασφάλεια και χωρίς να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμπόδιζε την κυκλοφορία των οχημάτων. Επομένως, σύμφωνα με όσα παραπάνω αποδείχθηκαν, το ένδικο δυστύχημα και ο απ' αυτό προκληθείς θανάσιμος τραυματισμός της πεζής, οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δύο, η οποία επιμερίζεται σε ποσοστό 60% για την πρώτη εναγόμενη οδηγό και 40% για την πεζή, δεκτής γενομένης [εν μέρει] της περί συνυπαιτιότητας της θανούσας ένστασης των τριών πρώτων εναγομένων, την οποία επαναφέρουν και στο παρόν Δικαστήριο και οι περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως των κυρίως εναγόντων ότι αποκλειστικά υπαίτια είναι η πρώτη εναγόμενη είναι ουσία αβάσιμοι.
Όσον αφορά στον τέταρτο εναγόμενο Ψ1, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός κατέλαβε το σύνολο του πλάτους του πεζοδρομίου που βρισκόταν προ της ανεγειρόμενης από τον ίδιο οικοδομής, ενώ η εκ μέρους του κατάληψη τμήματος μόνο του προαναφερόμενου ερείσματος, ήταν νόμιμη, καθώς αυτός είχε την απαιτούμενη προς τούτο άδεια, εξάλλου η ενέργεια του αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα που έλαβε χώρα στον οικοδομικό αριθμό 30, της οδού ..., δηλαδή σε άλλο σημείο από αυτό που εκτελούνταν απ' αυτόν οι οικοδομικές εργασίες. Τέλος η παράνομη στάθμευση του οχήματός του, στον οικοδομικό αριθμό 30 παρά το ότι συνιστά τροχαία παράβαση [άρθρο 34 ΚΟΚ] δεν συνδέεται αιτιωδώς καθόλου με τον θανάσιμο τραυματισμό της πεζής, διότι αυτή δεν υποχρεώθηκε στην κίνηση της να κατέλθει στο οδόστρωμα και να βαδίσει εντός αυτού, καθώς παρά την παράνομη στάθμευση του εν λόγω IX φορτηγού, συνέχιζε να υπάρχει επί του πεζοδρομίου επαρκής δίοδος για την ασφαλή διέλευση της. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι η θέση του φορτηγού αυτού εμπόδιζε την οπτική επαφή της πρώτης εναγόμενης με τη θανούσα και ότι τούτο συνετέλεσε στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και τον εξ αυτού θανάσιμο τραυματισμό της πεζής, καθώς όπως αποδείχθηκε, σύμφωνα με τα παραπάνω η εν λόγω οδηγός είχε στο οπτικό της πεδίο την πεζή, η οποία εισήλθε στο οδόστρωμα από απόσταση 20 τουλάχιστον μέτρων, δεν μπόρεσε όμως ν' αντιδράσει άμεσα με τους απαιτούμενους χειρισμούς, λόγω της επίδρασης του οινοπνεύματος."
Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες όσον αφορά τη συγκλίνουσα υπαιτιότητα περί την πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος και τον επελθόντα συνεπεία αυτού θανατηφόρο τραυματισμό της πεζής, τόσο της οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, πρώτης των αναιρεσιβλήτων, όσο και της θανατηφόρα τραυματισθείσης, στενής συγγενούς των αναιρεσειόντων, που καθιστούν εφικτό τον έλεγχο του Αρείου Πάγου περί της ορθής ή μη εφαρμογής των αναφερθεισών στην αρχή της παρούσης αιτιολογίας διατάξεων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, στην απόφαση: 1) Καθορίζονται σαφώς τα χαρακτηριστικά της οδού ... στο σημείο του ατυχήματος και συγκεκριμένα, το οδικό πλάτος του οδοστρώματος, η λειτουργία αυτής ως διπλής κατεύθυνσης λόγω εκτελέσεως έργων ανακατασκευής στην παράλληλη με αυτή οδό ..., το πλάτος του ερείσματος δεξιά και αριστερά της οδού ... σε σχέση με την πορεία των οχημάτων που κατευθύνονται προς Χορτιάτη, το εναπομείναν ελεύθερο τμήμα του πεζοδρομίου για τη διέλευση των πεζών λόγω της τοποθέτησης από τον τέταρτο των αναιρεσιβλήτων οικοδομικών υλικών στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 34 της οδού ... και της στάθμευσης στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 30 της αυτής οδού του ΙΧ φορτηγού αυτοκινήτου του κατά το ήμισυ του πλάτους του, επί του ερείσματος αυτής. 2) Διευκρινίζεται ότι η κίνηση του ζημιογόνου αυτοκινήτου στο ρεύμα πορείας του ήταν κανονική, υπό τη σαφή έννοια της μη αντιθέσεως της προς τους καθορίζοντες την κυκλοφορία των οχημάτων στην εν λόγω οδό κανόνες του ΚΟΚ. 3) Αναφέρεται σαφώς η αμελής περί την οδήγηση συμπεριφορά της πρώτης των αναιρεσιβλήτων, οδηγού του ζημιογόνου οχήματος εν όψει των επικρατουσών ειδικών συνθηκών της οδού (ανακατασκευή της οδού ..., προσωρινή λειτουργία της οδού ... σε διπλής κατεύθυνσης, εκτελούμενες οικοδομικές εργασίες στην περιοχή, αυξημένη κίνηση οχημάτων και πεζών) αλλά και η υπό την επίδραση οινοπνεύματος οδήγηση του ζημιογόνου οχήματος, ως συνδεόμενης αιτιωδώς περί την πρόκληση αυτού και 4) Προσδιορίζεται η αμελής συμπεριφορά της πεζής που συντέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος και εντεύθεν στην επέλευση του θανάτου της αφού ειδικότερα κατήλθε στο οδόστρωμα κινούμενη εντός αυτού με σκοπό να προσπεράσει το σταθμευμένο όχημα του τέταρτου των αναιρεσιβλήτων καίτοι είχε τη δυνατότητα ανεμπόδιστα να συνεχίσει την πορεία της κινούμενη στο αριστερό σε σχέση με την πορεία της εναπομείναν ελεύθερο τμήμα του πεζοδρομίου πλάτους 1,30 μέτρων χωρίς να ελέγξει προηγουμένως την κίνηση των διερχομένων οχημάτων και μπορεί να πράξει τούτο με ασφάλεια. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη νόμιμης βάσεως λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών διότι δεν προσδιορίζεται ο αιτιώδης σύνδεσμος της πορείας της πεζής στο χώρο του οδοστρώματος και εν επαφή σχεδόν με την πλευρά του φορτηγού αυτοκινήτου με τον επελθόντα θανατηφόρο τραυματισμό της και δεν καταλογίζεται αποκλειστική υπαιτιότης στην οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου πρώτη των αναιρεσιβλήτων, ενόψει της παραδοχής της κινήσεώς της με 45 χ/Ω και του γεγονότος ότι είχε στο οπτικό της πεδίο την πεζή από απόσταση 20 τουλάχιστον μέτρων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι αυτές ανάγονται στην πληρέστερη αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο εκτίθεται σαφώς στην απόφαση. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος της αναιρέσεως κατά το μέρος που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης εξ αιτίας αντιφατικών αιτιολογιών σε σχέση με τις παραδοχές αυτές, και ο δεύτερος πρόσθετος της αναιρέσεως λόγος με τον οποίο προσάπτεται η αιτίαση των αντιφατικών αιτιολογιών διότι δέχεται ότι η θανούσα βάδιζε, άλλοτε μεν επί του ερείσματος άλλοτε δε επί του πεζοδρομίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι από τις παρατιθέμενες αιτιολογίες στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει αντίφαση.
