Παραγραφή εξακολουθητικών ζημιών
Η κατωτέρω εισήγηση δημοσιεύεται και στην Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου

Εισήγηση : Φωτίου Α. Σταθόπουλου - Δικηγόρου Αθηνών

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΩΝ ΖΗΜΙΩΝ –ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΕΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΣΕ 20ΕΤΗ – ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ζημιογόνο αποτέλεσμα της ανθρώπινης πράξης που γεννά αξίωση αποζημίωσης για το ζημιωθέντα, μπορεί να επέλθει άπαξ και – συνήθως – ταυτόχρονα με την πράξη, μπορεί όμως να προκαλεί ζημίες και στο μέλλον. Η πρώτη κατηγορία των «παρουσών» ζημιών εύκολα υπάγεται αναφορικά με την παραγραφή της στα σχετικά άρθρα του Αστικού Κώδικα, ή στις άλλες οικείες διατάξεις (άρθρ. 251, 937 κλπ. του Α.Κ. άρθρ. 10 ΑσφΝ κλπ.). Αντίθετα η ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων για την παραγραφή των μελλουσών ζημιών, όπως έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία, δημιουργεί ζητήματα που θα εκτεθούν στην παρούσα εισήγηση. Εδώ θα προτιμηθεί ο όρος «μέλλουσες ζημίες», αφού κατά το περιεχόμενό του είναι ευρύτερος του όρου «εξακολουθητικές ζημίες», δεδομένου ότι περιλαμβάνει και ζημίες που, ανεξάρτητα από το εάν είναι απρόβλεπτες ή όχι, εκδηλώνονται για πρώτη φορά στο μέλλον, είτε στιγμιαία, είτε εξακολουθητικά.

ΙΙ. Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 268 Α.Κ.

Η διάταξη του άρθρ. 268 εδ. α’ ΑΚ ορίζει ότι «κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθ’ αυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή».  Η διάταξη του άρθρ. 268 εδ. α’ ΑΚ διατυπώνει την αρχή που υπήρχε στο άρθρο ΓΧΞ’ της 24/26 Μαρτίου 1910 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί παραγραφής διατάξεων του ισχύοντος δικαίου και στο άρθρ. 168 του Κρητικού Κώδικα. 

Ο νομοθέτης έκρινε με τη διάταξη αυτή, ότι εφόσον η αξίωση διαγνώστηκε με δύναμη δεδικασμένου, δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί και να υποβληθεί εκ νέου σε αποδεικτική διαδικασία. Επομένως οι λόγοι της  βραχύχρονης παραγραφής έχουν εκλείψει. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι η υπαγωγή στην 20ετή παραγραφή συνδέεται όχι μόνον με την τελεσίδικη αποδοχή (της αξίωσης), αλλά και με την τελεσίδικη απόρριψη. Έτσι για την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής απαιτήσεων την εκπλήρωση των οποίων διατάζουν διαταγές πληρωμής, απαιτείται η προηγούμενη τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής.

Από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης («…αξίωση που βεβαιώθηκε…») προκύπτει, ότι αρκεί η αξίωση να έχει βεβαιωθεί απλώς, χωρίς να είναι αναγκαία η επιδίκαση κατά ορισμένο ποσό.

ΙΙΙ. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΥΣΕΣ (ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΕΣ) ΖΗΜΙΕΣ

α. Μία ή περισσότερες αξιώσεις αποζημίωσης ;


