Εισήγηση Γεωργίου Αμπατζή Τ. Δικηγόρου Πατρών από Συνέδριο της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου την οποία και ευχαριστούμεΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΟΤΗΤΑΣΟΙ ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 864/2007 (ΡΩΜΗ ΙΙ)Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗΟι νομικοί της πράξης, δικηγόροι και δικαστές, που θα κληθούν να χειριστούν υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων τα οποία παρουσιάζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, θα αντιμετωπίσουν ένα εντελώς νέο νομοθετικό καθεστώς ως προς το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο επί των ατυχημάτων αυτών. Και αυτό γιατί από τις 11 Ιανουαρίου 2009άρχισε να εφαρμόζεται και στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της Δανίας, ο Κανονισμός 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)1 .Με τον Κανονισμό αυτόν ο κοινοτικός νομοθέτης ορίζει ότι επί των εξωσυμβατικών ενοχώντο εφαρμοστέο δίκαιο δεν θα είναι πλέον το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα (lex loci delicti commissi), του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά κατ’αρχήν το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η άμεση ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή των χωρών στις οποίες το γεγονός αυτό παράγει έμμεσα αποτελέσματα (άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού). Με τη ρύθμιση αυτή επέρχεται μία ριζοσπαστική καινοτομία και εγκαταλείπεται η αρχή “lex loci delicti commissi”, η οποία εφαρμοζόταν κατά τρόπο πάγιο μέχρι σήμερα από το σύνολο σχεδόν των κρατών-μελών, όπως τονίζεται και στην παράγραφο 15 του προοιμίου εκτιμήσεων του εν λόγω Κανονισμού.ΙΙ. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗΤη βάση για τη σημερινή εξέλιξη αποτέλεσε το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αναφέρεται και στη σχετική πρόταση της Επιτροπής. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή η Ένωση έχει ως στόχο την διαμόρφωσή της σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπωνκαι στον οποίο οι πολίτες θα μπορούν να επικαλούνται τα δικαιώματά τους ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών όλων των κρατών μελών με την ίδια ευχέρεια που θα το έπρατταν στην δική τους χώρα.Για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν αναγκαίο να διασφαλισθεί η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται από τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους από τα υπόλοιπα κράτη μέλη. Πράγματι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά την σύνοδό του στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999 καθιέρωσε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων ως ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας που θα εγκαθιδρυθεί στην Ένωση2. Ακολούθησε ο Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου3, γνωστός ως «Βρυξέλλες Ι», με το άρθρο 33 παρ. 1 του οποίου καθιερώθηκε η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος της Ένωσης από τα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασίακαι μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης της απόφασης προβλέπεται ειδική διαδικασία για την αναγνώρισή της. Όμως τα όργανα της Ένωσης έκριναν ότι μόνη η αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων από τα λοιπά κράτη μέλη και χωρίς καμία ιδιαίτερη διαδικασία δεν αρκεί για να διασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μέτρο αυτό θα έπρεπε να συνοδευτεί και από την εναρμόνισητων κανόνων σύγκρουσης νόμων των κρατών μελών. Τέτοιοι κανόνες είναι εκείνοι με βάση τους οποίους προσδιορίζεται το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο σε μία ενοχή, δηλαδή οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά έχει γραφεί οι δύο πάρα πάνω αρχές, δηλαδή της αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και της εναρμόνισης των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών, πηγαίνουν μαζί «χέρι-χέρι»4.ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣΤόσο στην πρόταση που υποβλήθηκε από την Επιτροπή όσο και στο προοίμιο εκτιμήσεων του Κανονισμού αναπτύσσεται η επιχειρηματολογία για την ανάγκη που επέβαλε την αντικατάσταση της πάγια διαμορφωμένης και σχεδόν καθολικά ισχύουσας στα κράτη μέλη αρχής της lex loci delicti commissi επί των εξωσυμβατικών ενοχών από την αρχή της lexlocidamni, δηλαδή του τόπου όπου επήλθε η άμεση ζημία5. Σύμφωνα με τις απόψεις που περιέχονται στα δύο πάρα πάνω κείμενα οι νομοθετικές ρυθμίσεις των κρατών μελών που ίσχυαν μέχρι σήμερα υιοθετούν πράγματι στο σύνολό τους σχεδόν επί των εξωσυμβατικών ενοχών την αρχή lex loci delicti commissi, πλην όμως η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται πάντα με τον ίδιο τρόποσε περίπτωση διασποράςτων στοιχείων της υπόθεσης σε περισσότερες χώρες. Τέτοια διασπορά υπάρχει στην περίπτωση των «σύνθετων» αδικημάτων, όταν δηλαδή το γενεσιουργό της ευθύνης γεγονός βρίσκεται σε άλλο κράτος από εκείνο στο οποίο επέρχεται η ζημία. Κλασσικό παράδειγμα τέτοιας διασποράςπαρουσιάζεται π.χ. στην περίπτωση εκείνου ο οποίος τραυματίζεται σε τροχαίο ατύχημα που συμβαίνει στην αλλοδαπή και οι ζημιογόνες γι’αυτόν συνέπειες της σωματικής του βλάβης επέρχονται στη χώρα της κατοικίας του, στην οποία επιστρέφει για νοσηλεία ή για περαιτέρω νοσηλεία. Οι παραλλαγές μεταξύ των εθνικών δικαίων όσον αφορά την συγκεκριμενοποίηση του κανόνα lex loci delicti commissi σε περίπτωση εξωσυμβατικών ενοχών διασυνοριακού χαρακτήρα εντοπίζονται κυρίως στην οριοθέτηση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής ευθύνης, στην αποζημίωση των έμμεσων ζημιών ή των ζημιών που υφίστανται τρίτοι, στην αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, στις προϋποθέσεις της ευθύνης ανηλίκων και στις προθεσμίες της παραγραφής.Στην πρόταση της Επιτροπής αναφέρεται περαιτέρω ότι με βάση την ισχύουσα μέχρι τότε αρχή της lex loci delicti commissi, όπως αυτή έχει διαπλασθεί από τη νομολογία του ΔΕΚ, ο ενάγων έχει τη δυνατότητα να εναγάγει τον ευθυνόμενο σε αποζημίωση είτε στον τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός είτε στον τόπο όπου επήλθε η ζημία.Έτσι δημιουργείται ο κίνδυνος πολυδιάσπασης τουforum, δεδομένου ότι ο ενάγων έχει το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων δικαίων και με τον τρόπο αυτό υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας forum shopping. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι η δυνατότητα εμπλοκής κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περισσοτέρων της μίας εννόμων τάξεων και επομένως και η ανασφάλεια δικαίου. Ο κίνδυνος όμως αυτός αίρεται, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, με την θεσμοθέτηση της ενιαίας ρύθμισης που γίνεται με τον Κανονισμό και η οποία ομογενοποιεί τους κανόνες σύγκρουσης νόμωντων κρατών μελών όσον αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές. Μετά τη ρύθμιση αυτή οι διάδικοι θα μπορούν πλέον να προσδιορίζουν εκ των προτέρων και με εύλογη βεβαιότητα τον εφαρμοστέο κανόνα σε μία συγκεκριμένη έννομη σχέση.Η ασφάλεια αυτή του δικαίου ενισχύεται, κατά την πρόταση, και από την ενιαία ερμηνεία των ομοιόμορφων αυτών κανόνων που θα γίνει από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τονίζεται επίσης ότι με τις νέες ρυθμίσεις διευκολύνεται και η εξωδικαστική επίλυση των διαφορών,αφού η γνώση του εφαρμοστέου δικαίου σε μία εξωσυμβατική σχέση παρέχει σαφή εικόνα στους διαδίκους, η οποία μπορεί να τους οδηγήσει ευκολότερα σε αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης. Με τον τρόπο αυτό ευνοείται και η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, που αποτελεί και έναν από τους βασικούς στόχους της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση6.Η πάρα πάνω εναρμόνιση που επιτυγχάνεται με τον κανονισμό αφορά μόνο τους κανόνες σύγκρουσης νόμων των κρατών μελών και όχι τους κανόνεςουσιαστικού δικαίου αυτών,εγχείρημα το οποίο διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί να πραγματωθεί στο άμεσο μέλλον.IV. Η ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΑπό νομοτεχνική άποψη ο κανονισμός διαρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 3, στα οποία καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του και τονίζεται ο οικουμενικός χαρακτήρας αυτών. Στο δεύτερο κεφάλαιο (άρθρα 4 έως 9) περιλαμβάνονται οι ουσιαστικές ρυθμίσεις του νομοθετήματος. Από την άποψη των τροχαίων ατυχημάτων ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 4, στο οποίο εμπεριέχεται η βασικότερη ρύθμιση του προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, ενώ τα υπόλοιπα άρθρα περιλαμβάνουν διατάξεις ξένες προς το τροχαίο ατύχημα (π.