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338, 340 και 346 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικώς με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς πάντως να είναι ανάγκη να γίνεται χωριστή αξιολόγηση του καθενός. Η παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. Ο λόγος όμως αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο λόγος αναιρέσεως ή προκειμένου περί εγγράφων, όταν έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα έστω και χωρίς να γίνεται ειδική μνεία ή αξιολόγηση καθενός από αυτά, εκτός αν, παρά τη διαβεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδίως από τις αιτιολογίες της καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων η ορισμένων εγγράφων, οπότε και μόνον είναι κατ' ουσίαν βάσιμος ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πιο πάνω πλημμέλεια, διότι το εφετείο προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του ως προς το σημείο που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα και καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα περί της συνυπαιτιότητας της θανατηφόρα τραυματισθείσης δεν έλαβε υπόψη και τα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα 1) τη με αρ. 1706/2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, 2) τις προανακριτικές καταθέσεις από 11-9-2006 των μαρτύρων ___ και ___, από 11-10-2006 των μαρτύρων ___ και ___, την από 5-4-2006 του μάρτυρα Ι. Ι., 3) τις καταθέσεις των εξετασθέντων πρωτοβαθμίως στο ακροατήριο μαρτύρων ____ ___ και ___ . Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι καθ'οσον αφορά τη με αρ. 1706/2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης και τις καταθέσεις των εξετασθέντων πρωτοβαθμίως στο ακροατήριο μαρτύρων, το Εφετείο ειδικώς μνημονεύει στην απόφασή του κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, ενώ από τη διαλαμβανόμενη στην ίδια απόφαση γενική διαβεβαίωση ότι για τη διαμόρφωση της ουσιαστικής κρίσεώς του έλαβε υπόψη "και όλα γενικώς τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζονται, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων που δόθηκαν κατά το στάδιο της ποινικής διαδικασίας" σε συνδυασμό προς τις αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης, δεν καταλείπετε καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο συνεκτίμησε με τα άλλα έγγραφα και αποδεικτικά μέσα και τα ως άνω επίμαχα έγγραφα, ήτοι τις προανακριτικές καταθέσεις των ανωτέρω μαρτύρων.
Επειδή, η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και η ομολογία, δικαστική ή εξώδικη (άρθρα 339, 352 ΚΠολΔ), ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμός 11 περ.γ του ΚΠολΔ. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι έγινε επίκληση του αποδεικτικού μέσου κατά τη συζήτηση ή εντός της προς αντίκρουση των εκατέρωθεν ισχυρισμών παρασχεθείσης προθεσμίας. Τούτο ισχύει και επί δικαστικής ομολογίας, διότι ναι μεν αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, για να δημιουργηθεί όμως λόγος αναιρέσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να ισχυρίζεται ότι την επικαλέστηκε και να το αποδεικνύει, προσκομίζοντας τις προτάσεις που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων αποδίδεται στη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω από τον αριθμό 11 περ.γ του ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο, προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του ως προς το σημείο που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα και καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα περί της συνυπαιτιότητας της θανατηφόρα τραυματισθείσης δεν έλαβε υπόψη τη δικαστική ομολογία των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων με τις προτάσεις τους, τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο βαθμό, αναφορικά με το σημείο στάθμευσης του υπ. αρ.9318 ΙΧ φορτηγού αυτοκινήτου του τέταρτου των αναιρεσιβλήτων παράλληλα με το εργοτάξιο και επέκεινα αυτού προς το πεζοδρόμιο καταλαμβάνοντας με το μισό τουλάχιστον πλάτος του και σε βάθος τουλάχιστον 70-80 εκατοστών το κατάστρωμα του ρεύματος της οδού ... προς Χορτιάτη καθώς και την εναπόθεση επί του πεζοδρομίου διαφόρων υλικών που κατελάμβαναν όλο σχεδόν το πλάτος του πεζοδρομίου της οδού .... Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται ότι είχε γίνει επίκληση του αποδεικτικού αυτού μέσου, ήτοι της δικαστικής ομολογίας σε σχέση με τα πραγματικά ως ανωτέρω γεγονότα κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Εφετείου, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