Επειδή, στον ΑΚ δεν υπάρχει διάταξη σχετικά με την παραγραφή μελλουσών ζημιών ή ζημιών που θα εξακολουθήσουν ή εξακολουθούν να προκύπτουν, η διέξοδος της θεωρίας και της νομολογίας ήταν καταρχήν η θεώρηση όλων αυτών των ζημιών ως μίας ενότητας. Από την πάγια λοιπόν θεωρία και νομολογία γίνεται δεκτό, ότι από τα άρθρ. 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται, ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή. Η πενταετής δε παραγραφή της αξίωσης αυτής αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου σε αποζημίωση. Ειδικά για την αποζημίωση από αυτοκινητικό ατύχημα θεωρείται ότι ο παθών γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου, όταν γνωρίζει τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του. Επομένως οι ζημιογόνες συνέπειες από την αδικοπραξία θεωρούνται συνολικά ως μία ζημία - η «όλη ζημία». Η παραγραφή της αξίωσης αποζημίωσης γι’ αυτή την όλη ζημία αρχίζει από τότε που εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός. Επομένως, μία είναι η ζημία, μία είναι και η αξίωση που υπόκειται σε παραγραφή, και γι’ αυτό η παραγραφή είναι και αυτή ενιαία.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, εάν εξαιτίας της ζημίας εκδηλώνονται στο μέλλον οι ζημιογόνες συνέπειες, κάθε μία από αυτές τις συνέπειες δεν αντιστοιχεί σε αυτοτελή αξίωση. Διότι η αξίωση είναι μία, γεννάται για την όλη ζημία, και αφορά στην αποκατάσταση της όλης ζημίας που προέρχεται από το ίδιο γεγονός. Απλώς η ενιαία αυτή ζημία εξειδικεύεται κάθε φορά με τη διαπίστωση της έκτασής της κατά τις φάσεις εξέλιξής της. 

Η αντιμετώπιση των ζημιογόνων συνεπειών ως μίας ενότητας, στην οποία αντιστοιχεί μία αξίωση, προϋποθέτει κατά το άρθρ. 937 ΑΚ τη γνώση της ζημίας, χωρίς να είναι απαραίτητη η έκτασή της και οι επιμέρους συνέπειές της. Αρκεί η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξεως. Το πότε λαμβάνει γνώση ο παθών των στοιχείων αυτών είναι ζήτημα πραγματικό που εκτιμάται κάθε φορά από το δικαστή. Πάντως, δεν αρκεί η ζημία να παρίσταται απλώς ενδεχόμενη.

Διαφορετικό είναι το ζήτημα των απρόβλεπτων ζημιών. Καταρχήν το πότε μία ζημία θα κριθεί ως απρόβλεπτη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι πραγματικό ζήτημα και το σχετικό συμπέρασμα θα εξαχθεί με βάση τα διδάγματα και τους κανόνες της οικείας τεχνικής - εφόσον δε αναφερόμαστε σε ζημίες από αυτοκινητικά ατυχήματα ενδιαφέρει η ιατρική επιστήμη και τέχνη. Μεταγενέστερες λοιπόν δυσμενείς συνέπειες της αδικοπραξίας που δεν ήσαν προβλεπτές και δεν ελήφθησαν υπόψη σε προηγούμενη δικαστική απόφαση, θεμελιώνουν νέα αξίωση, αναφορικά με την οποία το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από προηγούμενο δεδικασμένο, και για την οποία ισχύει αυτοτελής παραγραφή, η οποία ξεκινά από το χρόνο της γνώσης των νέων συνεπειών και την αιτιώδη συνάφειά τους με την αδικοπραξία.

β. Ειδικότερα η παραγραφή της μέλλουσας ζημίας

Αναφορικά με τη μέλλουσα ζημία τίθεται το ζήτημα ποια θα είναι η μεταχείρισή της από την άποψη της παραγραφής, εάν η αποκατάστασή της ζητηθεί μεταγενέστερα από την πρώτη αγωγή αποζημίωσης. Διότι δεν προκύπτει από καμία διάταξη, ότι ο ζημιωθείς είναι υποχρεωμένος να επιδιώξει την αποκατάσταση της όλης ζημίας του, και αυτής δηλαδή που αφορά στο μέλλον, με μία αγωγή. Καταρχήν έχει κριθεί, ότι και αν ακόμη δεν είναι δυνατή από το δικαιούχο γνώση της συγκεκριμένης ζημίας, ώστε να προσδιοριστεί επακριβώς και να ενσωματωθεί σε καταψηφιστικό αίτημα, είναι δυνατή η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής. Στην αγωγή αυτή δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός ορισμένου ποσού, εφόσον ανακύπτουν δυσχέρειες στον καθορισμό της έκτασης της αποζημίωσης, χωρίς όμως από την έλλειψη αυτή   να καθίσταται η αγωγή αόριστη.

