Σύγκρουση ΙΧ και μοτοσυκλέτας
Απόφ.  Μον.Πρ.Θεσ. 20967/2009

Σύγκρουση Καθέτως Κινουμένων ΙΧΕ και μοτοσυκλέτας - Παραβίαση Φωτεινού Σηματοδότη  και  Απαγορευτικών Πινακίδων:  Αποκλειστική υπαιτιότητα  του οδηγού ΙΧΕ (κριθείσα τελεσιδίκως με προγενεστέρα απόφαση), ο οποίος όλως αιφνιδιαστικά και απρόβλεπτα πλησιάζοντας και διασταύρωση έστριψε αριστερά παρά την ύπαρξη δύο απαγορευτικών πινακίδων (Ρ-51δ - υποχρεωτική πορεία εμπρός ή δεξιά και  Ρ-27 - απαγόρευση της αριστερής στροφής), με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην κανονική πορεία του δικύκλου, που είχε εισέλθει κανονικώς στη διασταύρωση, αφού ο φωτεινός σηματοδότης στην πορεία του είχε πράσινη ένδειξη γι΄αυτόν.

Δεδικασμένο - Δεν εκτείνεται σε μελλοντική αξίωση εφόσον δεν κατήχθη σε δίκη: Το δικαίωμα που έχει κριθεί ήδη με τελεσίδικη απόφαση δεν επιτρέπεται να εξετασθεί εκ νέου σε άλλη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων - είτε ως κύριο αντικείμενο, είτε ως προϋπόθεση άλλου δικαιώματος. Το δεδικασμένο κατ’ άρθρο 330 ΑΚ, που λαμβάνεται  υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, εκτείνεται και στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, εξαιρουμένων εκείνων που ερείδονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κυρία αγωγή. Επομένως, εάν υπάρξει τελεσίδικη κρίση ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υπόχρεου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται και ευθέως (άρθρα 322 και 324 ΚΠολΔ.) και εμμέσως (άρθρο 331 ΚΠολΔ.) μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση είτε με αναγνωριστική αγωγή είτε με καταψηφιστική, και δεν εκτείνεται και στη μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε.

Επιδείνωση Νόσου - Έναρξη νέας παραγραφής  από της γνώσεως της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου: Εάν μεταγενέστερα  (μετά την επέλευση της αδικοπραξίας και το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας, γενικώς) γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες; οι οποίες, προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες,  αρχίζει για  την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών, νέα αυτοτελής παραγραφή αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειας τους με την αδικοπραξία.  Εν προκειμένω κρίθηκε ότι μετά την εκδίκαση και δημοσίευση απόφασης επί προγενεστέρας αγωγής σημειώθηκε απρόβλεπτη δυσμενής εξέλιξη της υγείας του ενάγοντος, καθώς, αντί να εξαλειφθούν, αντιθέτως αυξήθηκαν οι δυσμενείς συνέπειες της αδικοπραξίας του.

Παγραφή σε 20ετία – ΑΚ 268 παρ.1 μετά την έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως (2): 
 Αλλά ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος ήταν προβλέψιμη, αξίωση που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη απόφαση (ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό) παραγράφεται μετά πάροδο 20 ετών από το επίδικο τροχαίο ατύχημα και εάν ακόμη η αξίωση, αυτή καθ’ εαυτή, υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή. Εν προκειμένω κρίθηκε ότι οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος  και το δικαίωμα εκ των οποίων αυτές απορρέουν, έχουν βεβαιωθεί δικαστικώς με την  καταστάσα, τελεσίδικη προγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, δημιουργούμενου, κατά τον τρόπο αυτόν, ιδιαιτέρου δεδικασμένου από την αναγνώριση του  λόγω δικαιώματος και της έννομης σχέσης, από την οποία αυτό παρήχθη, που αφορά στα ήδη καταψηφισθέντα ποσά για την αρχικώς προκληθείσα ζημία και ηθική βλάβη του. Έτσι ο ενάγων  δικαιούται  να εγείρει μεταγενεστέρως και άλλη  αγωγή, απαιτώντας αποζημίωσή του για περαιτέρω απώλεια των εισοδημάτων του και χρηματική του ικανοποίηση για περαιτέρω ηθική του βλάβη, που προκλήθηκαν από την εκ των υστέρων διαπιστωθείσα δυσμενή εξέλιξη της κατάστασης του τραύματός του και της υγείας του εν γένει, έστω και εάν κατά την έγερση της νεότερης αγωγής έχει παρέλθει η κατ’ άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986 και όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επέλευσης του ατυχήματος), διετία όσον αφορά στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία.

Ηθική Βλάβη – Νέα: Προς εξισορρόπηση της δυσμενούς  κατάστασης που δημιουργήθηκε στον ενάγοντα πρέπει να του επιδικασθεί περαιτέρω ΝΕΑ χρηματική ικανοποίηση, η οποία αποσκοπεί στην ανακούφισή του από τον πόνο και τη στενοχώρια του, που προκλήθηκαν από τη δυσμενή εξέλιξη και επιδείνωση της υγείας του. Επιδικάσθηκαν 15.000 ευρώ.