Επειδή ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, που οφείλεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κρίση αυτή σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια, ώστε να μπορεί να εννοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως (αριθμός 1 εδάφιο α του άρθρου 559 ΚΠολΔ) είτε εκ πλαγίου (αριθμός 19 του ίδιου άρθρου), είτε παράβαση διδαγμάτων της κοινής πείρας (αριθμός 1 εδάφιο β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ). Επομένως, η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως κατά το άρθρο 932 του ΑΚ αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, και δεν υπόκειται στον έλεγχο του Ακυρωτικού ούτε και από άποψη παραβιάσεως ή μη της αρχής της αναλογικότητας που εισάγεται ως νομικός κανόνας με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγματικότητας διατάξεων νόμου και συγκεκριμένα αν ο νομοθετικός περιορισμός ενός συνταγματικώς προστατευόμενου δικαιώματος σέβεται ή όχι την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή ο έλεγχος από άποψη τηρήσεως της αρχής αυτής γίνεται μεταξύ αφενός μεν της συνταγματικής διατάξεως που προστατεύει κάποιο δικαίωμα, αφετέρου δε της νομοθετικής διατάξεως που το περιορίζει. Έξω όμως από το πεδίο αυτό, τα δικαστικά όργανα δεν έχουν εξουσία να εφαρμόζουν απευθείας την αρχή της αναλογικότητας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους σε συγκεκριμένη υπόθεση. Επομένως, δικαστική απόφαση, που δεν προέβη σε συγκεκριμένη περίπτωση στον ορθό προσδιορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως του άρθρου 932 του ΑΚ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά είναι εσφαλμένη και θα ελεγχθεί με τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα, με βάση τους κανόνες, που το ίδιο άρθρο θέτει και στα πλαίσια που οι ρυθμίζουσες τα ένδικα μέσα διατάξεις οριοθετούν τον έλεγχο.
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά ένα μέρος τις αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 1 και 19 του ΚΠολΔ διότι η επιδικασθείσα σ' αυτούς χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θανατηφόρο τραυματισμό της Α. Σ.-Ν., συζύγου του εκ τούτων πρώτου Κ. Ν. και μητρός του εκπροσωπούμενου υπ' αυτού ανηλίκου τέκνου τους Ι. Ν., ποσού 40.000 ευρώ για τον καθένα, και νύφης των εκ τούτων δεύτερου και τρίτης ποσού 6.000 ευρώ για τον καθένα, δεν είναι η επιδικαστέα, εύλογη, κατ' άρθρο 932 ΑΚ. Ο λόγος αυτός κατά το προεκτεθέν μέρος, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι ο προσδιορισμός του ποσού της κατά το άρθρο 932 του ΑΚ εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ) χωρίς την υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου. Περαιτέρω, με τον αυτό ως άνω λόγο αναιρέσεως κατά ένα μέρος αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 1 και 19 του ΚΠολΔ, διότι, με το να καθορίσει την επιδικαστέα σ' αυτούς χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θανατηφόρο τραυματισμό της στενής ως ανωτέρω συγγενούς τους στο προαναφερθέν για το καθένα μειωμένο ποσό, σε σχέση με τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσά καθώς και σε σχέση με το ποσοστό συνυπαιτιότητας της πρώτης αναιρεσίβλητης (60%) οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου περί την πρόκληση του θανατηφόρου τραυματισμού της, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ.1 εδ.δ' του Συντάγματος και την καθιερούμενη με αυτό αρχή της αναλογικότητας. Ο λόγος αυτός πρέπει και κατά το μέρος του αυτό, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη από 10-5-2010 αίτηση αναίρεσης της με αριθμό 2092/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης και οι από 26-3-2011 πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-5-2010 αίτηση αναίρεσης και τους από 26-3-2011 πρόσθετους λόγους αυτής για αναίρεση της 2092/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που ορίζει για τους εκ τούτων πρώτο και δεύτερο σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ και για καθένα των λοιπών σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε
|