Κατά την πάγια λοιπόν νομολογία, εφόσον βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξιώσεως για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται καταρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης για αποκατάσταση αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση. Η κρίση αυτή φαίνεται να είναι σύστοιχη με την προηγούμενη σε κάθε σχετική απόφαση θέση, ότι η όλη ζημία είναι ενιαία, και αντίστοιχα μία είναι εντέλει και η αξίωση για την αποκατάστασή της. Και αιτιολογείται μάλιστα η ίδια θέση για την υπαγωγή της όλης ζημίας στην εικοσαετή παραγραφή με την κρίση, ότι και ως προς το μέρος εκείνο της αξιώσεως που ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση, έχει βεβαιωθεί και αυτό με δύναμη δεδικασμένου (άρθρ. 331 ΚΠολΔ) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικά.

Ενώ φαίνεται λοιπόν, ότι η νομολογία πράγματι αντιμετωπίζει τις παρούσες ζημίες και τις μέλλουσες ως μία ενότητα στην οποία αντιστοιχεί μία αξίωση, και αρκεί για την υπαγωγή της όλης ζημίας στην εικοσαετή παραγραφή, η βεβαίωση μέρους αυτής με τελεσίδικη απόφαση, εντούτοις η νομολογία εισάγει μία εισάγει μία αρνητική προϋπόθεση: για να υπαχθεί στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρ. 268 εδ. α’ ΑΚ και εκείνο το μέρος της αξίωσης, το οποίο, αν και ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση, έχει βεβαιωθεί παρεμπιπτόντως με δύναμη δεδικασμένου, θα πρέπει η «αξίωση» αυτή να μην έχει υποπέσει μέχρι της τελεσιδικίας στην βραχύχρονη πενταετή παραγραφή. Έχει κριθεί συγκεκριμένα, ότι η νέα αυτή εικοσαετής παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξιώσεως, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή.

Όμως, το άρθρο 268 εδ. α’ ΑΚ που υπαγάγει την αξίωση, η οποία βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση στην εικοσαετή παραγραφή, όχι μόνον δεν τάσσει ως προϋπόθεση την έκδοση της απόφασης αυτής εντός πενταετίας, αλλά ορίζει μάλιστα, ότι η υπαγωγή στη συγκεκριμένη παραγραφή θα γίνει ακόμη και αν η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή. Διότι για τον νομοθέτη η βεβαίωση του βιοτικού συμβάντος με τελεσίδικη απόφαση αίρει τις αμφιβολίες των κοινωνών του δικαίου ως προς αυτό και γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να μην παράγει τις συνέπειές του τελικώς σε μεγάλη διαδρομή του χρόνου. Τονίζουμε δε, ότι κατά την ίδια δικαστική κρίση, εδώ, το βιοτικό συμβάν παρίσταται ως μία ενότητα, η οποία υπάγεται ενιαίως στην παραγραφή.

Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τη νομολογία,  η ανωτέρω προϋπόθεση επιβάλλεται από το συνδυασμό συγκεκριμένων διατάξεων.

Καταρχήν, όπως αναφέρεται στις σχετικές αποφάσεις, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 261 εδ. α’ ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία.

Περαιτέρω, γίνεται επίκληση του άρθρ. 272 ΑΚ που ορίζει, ότι με τη συμπλήρωση της παραγραφής ο οφειλέτης δικαιούται να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής, και επομένως με τη συμπλήρωση της παραγραφής οφειλέτης έχει κεκτημένο δικαίωμα έναντι του δανειστού για άρνηση της παροχής προς αυτόν. Κατά τις σχετικές αποφάσεις, εφόσον κατά το μεταγενέστερο μέρος της η αξίωση δεν είχε καταστεί επίδικη, το δεδικασμένο που παρήχθη δεν μπορεί να αποκλείσει το δικαίωμα του οφειλέτη να αποκρούσει την αξίωση κατά το μη προβληθέν με την αρχική αγωγή μέρος της ως παραγγεγραμμένη, εφόσον τέτοια συνέπεια δεν προβλέπεται από το άρθρ. 268 ΑΚ.   Όμως η επίκληση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει επαρκώς την ανωτέρω θέση της νομολογίας, διότι το ζητούμενο εδώ  προβάλλεται τελικά ως επιχείρημα· και το ζητούμενο είναι αυτό ακριβώς, εάν ο οφειλέτης μπορεί να αποκρούσει ως παραγγεγραμμένο το μη προβληθέν μέρος της αξίωσης, το οποίο ωστόσο, κατά την θέση της ίδιας νομολογίας, συνιστά μία ενότητα υποκείμενη σε ενιαία παραγραφή.