χ. διατάξεις για το εφαρμοστέο δίκαιο επί του αθέμιτου ανταγωνισμού, της περιβαλλοντικής ζημίας κλπ.). Το τρίτο κεφάλαιο, που περιλαμβάνει τα άρθρα 10 έως 13 περιέχει επίσης διατάξεις οι οποίες δεν αφορούν το τροχαίο ατύχημα, αλλά προσδιορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικών ενοχών οι οποίες απορρέουν από αδικαιολόγητο πλουτισμό, από πράξη διοίκησης αλλοτρίων χωρίς εντολή και από την ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις (Culpa in contrahendo). Το τέταρτο κεφάλαιο περιλαμβάνει μόνο ένα άρθρο (άρθρο 14) με το οποίο καθιερώνεται η δυνατότητα των μερών να επιλέξουν το δίκαιο που θα εφαρμοστεί στην εξωσυμβατική ενοχή. Το πέμπτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τα άρθρα 15 έως 22, αποτελεί το «Γενικό Μέρος» του Κανονισμού και περιέχει πολύ σημαντικές για το τροχαίο ατύχημα διατάξεις,όπως είναι ο προσδιορισμός των στοιχείων της εξωσυμβατικής ενοχής που διέπονται από το εφαρμοστέο βάσει του Κανονισμού δίκαιο, το εφαρμοστέο δίκαιο επί των ζητημάτων της υποκατάστασης και της παθητικής και εις ολόκληρο ενοχής όπως επίσης και της ευθείας αγωγής κατά του ασφαλιστή του υποχρέου σε αποζημίωση. Το έκτο κεφάλαιο περιέχει μερικές επίσης σημαντικές για το τροχαίο ατύχημα διατάξεις (άρθρα 23 έως 28), όπως είναι ο αποκλεισμός της αναπαραπομπής, η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης και ο εννοιολογικός προσδιορισμός της συνήθους διαμονής των νομικών και των φυσικών προσώπων. Το έβδομο κεφάλαιο τέλος περιέχει τις τελικές διατάξεις, οι σπουδαιότερες από τις οποίες αναφέρονται στον χρόνο εφαρμογής του Κανονισμού.V. ΟΙ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΜε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 προσδιορίζεται το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ότι «ο παρών Κανονισμός εφαρμόζεται στις εξωσυμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου, σε περίπτωση που περιλαμβάνουν σύγκρουση δικαίων. Δεν εφαρμόζεται ιδίωςσε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ούτε στην ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας («actajureimperii»). Από τη διατύπωση αυτής της διάταξης προκύπτει με σαφήνεια ότι το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού προσδιορίζεται και οριοθετείται από τα ακόλουθα δύο στοιχεία: 1) Πρέπει να υπάρχει κατ’αρχήν εξωσυμβατική ενοχήτου αστικού ή του εμπορικού δικαίου και 2) στις ενοχές αυτές να ενυπάρχει το στοιχείο της σύγκρουσης δικαίων.Η έννοια της εξωσυμβατικής ενοχής δεν προσδιορίζεται στον Κανονισμό και χρειάζεται επομένως ιδιαίτερη ερμηνευτική προσέγγιση. Τόσο στο προοίμιο εκτιμήσεων του Κανονισμού (αριθ. 11) όσο και στην πρόταση της Επιτροπής (αριθ. 1.2.) τονίζεται ότι η έννοια της εξωσυμβατικής ενοχής ποικίλλει σε διάφορα κράτη μέλη. Επομένως και για τους σκοπούς του Κανονισμού οι εξωσυμβατικές ενοχές πρέπει να νοηθούν ως αυτοτελής έννοια,το περιεχόμενο της οποίας αφέθηκε να προσδιοριστεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Δεδομένου ότι η έννοια αυτή εμπεριέχεται τόσο στη σύμβαση της Ρώμης όσο και στον Κανονισμό «Βρυξέλλες Ι», δηλαδή τον Κανονισμό 44/2001 (άρθρο 5 παρ. 3), το ΔΕΚ έχει ήδη διαμορφώσει την ακόλουθη νομολογιακή θέση για τον προσδιορισμό αυτής της έννοιας: Στις εξωσυμβατικές ενοχές περιλαμβάνονται κατ’αρχήν εκείνες που ως γενεσιουργό γεγονός έχουν την αδικοπραξία. Παράλληλα όμως στην έννοια αυτή εμπίπτουν και οι αξιώσεις οι οποίες απορρέουν από «οιονεί αδικοπραξία» και περιλαμβάνουν κυρίως τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τη διοίκηση αλλοτρίων και την προσυμβατική ευθύνη. Άλλωστε το πλάτος της έννοιας της εξωσυμβατικής ενοχής, όπως αυτή προσδιορίζεται πάρα πάνω, ρητά καθορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Κανονισμού. Επομένως από τις διατάξεις του Κανονισμού ρυθμίζεται και το εφαρμοστέο δίκαιο επί τροχαίων ατυχημάτων, τα οποία ως γενεσιουργό αιτία έχουν την αδικοπρακτική συμπεριφορά εκείνου ο οποίος προκάλεσε τη ζημία.Η αδικοπραξία εξάλλου περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη αντίκειται σε κείμενη διάταξη, δηλαδή είναι παράνομη, ανεξάρτητα αν αυτή θεμελιώνεται σε υποκειμενική (άρθρο 914 κ.επ. του ΑΚ) ή σε αντικειμενική ευθύνη του υποχρέου, όπως π.χ. στο νόμο ΓπΝ/1911. Στην ελληνική βιβλιογραφία και τη νομολογία υιοθετείται η πάγια θέση ότι η «αδικοπραξία ταυτίζεται εννοιολογικά με το αδίκημα», και ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ταυτόσημα από τον έλληνα νομοθέτη τόσο στο εσωτερικό ουσιαστικό δίκαιο (αρθρ. 932 του ΑΚ) όσο και στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (αρθρ. 26 ΑΚ). Όμως η εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις της ευθύνης η οποία στηρίζεται σε υπαίτια συμπεριφορά, αλλά επεκτείνεται και στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ευθύνη είναι αντικειμενική, όπως π.