Παραγραφή - Διαχρονικότητα Δικαίου -Επέκταση της 5ετους παραγραφής και για Τροχαία ατυχήματα προτης ενάρξεως ισχύος του Ν. 3557/2007 (14.5.2007)Όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου καθιερώνουν μακρότερη παραγραφή από την καθιερούμενη στο προϊσχύσαν δίκαιο, εφαρμογή έχει ο νεότερος νόμος και επί των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί πριν από την εισαγωγή του αλλά δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή τους κατ αυτήν και ότι στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται και ο διανυθείς κατά το προϊσχύσαν δίκαιο χρόνος.ΣΣ Συνεπώς η νέα οριζόμενη 5ετής παραγραφή καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις για τις οποίες, κατά τον χρόνο έναρξης του Ν.3557/2007 δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της εκ του άρθ. 10 παρ.2 του ΠΔ 237/1986 διετούς παραγραφής των αξιώσεων εκ τροχαίων ατυχημάτων κατ΄ασφαλιστούΑπόφ. ΑΠ 258/2002 (Z Πολιτικό Τμήμα)Πρόεδρος : Γεώργιος ΚάποςΕισηγητής : Στυλιανός ΠατεράκηςΜέλη : Γεώργιος Παπαδημητρίου - Κωνσταντίνος ΒαρδαβάκηΓεράσιμος ΣιμόπουλοςΔικηγόροι : Ιωάννης Βρέλλος - Αντώνιος Κλαδιάς (Πάρεδρος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους)Σχόλια & Παρατηρήσεις1) Παραγραφή κατ΄ΑσφαλιστούΌταν η παραγραφή έχει αρχίσει υπό το παλαιό δίκαιο και δεν έχει συμπληρωθεί κατά την έναρξη εφαρμογής του νέου δικαίου που επιμηκύνει την παραγραφή, τότε η τελευταία συνεχίζει υπό το νέο δίκαιο και συμπληρώνεται κατά τους ορισμούς του νέου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για απαγορευμένη γνήσια αναδρομή σύμφωνα με το άρθρο 2 ΑΚ, αλλά για επιτρεπτή μη γνήσια, σύμφωνα με το άρθρο 18 ΕισΝΑΚ.Συνεπώς η νέα οριζόμενη 5ετής παραγραφή καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις για τις οποίες, κατά τον χρόνο έναρξης του Ν.3557/2007 δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της εκ του άρθ. 10 παρ.2 του ΠΔ 237/1986 διετούς παραγραφής των αξιώσεων εκ τροχαίων ατυχημάτων κατ΄ασφαλιστού. Μον.Πρ.Λαρ. 192/2010 ΕΣυγκΔ 2010/189, Μον.Πρ.Αθ. 3721/2010 (δημοσιευόμενη προσεχώς).Βλ. Σχετικώς και Άρθρο Ευθύμιου Καραϊσκου «Η Παραγραφή μετά τον Ν.3557/2007 - Θέματα Διαχρονικού Δικαίου» ΕΣυγκΔ 2010/146Κείμενο Απόφ. ΑΠ 258/2002ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟΑπό τις ρυθμίζουσες τα ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 18 Εισαγ.Ν ΑΚ οι οποίες εφαρμόζονται, κατ ανάλογη εφαρμογή, όχι μόνον μεταξύ των περί παραγραφής διατάξεων του ΑΚ και του προϊσχύσαντος τούτου δικαίου αλλά και επί κάθε άλλης διατάξεως νεότερου νόμου που ορίζει διάφορο χρόνο παραγραφής εκείνου του προϊσχύσαντος δικαίου, συνάγεται ότι, όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου καθιερώνουν μακρότερη παραγραφή από την καθιερούμενη στο προϊσχύσαν δίκαιο, εφαρμογήν έχει ο νεότερος νόμος και επί των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί πριν από την εισαγωγή του αλλά δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή τους κατ αυτήν και ότι στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται και ο διανυθείς κατά το προϊσχύσαν δίκαιο χρόνος. Δεν εφαρμόζεται δε η περί της υπαγωγής στην επιφέρουσα την ταχύτερη συμπλήρωση της παραγραφής διάταξη δευτέρα παράγραφος του προαναφερθέντος άρθρου 18 γιατί η παράγραφος αυτή προϋποθέτει για την εφαρμογή της, την καθιέρωση στο νεότερο νόμο βραχύτερης παραγραφής. Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 86 παρ. 3 εδαφ. η και θ του ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού» που ισχύει από 1 Ιανουαρίου 1996, ορίζει ότι χρηματική απαίτηση του Δημοσίου που αφορά σε απόδοση παρακρατηθέντων ή για λογαριασμό αυτού εισπραχθέντων φόρων, τελών και δικαιωμάτων παραγράφεται μετά 20 ετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στ οποίο έγινε η εν στενή έννοια βεβαίωση αυτής. Η διάταξη αυτή, κατ ανάλογη εφαρμογή της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 18 παρ. 1 του Εισ. Ν. Α.Κ., εφαρμόζεται και στις χρηματικές απαιτήσεις του Δημοσίου, οι οποίες γεννήθηκαν πριν από τη χρονολογία ενάρξεως της ισχύος του νόμου αυτού υπό την προϋπόθεση, ότι δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι τότε η προβλεπόμενη από το άρθρο 87 παρ. 3 του προϊσχύοντος ν.δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού»μικρότερη (δεκαετής) παραγραφή για τις ίδιες απαιτήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: Με επίσπευση της καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσας εκπλειστηριάσθηκε στις 25-4-1990 ενώπιον του συμβολαιογράφου Μιχαήλ Λεβέντη, που ορίσθηκε υπάλληλος του πλειστηριασμού, ένα ακίνητο του οφειλέτη Ιωάννη Κωστή. Στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναγγέλθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα το ανακόπτον και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 30-4-1990 αναγγελία του προϊσταμένου του ταμείου γενικών εσόδων Πειραιώς για ληξιπρόθεσμο ποσό από εισφορά ναυτολογίου 21.480.284 δρχ. και με την από 2-5-1990 αναγγελία του προϊσταμένου της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις ποσού 19.982.310 δρχ και 7.529, 42 δολλαρίων ΗΠΑ που αφορούσαν φόρους από την εκμετάλλευση των πλοίων «ΚΡΟΝΟΣ» και «ΜΕΛΠΩ». Η επισπεύδουσα και τώρα αναιρεσείουσα που είχε απαίτηση 24.405.209 δρχ. είχε εγγράψει στο παραπάνω ακίνητο του οφειλέτη υποθήκη για ποσό 13.000.000 δρχ. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος που επιτεύχθηκε για την ικανοποίηση του αναγγελθέντος δανειστού και της επισπεύδουσας συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως. Στον πίνακα αυτό, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως εκ δραχμών 940.000 που βάρυνε το πλειστηρίασμα κατέταξε για το εναπομένον ποσό πλειστηριάσματος των 48.790.000 δρχ. 1)προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον και δη τη ΔΟΥ Γενικών Εσόδων Πειραιώς για 14.061.989 δρχ. και τη ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς για 12.535.033 δρχ. 2)την επισπεύδουσα αναιρεσείουσα προνομιακά και οριστικά για 13.000.000 δρχ. Στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος από δραχμές 9.192.978 κατέταξε συμμέτρως τις παραπάνω απαιτήσεις των διαδίκων και δη τη ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς για 5.020.000 δρχ., τη ΔΟΥ Γενικών Εσόδων Πειραιώς για 1.645.000 δρχ. και την αναιρεσείουσα για 2.527.978 δραχμές. Στις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου που δεν κατετάγησαν στον πίνακα και για τις οποίες το ήδη αναιρεσίβλητο άσκησε ανακοπή κατ αυτού, περιλαμβάνονται και απαιτήσεις του για απόδοση παρακρατηθέντος φόρου επί των αμοιβών των πληρωμάτων ύψους 7.687.185 δραχμών που βεβαιώθηκαν στο Δημόσιο Ταμείο στις 25-6-1985, αναγγέλθηκε δε γιαυτές το ήδη αναιρεσίβλητο με την από 2-5-1990 αναγγελία αυτού στον υπάλληλο επί του πλειστηριασμού. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι την 3-5-1990 διακόπηκε με την αναγγελία ( άρθρο 264 ΑΚ) η δεκαετής παραγραφή του καταλαμβάνοντος τότε την παραγραφή της απαιτήσεως αυτής άρθρου 87 παρ. 3 του ν.δ. 321/1969, από του χρόνου δε αυτού και μέχρι την 1-1-1996, που άρχισε η ισχύς του άρθρου 86 παρ. 3 περιπτ. η και θ του ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού», με το οποίο προβλέπεται εικοσαετής παραγραφή για τις απαιτήσεις αυτές, δεν είχε συμπληρωθεί η δεκαετής παραγραφή του προηγούμενου δικαίου (87 παρ. 3 του ν.δ 321/1969), εντεύθεν δε στην παραπάνω απαίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου εφαρμόζεται η 20ετής παραγραφή του νέου νόμου, η οποία δεν συμπληρώθηκε «από 3-5-1990 μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως (23-5-2000) « και για το λόγο αυτό απέρριψε την ένσταση παραγραφής της καθής η ανακοπή. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 86 παρ. 3 εδαφ. η και θ του ν. 2365/1995 η οποία στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται, κατ ανάλογη εφαρμογή της διαχρονικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 18 Εισαγ. Ν.ΑΚ και, παρά το ότι ο κατά την εισαγωγή του νέου δικαίου (1-1-1996) υπολειπόμενος χρόνος για τη συμπλήρωση της δεκαετούς παραγραφής του προηγουμένου δικαίου ( 1990+10=2000) είναι μικρότερος από τον υπολειπόμενο για τη συμπλήρωση της 20ετούς παραγραφής του νέου δικαίου (1990+ 20=2010), δεν συμπληρώνεται η παραγραφή με την πάροδο της δεκαετίας του προηγουμένου δικαίου κατά τη δεύτερη παράγραφο του άρθρο 18 του Εισ. Ν.Α.Κ., εφόσον ο χρόνος παραγραφής του νέου νόμου είναι μακρότερος και όχι συντομότερος έναντι του προηγουμένου νόμου. Ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίον προβάλλεται αιτίαση εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.Η ηττώμενη αναιρεσείουσα, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, μειωμένη κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την 134423/ 8-12-1992 (ΦΕΚ 11/1993 τευχ. Β)απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 (ΦΕΚ Α 170/31-3-1988). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΑπορρίπτει την από 11 Σεπτεμβρίου 2001 αίτηση της εδρεύουσας στην Ονδούρα ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία « ALFA SHIPPNG CO SDERL» για αναίρεση της 4031/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα τριών (293) Ευρώ.Κρίθηκε  |