Επίσης, κατά τη νομολογία η άποψη ότι η έναρξη εικοσαετούς παραγραφής κατά το άρθρο 268 ΑΚ προϋποθέτει τη μη συμπλήρωση της αρχικής, συντομότερης παραγραφής μέχρι την τελεσιδικία, ενισχύεται και από το γεγονός, ότι ο νομοθέτης του ΑΚ, εντάσσοντας τη συγκεκριμένη διάταξη μεταξύ των ρυθμιζομένων «τρόπων διακοπής» της παραγραφής (άρθρ. 260-269) αποδίδει στην τελεσίδικη βεβαίωση την έννοια υπό την οποία λαμβάνει την «διακοπή» της παραγραφής, ήτοι της παύσεως της διαδρομής αυτής πριν από τη συμπλήρωση του κατά νόμο χρόνου της. Με την απόπειρα της συγκεκριμένης συστηματικής ερμηνείας από τη νομολογία, προφανώς εννοείται, ότι η διάταξη αυτή του άρθρ. 268, αναφορικά με το μεταγενέστερο μέρος  της αξίωσης ως προς το οποίο δεν είχε καταστεί επίδικη, επιφέρει απλώς τη διακοπή της παραγραφής του συγκεκριμένου μέρους, εφόσον δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη η πενταετής παραγραφή ως προς αυτό· συνεπώς ως προς αυτό ισχύει αυτοτελής παραγραφή. Όμως, όπως έχει ειδικώς επισημανθεί, η 268 εδ. α’ ΑΚ επεκτείνει χρονικά αλλά δεν διευρύνει κατ’ έκταση την κατ΄ άρθρ. 261 ΑΚ διακοπτική της παραγραφής ενέργεια της άσκησης αγωγής.

γ. Η θέση της μειοψηφίας στην ΟλΑΠ 23/1994

Επειδή για το γόνιμο επιστημονικό διάλογο είναι χρήσιμη κάθε τεκμηριωμένη άποψη, η διαφορετική κρίση ορισμένων Αεροπαγιτών στην ΟλΑΠ 23/1994 για το ανωτέρω ζήτημα είναι πολύτιμη, και θα πρέπει και αυτή να εκτεθεί.