χ. στις περιπτώσεις της ευθύνης από διακινδύνευση. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή που διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού και περιλαμβάνει και την ευθύνη από διακινδύνευση ρητά μνημονεύεται στο άρθρο 11 του προοιμίου εκτιμήσεων. Μάλιστα η μνεία αυτή έγινε μετά από σχετικές παρατηρήσεις των θεωρητικών ερευνητών, οι οποίοι ζητούσαν να διευκρινισθεί από τον κοινοτικό νομοθέτη η πάρα πάνω διευρυμένη έννοια της αδικοπραξίας, ώστε να συμπεριλάβει και αυτές τις περιπτώσεις7.Ερμηνευτικά προβλήματα φαίνεται να δημιουργεί κυρίως σε αξιώσεις αποζημιώσεων που απορρέουν από τροχαία ατυχήματα, η εξαίρεση από την εφαρμογή του Κανονισμού των υποθέσεων που σχετίζονται με την ευθύνη του κράτους. Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της σχετικής διάταξης (άρθρο 1 παρ. 1 εδαφ. β), για να αποκλεισθεί η εφαρμογή του Κανονισμού επί των υποθέσεων αυτών απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα δύο στοιχεία: 1) Η πράξη ή η παράλειψη να έλαβε χώρα κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας («acta jure imperii») και 2) να γεννάται ευθύνη του κράτους από αυτή την πράξη ή παράλειψη. Όπως μάλιστα αναφέρεται στο προοίμιο εκτιμήσεων (αριθ. 9), η εξαίρεση ισχύει ακόμα και όταν γεννάται προσωπική ευθύνη του ίδιου του υπαλλήλου. Αν λοιπόν η πράξη ή η παράλειψη του κρατικού οργάνου δεν έγινε μέσα στα πλαίσια της άσκησης δημόσιας εξουσίας, αλλά αξιολογείται ως ιδιωτικής φύσης τότε πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις του Κανονισμού. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τη σκέψη που υπάρχει στον αριθμό 9 του προοιμίου εκτιμήσεων, όπου τονίζεται ότι οι σχετικές αξιώσεις θα πρέπει να απορρέουν από πράξεις τελούμενες κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Σύμφωνα με την ερμηνευτική αυτή εκδοχή οι αξιώσεις που απορρέουν από ένα τροχαίο ατύχημα που προκαλείται από κρατικό αυτοκίνητο, οδηγούμενο από δημόσιο υπάλληλο μέσα στα πλαίσια των υπηρεσιακών του καθηκόντων, εξαιρούνται των διατάξεων του κανονισμού. Αν αντίθετα η πρόκληση τροχαίου ατυχήματος λάβει χώρα όταν ο δημόσιος υπάλληλος ενεργεί στην σφαίρα των ιδιωτικών του δραστηριοτήτων, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος οι αξιώσεις του παθόντος κατά του υπαλλήλου να εξαιρεθούν από τον Κανονισμό 8.Το δεύτερο από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν πάρα πάνω και το οποίο συμπροσδιορίζει το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού είναι να υπάρχει στην κρινόμενη έννομη σχέση «σύγκρουση δικαίων», κατά τη διατύπωση του κειμένου της διάταξης. Τέτοια σύγκρουση δικαίων ή νόμων υπάρχει στις βιοτικές έννομες σχέσεις που εμπεριέχουν ένα ή περισσότερα στοιχεία αλλοδαπότητας σε σχέση με την εσωτερική κοινωνική ζωή μίας χώρας και τα οποία δίνουν λαβή για την εφαρμογή περισσοτέρων νομικών συστημάτων9.Πρέπει να σημειωθεί ότι η απόδοση της διάταξης στην γερμανική διατύπωση του κανονισμού είναι πιο σαφής, αφού αντί για τον όρο «σύγκρουση δικαίων» χρησιμοποιείται η φράση «εξωσυμβατικές σχέσεις, οι οποίες παρουσιάζουν σύνδεσμο με το δίκαιο διαφόρων κρατών»10.Την ίδια ακριβώς έκφραση με αυτήν που χρησιμοποιείται στο γερμανικό δίκαιο υιοθετεί και ο Κρίσπης11. Στοιχεία αλλοδαπότητας εμφανίζει μία βιοτική σχέση ή κατάσταση όταν αυτή, μέσω κάποιου συνδέσμου της, συνδέεται και με άλλο κράτος εκτός από εκείνο από τη σκοπιά του οποίου αυτή εξετάζεται (forum). Τέτοιο σύνδεσμο περιέχει π.χ. ένα τροχαίο ατύχημα το οποίο συμβαίνει στην Ελλάδα και στο οποίο εμπλέκεται αλλοδαπός οδηγός ή αντίστροφα ένα ατύχημα το οποίο συμβαίνει στη Γερμανία με εμπλεκόμενο έλληνα οδηγό. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του Κανονισμού. Όταν όμως η βιοτική σχέση ή κατάσταση συνδέεται ως προς όλα τα στοιχεία της και αποκλειστικά με ένα και το ίδιο κράτος, δηλαδή είναι εσωτερική σχέση ως προς το κράτος αυτό, τότε αυτή ρυθμίζεται καθ’ολοκληρία από το σύστημα δικαίου που ισχύει στο εν λόγω κράτος και σε αυτή δεν έχουν κανένα πεδίο εφαρμογής οι διατάξεις του Κανονισμού.Έτσι π.χ. οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στο πάρα πάνω παράδειγμα όταν το τροχαίο ατύχημα συμβαίνει στην Ελλάδα και όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτό είναι έλληνες. Όπως επισημαίνει και ο Βρέλλης12, η ανεύρεση του στοιχείου της αλλοδαπότητας είναι ένα ζήτημα το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις δύσκολα μπορεί να επιλυθεί.