Σύμφωνα λοιπόν με την γνώμη της μειοψηφίας «από τις διατάξεις των άρθρων 247, 251, 268, 272 και 276 ΑΚ προκύπτει ότι μόνη η διαδρομή του ορισμένου από το νόμο χρόνου για τη συμπλήρωση της παραγραφής δεν επιφέρει απόσβεση της αξιώσεως, αλλά παρέχει στον οφειλέτη το διαπλαστικής φύσεως δικαίωμα να επιφέρει με δήλωσή του την απόσβεση. Μέχρις ότου ασκηθεί το δικαίωμα αυτό η αξίωση υπάρχει και αγώγιμη, δύναται δηλαδή να ασκηθεί δικαστικώς και εξωδίκως. Βαρύνεται απλώς με ένα ελάττωμα, που από μόνο του δεν έχει καμία έννομη συνέπεια. Για να επιφέρει έννομες συνέπειες (ήτοι την απόσβεση της αξίωσης) απαιτείται και ένα επί πλέον στοιχείο, μέλλον και αβέβαιο: Δήλωση βουλήσεως από τον οφειλέτη, ότι προτείνει την παραγραφή. Αν κατά το στάδιο αυτό, μετά δηλαδή τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής και πριν ασκήσει ο οφειλέτης το σχετικό διαπλαστικό δικαίωμά του, χωρήσει, έστω και εν αγνοία της παραγραφής, αναγνώριση της αξιώσεως από τα μέρη, η αξίωση αποκαθαίρεται. Παύει να βαρύνεται με το ελάττωμα και συνεπώς οποιαδήποτε μεταγενέστερη δήλωση του οφειλέτη, ότι προτείνει την παραγραφή, είναι άνευ σημασίας. Το εκτεθέν αποτέλεσμα της αναγνωριστικής σύμβασης προβλέπεται ρητώς στο άρθρ. 272 ΑΚ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 268 ΑΚ, 70, 321 επ. ΚΠολΔ και 20 του Συντάγματος, η επερχόμενη με την τελεσίδικη δικαστική απόφαση αυθεντική αναγνώριση του δικαιώματος δεν μπορεί να έχει μεταξύ των διαδίκων λιγότερο έννομα αποτελέσματα από όσα θα είχε σχετική αναγνωριστική σύμβαση. Αλλιώς η παρεχόμενη από το κράτος έννομη προστασία δεν θα ήταν πλήρης και αποτελεσματική και δεν θα συμβιβαζόταν με την έννοια του κράτους δικαίου. Αν ο οφειλέτης αρνείται να αναγνωρίσει το δικαίωμα, οφείλει η πολιτεία, βάσει του άρθρου 20 του Συντάγματος να θεσπίσει μία διαδικασία, που θα μπορεί να οδηγήσει σε αναγνώριση του δικαιώματος, ίσης τουλάχιστον εμβέλειας με την εκούσια εκ μέρους του οφειλέτη αναγνώριση. Αυτή δε ακριβώς την υποχρέωση της πολιτείας εκπληρώνουν οι προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις λοιπές διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. Συνεπώς, εφόσον κατά το χρονικό σημείο που επέρχεται η τελεσιδικία, δεν έχει ακόμη ασκηθεί από τον οφειλέτη το διαπλαστικό δικαίωμά του περί παραγραφής της αξιώσεως, δεν υπάρχει πλέον στάδιο να ασκηθεί. Η αξίωση δεν βαρύνεται πια με κανένα ελάττωμα από την προηγούμενη μακρόχρονη αδράνεια του δικαιούχου, υπόκειται δε εφεξής σε μία και μόνο παραγραφή, την του άρθρου 268 ΑΚ, που είναι εικοσαετής. Εξάλλου η έκταση της αναγνωρίσεως του δικαιώματος προσδιορίζει και την έκταση των αξιώσεων που υπόκεινται εφεξής σε εικοσαετή παραγραφή (άρθρ. 268 ΑΚ). Κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στο προδικαστικό ζήτημα, εφόσον υπήρχε καθ` ύλη αρμοδιότητα του δικαστήριο. Συνεπώς, επί ασκήσεως συγκεκριμένης αξιώσεως από την έννομη σχέση (αδικοπραξία) η αυθεντική αναγνώριση αφορά το σύνολο της έννομης σχέσης και άρα για όσες επί μέρους αξιώσεως δεν είχε προταθεί η πενταετής παραγραφή, ισχύει εφεξής η εικοσαετής παραγραφή του άρθρου 268 ΑΚ.».

Η άποψη της μειοψηφίας, αν και δέχεται, ότι  τελεσίδικη αναγνώρισης μέρους της αξίωσης, θα υπαγάγει στην εικοσαετή παραγραφή όχι μόνον αυτή, αλλά και τις μη ασκηθείσες ακόμη αξιώσεις, καταλήγει στο συμπέρασμα αυτό με σκέψεις που προβληματίζουν. Κατά την άποψη λοιπόν της μειοψηφίας εφόσον ο οφειλέτης μέχρι το χρόνο που επέρχεται η τελεσιδικία δεν έχει ακόμη προτείνει την παραγραφή της αξίωσης του δανειστή, τότε η αξίωση θα υπόκειται πλέον στην εικοσαετή παραγραφή.  Όμως εδώ τίθεται το εξής ζήτημα: εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι μόνον το συγκεκριμένο μέρος της αξίωσης για το οποίο ασκήθηκε η αγωγή, και συνιστά την ιστορική της βάση, ενώ ως προς το μεταγενέστερο η αξίωση δεν έχει ακόμη  καταστεί επίδικη, πώς μπορεί ως προς το τελευταίο να ασκηθεί το διαπλαστικό δικαίωμα της παραγραφής από τον οφειλέτη ;  Και επιπλέον πώς θα μπορούσε ο οφειλέτης να προβάλει την παραγραφή εντός της πενταετίας, κατά το χρόνο δηλαδή που η αξίωση δεν είναι ακόμη παραγγεγραμμένη  ;

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ανωτέρω εκτέθηκε πώς η νομολογία αντιμετωπίζει την παραγραφή αναφορικά με τις μέλλουσες ζημίες και τα ζητήματα που γεννώνται από την κρίση της. ΄Εχει ορθώς υποστηριχτεί, ότι δεν μπορεί η ενότητα όλων εν γένει των επιζήμιων αποτελεσμάτων, πλην  εκείνων που θα χαρακτηριστούν απρόβλεπτες, να υπάγεται στην παραγραφή ενιαίως, και υπό τον όρο που θέτει η νομολογία (επέλευση τελεσιδικίας προ της συμπληρώσεως της πενταετούς παραγραφής για την μερικότερη αξίωση). Διότι, όταν αναφερόμαστε σε σωματική βλάβη, οι σχετικές «ζημίες» γενικώς είναι καταρχήν γνωστές και προβλέψιμες, ωστόσο η ακριβής έκτασή τους και ποιότητά τους δεν μπορεί με ασφάλεια να προβλεφθεί ήδη από το χρόνο του ατυχήματος (ο χρόνος αυτός συμπίπτει κατά κανόνα με το χρόνο γνώσης της ζημίας), ώστε να εκτεθεί στο δικόγραφο της αγωγής κατά τον τρόπο που επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 118 και 216 ΚΠολΔ. Επομένως ως «γνώση της ζημίας» κατά το άρθρ. 937 ΑΚ προτείνεται να θεωρηθεί η θετική γνώση του ακριβούς περιεχομένου της και της ατομικής της συνέπειας, ώστε να μπορεί να υπολογιστεί η αντίστοιχη αποζημίωση για την αποκατάστασή της. Από το χρονικό σημείο που αυτά θα καταστούν γνωστά, από τότε θα πρέπει να ξεκινά η παραγραφή.    

Η συγκεκριμένη κρίση, όπως διατυπώνεται στη σχετική νομολογία, θα επισημάνουμε και πάλι, ότι είναι - ας μας επιτραπεί η έκφραση - αντιφατική: από τη μία προαναγέλλεται, ότι η αξίωση από την αδικοπραξία είναι μία για την όλη ζημία  και υπόκειται ενιαίως  στην πενταετή παραγραφή, και από την άλλη προκύπτει, ότι οι αξιώσεις από την αδικοπραξία διακρίνονται σε αυτές που προβάλλονται με την αγωγή, και σε αυτές, που, αν δεν προβληθούν εγκαίρως, θα θεωρηθούν παραγγεγραμμένες. Η εξάρτηση δε της υπαγωγής και των μη προβεβλημένων αξιώσεων στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρ. 268 εδ. α’ ΑΚ από το χρόνο που θα βεβαιωθούν τελεσίδικα οι πρώτες, συνδέει τελικώς την υπαγωγή αυτή με ένα τυχαίο ως προς τον δικαιούχο γεγονός: αυτό της δημοσίευσης της τελεσίδικης απόφασης. Από το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αυτής και όχι από την επιμέλεια του δικαιούχου, εξαρτάται, εάν και οι μη προβεβλημένες αξιώσεις θα υπαχθούν στην εικοσαετή παραγραφή ή θα θεωρηθούν παραγγεγραμμένες. Ενώ δηλαδή οι μη προβεβλημένες αξιώσεις υπόκεινται καταρχήν στην πενταετή παραγραφή, είναι ενδεχόμενο (!) να υπαχθούν στην εικοσαετή παραγραφή – το εάν όμως θα υπαχθούν ή όχι στην παραγραφή αυτή, είναι ζήτημα, που εξαρτάται τελικά από το πότε θα περατωθεί μία άλλη δίκη, επί «άλλων» αξιώσεων !!!

Η κρίση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να κριθεί σε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι η μεν πενταετής παραγραφή επιμηκύνθηκε σε εικοσαετή, ενώ η διετής παραγραφή κατά του ασφαλιστή παρέμεινε τέτοια, διότι η τελεσίδικη απόφαση δημοσιεύτηκε μετά τη διετία, αλλά πριν την πενταετία !   