Το τοπικό εξάλλου πεδίο εφαρμογής του Κανονισμούορίζεται στην παράγραφο 4 του πρώτου άρθρου και περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη Δανία.Στην παράγραφο 2 του πρώτου άρθρου αναφέρονται οι κατηγορίες των έννομων σχέσεων οι οποίες εξαιρούνταιτου πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού, εκτός από εκείνες που αναφέρθηκαν πάρα πάνω και περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 αυτού. Τέτοιες έννομες σχέσεις είναι οι εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις, από τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, από διαθήκες και κληρονομική διαδοχή, από αξιόγραφα, από εταιρίες και νομικά πρόσωπαως προς ορισμένα ζητήματα λειτουργίας τους κλπ.Με το άρθρο 3 του Κανονισμού αναγορεύεται το δίκαιο που καθορίζεται ως εφαρμοστέο από τον Κανονισμό ως δίκαιο καθολικής εφαρμογής, ανεξάρτητα από το εάν αυτό είναι το δίκαιο κράτους μέλους ή όχι. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ο «οικουμενικός χαρακτήρας»των διατάξεων του Κανονισμού, όπως τονίζεται και στην επικεφαλίδα αυτού του άρθρου και έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή όχι μόνο του δικαίου κράτους μέλους, αλλά και του δικαίου άλλου κράτους μη μέλους της Ένωσης. Έτσι π.χ. αν ο δικαστής κράτους- μέλους καλείται να κρίνει για ένα τροχαίο ατύχημα και τα αποδεικτικά στοιχεία που ορίζονται από τον Κανονισμό οδηγούν στην εφαρμογή του εθνικού δικαίου κράτους μη μέλους, ο δικαστής αυτός υποχρεούται να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο αυτού του κράτους. Συνέπεια αυτής της διάταξης είναι ότι αντικαθίσταται από τον Κανονισμό και σε όλο το πεδίο της ενδεχόμενης εφαρμογής του ολόκληρο το κεφάλαιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών που αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές13.VI. ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΕΙΔΙΚΑ ΤΑ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑΤον κορμό των διατάξεων οι οποίες ενδιαφέρουν ειδικώτερα τα τροχαία ατυχήματα αποτελούν εκείνες του άρθρου 4,με το οποίο ορίζεται το εφαρμοστέο επί των εξωσυμβατικών ενοχών δίκαιο, των άρθρων 2 και 15με τα οποία καθορίζεται το πλάτος της έννοιας της ζημίας και το πλαίσιο των ρυθμίσεων που καταλαμβάνει το εφαρμοστέο δίκαιο,αντίστοιχα,το άρθρο 17, που εισάγει εμμέσως στοιχεία τηςlexlocidelicticommissiστην αρχή τηςlexlocidamniκαιτων άρθρων 18 έως 20που ρυθμίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο επί της ευθείας αγωγής κατά του ασφαλιστή, επί της υποκατάστασης και επί της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, αντίστοιχα.ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4Το άρθρο 4 αποτελεί το θεμέλιο των ρυθμίσεων του Κανονισμού, αφού με τις διατάξεις του προσδιορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εξωσυμβατικών ενοχών. Ειδικώτερα στην πρώτη παράγραφο αυτού του άρθρου ορίζεται ότι επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας «στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα».Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή ο κοινοτικός νομοθέτης θεσπίζει ως πρωταρχικό συνδετικό στοιχείοτου εφαρμοστέου δικαίου την «άμεση ζημία».Με τη ρύθμιση αυτή εγκαταλείπεται πλέον η αρχή του άρθρου 26 του ΑΚ, η οποία ίσχυε μέχρι σήμερα και με την οποία αναγορευόταν ως συνδετικό στοιχείο επί αδικοπραξιών το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Η διάταξη αυτή δεν προσδιορίζει ευθέως την άμεση ζημίαως συνδετικό στοιχείο, αλλά αυτό συνάγεται από την ίδια τη διατύπωσή της, αφού αποκλείεται η εφαρμογή του δικαίου της χώρας ή των χωρών στις οποίες το ζημιογόνο γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματαόπως επίσης και της χώρας στην οποία συνέβη το ζημιογόνο αυτό γεγονός. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται και από το προοίμιο εκτιμήσεων του Κανονισμού, στο άρθρο 16 του οποίου ρητά αναφέρεται η «άμεση ζημία» (lex loci damni) η οποία αποτελεί και το συνδετικό στοιχείο του εφαρμοστέου δικαίου κατά την έννοια αυτής της διάταξης.Η έννοια αυτή της άμεσης ζημίαςέχει διαμορφωθεί ήδη από το ΔΕΚ, μέσα στα πλαίσια της ερμηνείας του άρθρου 5 σημ. 3 της ΣυμΒρυξ 14. Κατά το άρθρο 5 σημ. 3 αυτής της Σύμβασης πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος ως προς ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός.Η ανάγκη ερμηνείας αυτής της διάταξης από το ΔΕΚ προέκυψε στις περιπτώσεις εκείνων των αδικοπραξιών στις οποίες ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός δεν συνέπιπτε με τον τόπο όπου εκδηλώθηκε η ζημία. Το ΔΕΚ υιοθέτησε αρχικά την άποψη ότι ως τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονόςθεωρείται τόσο ο τόπος που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός όσο και ο τόπος όπου εκδηλώθηκε η ζημία. Η θέση αυτή περιέχεται στην πολύ σημαντική απόφαση της 30-11-1976, Bier/Mines de Potasse d’Alsace 21/76 (Συλ. Νομ. 1976, 1735). Όμως η νομολογία του ΔΕΚ άλλαξε στα χρόνια που ακολούθησαν και η μεταστροφή αυτή εκδηλώνεται με την απόφαση Dumez (απόφαση ΔΕΚ 11-1-1990, Dumez France/Hessische Landesbank C 220/88, Συλ.Νομ. 1990 Ι-49). Με την απόφαση αυτή γίνεται για πρώτη φορά διάκριση μεταξύ άμεσης καιέμμεσης ζημίας.Ειδικώτερα το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ως τόπος επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος λογίζεται μόνο εκείνος στον οποίο προκλήθηκε η άμεση ζημία από την αδικοπρακτική συμπεριφοράόχι όμως και εκείνος στον οποίο το ζημιογόνο γεγονός συνεπάγεται συνέπειες για τον εμμέσως ζημιωθέντα. Ακολούθησε στη συνέχεια η υπόθεση Marinari της 19-9-1995 Marinari/Lloyds Bank, C-364/93 (Συλ.Νομ. 1995 1-2719), με την οποία περιορίζεται ακόμα περισσότερο η έννοια της ζημίας κατά την ερμηνεία του άρθρου 5 σημ. 3 της ΣύμβΒρυξ. Ενώ λοιπόν με την αμέσως προηγούμενη απόφασή του το ΔΕΚ απέκλεισε την εφαρμογή της διάταξης για τον εμμέσως ζημιωθέντα,με την απόφασή του αυτή δέχθηκε ότι το ίδιο ισχύει και αν την περιουσιακή ζημία υπέστη ο αμέσως ζημιωθείς,πλην όμως αυτή είναι παρεπόμενη της αρχικής ζημίας και εκδηλώθηκε στην επικράτεια άλλου συμβαλλόμενου κράτους. Ειδικώτερα το ΔΕΚ δέχθηκε ότι «…. Ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός δεν μπορεί να ερμηνευθεί τόσο ευρέως, ώστε να καλύπτει κάθε τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος που έχει ήδη προκαλέσει ζημία, η οποία έχει πράγματι επέλθει σε άλλο τόπο…..». Με τον προσδιορισμό της έννοιας της ζημίας κατά την ερμηνεία του πάρα πάνω άρθρου της ΣυμΒρυξ ασχολήθηκαν και τα ελληνικά δικαστήρια. Έτσι ο Άρειος Πάγος με την υπ’αριθ. 1551/2003 απόφασή του15 δέχθηκε ότι ως «ζημία»κατά την έννοια της πάρα πάνω διάταξης νοείται η βλάβη της περιουσίας ή του προσώπου του ενάγοντος, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός,δηλαδή την παράνομη συμπεριφορά η οποία αποδίδεται στον εναγόμενο, όχι δε η έμμεση ή η απώτερη η από αντανάκλαση ζημία που υποστηρίζει ότι υφίσταται ο ενάγων.Αν λοιπόν εκτός από τον τόπο στον οποίο εμφανίσθηκε η πρώτη υλική εκδήλωση της ζημίας επήλθε στη συνέχεια περαιτέρω ζημία, που αποτελεί συνέπεια της αρχικής επελθούσας ζημίας σε άλλο τόπο ο οποίος ανήκει σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, ο τελευταίος δεν θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους αυτού και στερείται επομένως, από την άποψη αυτή, αυτοτελώς σημασίας ο τόπος στον οποίο επήλθε μία περαιτέρω ζημία.Βέβαια ο πάρα πάνω προσδιορισμός της έννοιας της άμεσης ζημίας από τη νομολογία του ΔΕΚ και των ελληνικών δικαστηρίων έγινε , όπως προαναφέρθηκε, με αφορμή την ερμηνεία του άρθρου 5 σημ. 3 της ΣυμβΒρυξ και αφορά τη θεμελίωση τοπικής αρμοδιότητας και κατά συνέπεια και διεθνούς δικαιοδοσίας (αρθρ. 3 ΚΠολΔικ) των ημεδαπών δικαστηρίων. Όμως είναι βέβαιο ότι η διαμορφωμένη πλέον πάρα πάνω έννοια της άμεσης ζημίαςθα αποτελέσει τη βάση για την ερμηνεία του όρου «ζημία» του άρθρου 4 παρ. 1 αυτού του Κανονισμού, ο οποίος άλλωστε αποτελεί κατά τη διακηρυγμένη άποψη της Επιτροπής νομοθέτημα που βρίσκεται σε στενή εσωτερική αλληλουχία με τη ΣυμβΒρυξ και κυρίως με τον Κανονισμό 44/2001 (Βρυξέλλες Ι), ο οποίος αντικατέστησε αυτή τη σύμβαση16.Η διάταξη αυτή, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 17 του προοιμίου του Κανονισμού εφαρμόζεται τόσο για τη βλάβη της περιουσίας όσο και για τη βλάβη του προσώπου, θα έχει πολύ σημαντικές συνέπειες στις περιπτώσεις των τροχαίων ατυχημάτων με στοιχεία αλλοδαπότητας, τα οποία έχουν ως συνέπεια σωματική βλάβη των παθόντων ή θάνατο των εμπλεκόμενων προσώπων.Η παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα (άρθρο 4 παρ. 2)Με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού εισάγεται παρέκκλισηαπό την πάρα πάνω γενική αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν κατά το χρόνο επελεύσεως της ζημίαςτην συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής.Εφ’όσον δηλαδή συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει αυτή η διάταξη (κοινή συνήθης διαμονή) αυτή αποτελεί στην εν λόγω περίπτωση το συνδετικό στοιχείο,το οποίο και αποκλείει την «άμεση ζημία»ως συνδετικό στοιχείο της υπόθεσης. Ο Κανονισμός θεωρεί τη συνήθη διαμονήτων φυσικών προσώπων ως πραγματικό γεγονός, το οποίο θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το δικαστήριο. Αυτό προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 23 αυτού, όπου προσδιορίζεται η έννοια της συνήθους διαμονής των εταιριών και άλλων ενώσεων νομικών προσώπων, υποκαταστημάτων και αντιπροσωπειών αυτών όπως επίσης και των φυσικών προσώπων τα οποία εμπλέκονται σε μία εξωσυμβατική ενοχή μόνο όμως όταν ενεργούν μέσα στα πλαίσια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.Έτσι στην πρώτη περίπτωση των νομικών προσώπων ως συνήθης διαμονή τους νοείται ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η εταιρική τους διοίκηση, ενώ στην δεύτερη περίπτωση του φυσικού προσώπου ως συνήθης διαμονή νοείται ο τόπος στον οποίο το πρόσωπο αυτό έχει την κύρια επαγγελματική του εγκατάσταση. Δηλαδή στην πρώτη περίπτωση ο κοινοτικός νομοθέτης ακολουθεί τη θεωρία της εγκατάστασηςκαι όχι εκείνη της ίδρυσης του νομικού προσώπου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση επιλέγει αντί της κατοικίας την κύρια επαγγελματική εγκατάσταση. Από την ίδια τη διατύπωση αυτής της διάταξης απορρέει και η υποχρεωτική εφαρμογή τηςαπό τον δικαστή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της,χωρίς να επαφίεται σε αυτόν η διακριτική ευχέρεια της εφαρμογής της ή όχι17.Η ρήτρα διαφυγής (αρθρ. 4 παρ. 3)Με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 4 του Κανονισμού εισάγεται η αποκαλούμενη ρήτρα διαφυγήςαπό τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 1 αυτού του άρθρου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, ο δικαστής έχει την ευχέρειανα μην εφαρμόσει τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου, αλλά να οδηγηθεί στην εφαρμογή του δικαίου που ορίζεται από αυτή τη διάταξη και το οποίο είναι διαφορετικό από εκείνο που ορίζουν οι δύο προηγούμενες. Ως συνδετικό στοιχείο χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή ο προδήλως στενότερος δεσμόςτον οποίο εμφανίζει η αδικοπραξία με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού. Σύμφωνα με την ρητή διατύπωση αυτής της διάταξης η έρευνα της ύπαρξης του πάρα πάνω συνδετικού στοιχείου το οποίο καθορίζεται με αυτήν, προηγείται της έρευνας του συνδετικού στοιχείου που καθορίζεται από τις παραγράφους 2 (κοινή συνήθης διαμονή) και 1 (άμεση ζημία) του άρθρου 4. Αν λοιπόν ο δικαστής κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής της διάταξης υποχρεούταινα την εφαρμόσει, αποκλείοντας τα συνδετικά στοιχεία που ορίζονται από τις δύο άλλες παραγράφους αυτού του άρθρου. Η έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής αυτής της διάταξης εναπόκειται στην κρίση του δικαστή, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του δεύτερου εδαφίου της τρίτης παραγράφου αυτού του άρθρου, όπου χρησιμοποιείται από τον κοινοτικό νομοθέτη η λέξη «μπορεί»και η οποία ακριβώς αφήνει περιθώρια διακριτικής ευχέρειας του εφαρμοστή του δικαίου18. Στη διάταξη αυτή εξειδικεύεται ενδεικτικά ο στενότερος αυτός δεσμόςο οποίος μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών,όπως σύμβασηη οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία.Στη θέση αυτή κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί για λόγους συστηματικούς και η διάταξη του άρθρου 14 του Κανονισμού, με την οποία καθορίζεται η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής δικαίου στις εξωσυμβατικές ενοχές και με τις αναγκαίες προϋποθέσεις ότι η επιλογή αυτή γίνεται με συμφωνία μεταγενέστερη της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος,ότι αυτή πρέπει να είναι ρητήή να συνάγεται με βεβαιότητα από τα δεδομένα της υπόθεσης και να μην θίγει δικαιώματα τρίτων.Οι περιορισμοί αυτοί τέθηκαν με τη μορφή αυστηρών προϋποθέσεων, ώστε να προστατευθεί ο ασθενέστερος συμβαλλόμενοςστη συμφωνία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου. Βέβαια, όπως ορθά παρατηρείται, η διάταξη δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον στην περίπτωση των τροχαίων ατυχημάτων, αφού οι εμπλεκόμενοι σε αυτά δεν θα συνάψουν εκ των πραγμάτων τέτοια συμφωνία πριν να συμβεί το ατύχημα, ενώ αν η εξωσυμβατική ενοχή πηγάζει από σύμβαση, τότε η σχέση καλύπτεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 εδαφ. 2.Οι πάρα πάνω διατάξεις των άρθρων 4 και 14 αποτελούν τη νέα πλέον βάση που καθιερώνει ο Κανονισμός και μέσα στα πλαίσια της οποίας θα κινηθεί ο εφαρμοστής του δικαίου, προκειμένου να προσδιορίσει το εφαρμοστέο δίκαιο σε μία συγκεκριμένη εξωσυμβατική ενοχή. Ο τελευταίος πρέπει να ακολουθήσει την ιεραρχική κλίμακα των συνδετικών στοιχείων που ορίζει ο Κανονισμός και να εφαρμόσει τη διάταξη η οποία προσδιορίζεται από αυτόν ως υπερκείμενη έναντι της υποκείμενης διάταξης. Συγκεκριμένα ο εφαρμοστής του δικαίου όταν έχει να αντιμετωπίσει ένα τροχαίο ατύχημα που φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας και τις συνέπειές του θα πρέπει να προχωρήσει με τον ακόλουθο τρόπο:1. Θα ελέγξει κατ’αρχήν αν τα μέρη έχουν συνάψει έγκυρη συμφωνία επιλογής δικαίουγια το συγκεκριμένο ατύχημα, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που έχει επιλεγεί από αυτούς. 2. Αν διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, θα ελέγξει αν τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν την συνήθη διαμονή τους κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας στην ίδια χώρα. Σε καταφατική περίπτωση θα εφαρμόσει το δίκαιο που ισχύει σε αυτή τη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Κανονισμού. Αν όμως διαπιστωθεί ότι το ατύχημα παρουσιάζει προδήλως στενότερο σύνδεσμο με άλλη χώρα από αυτήν της κοινής συνήθους διαμονής των εμπλεκομένων, τότε θα εφαρμοσθεί το τελευταίο αυτό δίκαιο κατ’αποκλεισμό του πρώτου, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου. 3. Αν λείπει το στοιχείο αυτό της κοινής συνήθους διαμονής, τότε εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η άμεση ζημία, κατά το άρθρο 4 παρ, 1 του Κανονισμού. Και πάλι όμως η εφαρμογή του δικαίου που ορίζεται από αυτή τη διάταξη αποκλείεται και εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας με το οποίο το ατύχημα παρουσιάζει προδήλως στενότερο δεσμό, εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει η τελευταία αυτή προϋπόθεση. ΟΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΑ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑΕιδικό ενδιαφέρον για τα τροχαία ατυχήματα παρουσιάζει η διάταξη του άρθρου 15του Κανονισμού, η οποία καθορίζει το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του και περιλαμβάνει μία λεπτομερή αναφορά των ζητημάτων τα οποία διέπονται από αυτές τις διατάξεις. Ο κοινοτικός νομοθέτης φαίνεται να επιδιώκει με τη διάταξη αυτή να παρουσιάσει έναν εξαντλητικό κατάλογοτων εν λόγω ζητημάτων τα οποία εμφανίζονται στις εξωσυμβατικές ενοχές και να τα εντάξει στις ρυθμίσεις που προβλέπονται από αυτόν προκειμένου να επιτύχει, σύμφωνα με την πρόταση της επιτροπής, τους ακόλουθους δύο στόχους: Να προσδώσει αφενός στο εφαρμοστέο δίκαιο ευρύτατο πεδίο και να εξυπηρετήσει αφετέρου τη γενική μέριμνα της ασφάλειας του δικαίου. Τα ζητήματα τα οποία κατά το άρθρο αυτό του Κανονισμού διέπονται από τις διατάξεις του είναι τα ακόλουθα: 1) Η βάση και η έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους.Κατά την πρόταση της επιτροπής ως βάση της ευθύνηςπρέπει να νοηθεί ο χαρακτήρας αυτής της ευθύνης, αν δηλαδή για την συγκρότησή της απαιτείται πταίσμα ή όχι, ο προσδιορισμός του πταίσματος ως στηριζόμενου σε απλή ενέργεια ή και σε παράλειψη, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του γενεσιουργού της ευθύνης γεγονότος και της ζημίας του, ο προσδιορισμός των προσώπων τα οποία υπέχουν ευθύνη κλπ. Η έκταση της ευθύνηςεξάλλου περιλαμβάνει τους περιορισμούς της από το νόμο, όπως είναι π.χ. ο καθορισμός ενός ανώτατου ποσοτικού ορίου ευθύνης και η συμβολή των περισσοτέρων συμμετεχόντων στην αποκατάσταση της ζημίας και τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ τους. Πρέπει να τονισθεί ότι η αναφορά στη διάταξη των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τουςδεν αποτελεί κάτι το οποίο είναι αυτονόητο, αλλά με αυτή την αναφορά ο νομοθέτης θέλει να υπαγάγει την ικανότητα προς καταλογισμό στο εφαρμοστέο επί της εξωσυμβατικής ενοχής δίκαιο, όπως τονίζεται και στο άρθρο 12 του προοιμίου εκτιμήσεων 19. Στην παράγραφο 33 του προοιμίου εκτιμήσεων του Κανονισμού ορίζεται ότι όταν το δικαστήριο καλείται να προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης για σωματική βλάβη σε ατυχήματα που έγιναν όχι στο κράτος μέλος της συνήθους κατοικίας του παθόντος, αλλά σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να συνεκτιμήσει όλες τις οικείες πραγματικές περιστάσεις του παθόντος και ιδίως τις πραγματικές του ζημιές και τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης και αποκατάστασής του.
 |