Η προσέγγιση του ζητήματος της παραγραφής αναφορικά με τις μέλλουσες αξιώσεις (εξακολουθητικές ζημίες), χάριν της ασφάλειας του δικαίου, οφείλει να είναι απλή και σύμφωνη με την παραδοχή, ότι η ζημία είναι μία, ενιαία, και απλώς εξειδικεύεται στις ασκούμενες αγωγές. Εφόσον λοιπόν έχει ήδη κριθεί, ότι, αφότου εκδηλώνεται το ζημιογόνο γεγονός γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, θετική ή αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και ότι στην παραγραφή υπάγονται όλες οι ζημίες ενιαίως, τότε θα πρέπει να δεχθούμε, ότι οι μη προβεβλημένες ακόμη αξιώσεις, ακόμη και αν δεν έχουν εξειδικευθεί με αγωγή, δεν θα υπαχθούν αυτοτελώς στην παραγραφή, ώστε να θεωρούνται παραγγεγραμμένες, στην περίπτωση που η τελεσίδικη απόφαση για τις πρώτες δημοσιευτεί μετά την πενταετία, αλλά θα θεωρείται και γι’ αυτές, ότι η διακοπή έχει παραγραφεί με την άσκηση της πρώτης αγωγής.  Εάν από την άλλη θεωρήσουμε, ότι οι μη προβεβλημένες ακόμη μερικότερες αξιώσεις υποκύπτουν αυτοτελώς στην παραγραφή, τότε θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι ο χρόνος έναρξης  γι΄αυτές  θα συμπίπτει με το χρόνο που ο δικαιούχος λαμβάνει γνώση των στοιχείων που του δίνουν τη δυνατότητα να εκθέσει την επιμέρους ζημία με σαφήνεια και πληρότητα, σύμφωνα με τα   άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ, και κυρίως να μπορεί να ορίσει οικονομικώς την αξίωσή του, χωρίς να αρκεί η γνώση της εν γένει βλάβης. Διότι, κατά την κοινή λογική, ο δικαιούχος δεν προβαίνει στην διεκδίκηση της αξίωσής του, τότε μόνον, όταν δεν γνωρίζει ο ίδιος τη ζημία του κατά τα ειδικότερα στοιχεία της. Ως γνώση επομένως της ζημίας κατά το άρθρ. 937 ΑΚ, θα πρέπει να θεωρείται, όχι απλώς μία γνώση γενικώς και αφηρημένως των συνεπειών της ζημιογόνας πράξης, αλλά η γνώση της συγκεκριμένης συνέπειας-ζημίας, ώστε να θεμελιώνεται βάσιμα το αντίστοιχο αίτημα της αγωγής του δικαιούχου και να διαμορφώνεται και το οικονομικό αίτημα της αποζημίωσης.

Βλ. ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΔΑΚΟΡΩΝΙΑ, «Θέματα από την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής σε περίπτωση βεβαίωσης της αξίωσης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση κατ’ ΑΚ 268 εδ. α’» σε ΧρΙδΔ 2007.104.

[2] ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, ΕρμΑΚ  άρθρ. 268 σελ. 470 αρ. 2.

ΑΠ 30/1987 ΔΙΚΗ 1988.381.

ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π. παρ. σελ. 470 αρ. 4.

ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π. άρθρ. 937 αρ. 18, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, σελ. 648 αρ. 102, Π. ΚΟΡΝΗΛΑΚΗΣ, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, 2002, σελ. 657, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ, Αποζημίωση, 2008, σελ. 516 αρ. 15.

Μεταξύ άλλων ΑΠ 2/2010  ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 118/2010  ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 1100/2005 ΕΣυγκΔ,  ΑΠ 377/2009 ΕλλΔνη 2010.388,  ΑΠ 117/2004 ΕΣυγκΔ,  ΑΠ 1372/2005 ΝοΒ 54.812, Ολ. ΑΠ 24/2003 ΧρΙδΔ 2003.703, Ολ.ΑΠ  40/1996 ΕλλΔνη 37.1534, Ολ.ΑΠ  23/1994 ΕλλΔνη 36.577 ,  Ολ.ΑΠ 4/1988 ΝοΒ 37.87, ΑΠ 514/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5390/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 868/2006 ΕΣυγκΔ, ΕφΘεσσ 2108/2002 ΕΣυγκΔ

ΑΠ (ΠΟΙΝ) 1197/2008 ΠΟΙΝ Δ/ΝΗ 2009.168

ΑΠ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ό.π., σελ. 648, αρ. 102

ΑΘ. ΚΡΗΤΙΚΟΥ ό.π. σελ. 516, αρ. 15, όπου και παραπομπή σε πλούσια σχετική νομολογία.

Βλ. ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΔΑΚΟΡΩΝΙΑ, ό.π. σελ. 107.

ΑΘ. ΚΡΗΤΙΚΟΥ ό.π.

Ολ. ΑΠ 24/2003 ΕλλΔνη 2003.949, ΑΠ 1024/2008 ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 544/2008 ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 377/2009 ΕλλΔνη 2010.388

ΑΠ 141/2009 ΕΣυγκΔ 2009.215, ΑΠ 521/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 395/1995 ΝοΒ 44.829,

ΑΠ 549/2002 ΕΣυγκΔ 2003.32,  ΕφΑθ 868/2006 ΕΣυγκΔ, ΕφΑθ 2970/2003 ΕΣυγκΔ 2007.418 και ΑΘ.          ΚΡΗΤΙΚΟΥ, ο.π. αρ. 268

[17] Βλ. τη σχετική νομολογία στην υποσ. 6.

ΑΠ ΟλΑΠ 24/2003, 23/1994, 38/1996

Βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ Ολ. 24/2003 και ΑΠ 377/2009 σε υποσ. 6

ΕΥΓΕΝΙΑ Γ. ΔΑΚΟΡΩΝΙΑ, ό.π. σελ. 111 και εκεί υποσημ. αρ. 60, όπου παραπομπή σε Κ. ΚΕΡΑΜΕΑ, Παρεμπίπτουσα αγωγή, δεδικασμένο και παραγραφή ως προς περαιτέρω ζημίες από καταστροφή δένδρων (γνμδ.), ΝοΒ 38.602 υπό ΙΙ.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Η αξίωση αποζημίωσης για τη μέλλουσα ζημία και η παραγραφή της,

ΝοΒ 42.1259

ΑΠ 117/2004 ΝοΒ 52.1542, βλ. και Ε. Γ. ΔΑΚΟΡΩΝΙΑ, ο.π. σελ. 110

(ΠΗΓΗ: WWW.ESD.GR - ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ) 
    
Δραστηριότητα Νομικά Θέματα Συνεργάτες Σύνδεσμοι Νέα
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Change Language
Πανελλαδικής Κυκλοφορίας Κέρκυρα Σέρρες Αμοργός Γόρτυνα Ηλιούπολη Κερατσίνι Δραπετσώνα Μεγαλόπολη Ορεστίδα Σαλαμίνα Φάρσαλα Ειδήσεις Ήπειρος Έβρος Λάρισα Χίος Αργιθέα Δράμα Ίος Κορωπί Μύκονος Πάτμος Σκόπελος Χερσόνησος Άρτα Καστοριά Σάμος Αμάρι Γεώργιος Καραϊσκάκης Ηγουμενίτσα Κέα Μαρκόπουλο Μεσογαίας Οιχαλία Ρήγας Φερραίος Φαιστός Ειδήσεις Θεσσαλία Εύβοια Λασίθι Αγαθονήσι Αριστοτέλης Δυτική Μάνη Ικαρία Κύθνος Μώλος Άγιος Κωνσταντίνος Παύλος Μελάς Σκύρος Ψαρά Αττικής νέα Βοιωτίας Κοζάνης Φλώρινας Αμφίπολη Δελφοί Θερμαϊκός Κιλκίς Μεταμόρφωση Παιονία Σέριφος Φούρνοι Κορσεών
Ειδήσεις Βόρειο Αιγαίο Γρεβενά Κορινθία Φωκίδα Ανδραβίδα Κυλλήνη Διόνυσος Θεσσαλονίκη Κοζάνη Μίνως Πεδιάδας Παλλήνη Σιθωνία Χαλάνδρι Εφημερίδες
Copyright © 2025 All rights reserved Ειδήσεις Βόρειο Αιγαίο Γρεβενά Κορινθία Φωκίδα Ανδραβίδα Κυλλήνη Διόνυσος Θεσσαλονίκη Κοζάνη Μίνως Πεδιάδας Παλλήνη Σιθωνία Χαλάνδρι Εφημερίδες developed and powered by WGR