Ιατρική Πραγματογνωμοσύνη  - Απορριπτέα ενόψει επαρκών στοιχείων (3): Απορριπτέο κρίθηκε το σχετικό αίτημα διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης καθόσον από τις προσκομισθείσες ιατρικές γνωματεύσεις, το Δικαστήριο είναι σε θέση να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση σχετικώς με την προκληθείσα από το επίδικο ατύχημα σωματική βλάβη και κατάσταση της υγείας του ενάγοντος, και ειδικότερα του τραυματισθέντος αριστερού κάτω άκρου του, απόφαση που σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, που είναι ανέλεγκτη.

Ένσταση Συντρέχοντος Πταίσματος – ΑΚ 300 Για μη άσκηση άλλου επαγγέλματος προς περιορισμό της Αποθετικής ζημίας του ενάγοντος - Απορριπτέα (4): Ένσταση της ασφαλιστικής εταιρίας με την οποία προτείνεται ο ισχυρισμός  ότι ο ενάγων θα μπορούσε να περιορίσει την αποθετική του ζημία, εάν απασχολείτο σε κάποια άλλη θέση εργασίας, στην οποία δε θα ενοχλείτο από τον επελθόντα τραυματισμό του. Η ένσταση αυτή κρίθηκε απορριπτέα λόγω αοριστίας κατ΄άρθρ. 262 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν εκτίθεται κατ’ ουδένα τρόπο ποια εργασία θα μπορούσε να επιδιώξει να αναλάβει ο ενάγων χωρίς να εμποδίζεται από τον τραυματισμό του, έναντι ποιας αμοιβής, αλλά και δεν προσδιορίζεται το ποσό, κατά το οποίο αυτός θα μπορούσε να περιορίσει τη σχετική ζημία του.

Μέσα - Συμπεριλαμβάνονται και τα ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα: 
 Στην ειδική διαδικασία παραδεκτώς προσάγονται κατ΄άρθρ. 671 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ  όλα τα έγγραφα καθώς και από όλα τα έγγραφα που νομοτύπως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως τα μη νομίμως χαρτοσημασμένα ή επικυρωμένα αντίγραφα εγγράφων ή τα ανυπόγραφα ή αχρονολόγητα έγγραφα .

Απόφ.  Μον.Πρ.Θεσ. 20967/2009
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1) Επιδείνωση Νόσου- Νεωτέρα (Β΄)Αγωγή για Μέλλουσες Ζημίες • Έκταση Δεδικασμένου εκ της τελεσιδίκου αποφάσεως  επί της Α αγωγής
Αν υπάρχει τελεσίδικη κρίση ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υποχρέου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση και όχι και στην μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε. Συνεπώς, η επιδίκαση με τελεσίδικη δικαστική απόφαση αποζημίωσης στον τραυματισθέντα σε ατύχημα δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη επιδίωξη  - με νέα αγωγή -  περαιτέρω αποζημίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι περαιτέρω επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας εκδηλώθηκαν μεταγενέστερα και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από το δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον παθόντα την προηγουμένη αποζημίωση.  Ο ενάγων παθών με δευτέρα αγωγή του εκθέτει ότι συνεπεία του επίδικου εκ του ατυχήματος τραυματισμού του παρουσίασε μεταγενέστερα χρόνια καταθλιπτική συνδρομή μετά ψυχονευρωσικών στοιχείων, παθήσεις που χρήζουν φαρμακευτικής αγωγής, ιατρικής παρακολούθησης και συνοδού προσώπου λόγω της λειτουργικής αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, εφόρου ζωής. ΑΠ 470/2011

• Αγωγή Νεωτέρα για μεταγενέστερο χρόνο εν απροβλέπτω επιδεινώσει της νόσου - Δεδικασμένο εκ της προηγουμένης. Η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί προηγούμενης αγωγής αποζημιώσεως του παθόντος, στηριζόμενη στην αυτή αδικοπραξία, αποτελεί ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΝ στη νέα δίκη με την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημιώσεως για μεταγενέστερο χρόνο, ως προς τις συνθήκες τελέσεως αυτής, την υπαιτιότητα του εναγομένου, την συνδρομή ή μη συνυπαιτιότητας του ενάγοντος και τις ζημιές που αυτός υπέστη κατά την διάρκεια του χρόνου της προηγούμενης αγωγής. Δεν αποτελεί όμως ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ για τις απαιτήσεις μεταγενέστερου χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου είναι δυνατόν να εξακολουθήσει η αδικοπραξία να αναδίδει συνέπειες ΜΗ ΠΡΟΒΛΕΦΘΕΙΣΕΣ με την προηγούμενη αγωγή. Από τη δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως ΑΟΡΙΣΤΗ, δε γεννάται ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ που να εμποδίζει την έγερση νέας αγωγής για το αυτό δικαίωμα και μεταξύ των ιδίων προσώπων που είναι ορισμένη. Εφ.Αθ. 6376/1998 ΣΕΣυγκΔ 2001/216

2)  Επιμήκυνση Παραγραφής σε 20ετία – (ΑΚ 268 παρ.1)  μετά την έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως
• Αν με  τελεσίδικη απόφαση  ο παθών από αυτοκινητικό ατύχημα κρίθηκε  πρόσκαιρα ανίκανος  προς εργασία για ορισμένο χρονικό διάστημα και του επιδικάστηκαν για το διάστημα αυτό αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη και για ηθική βλάβη και  με νέα αγωγή  του ζητεί  πρόσθετη αποζημίωση   για  τις ίδιες αιτίες  λόγω της επικαλούμενης εφόρου ζωής ολικής ή μερικής αναπηρίας του, της οποίας  έλαβε γνώση μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής, το δικαστήριο που καλείται να δικάσει την υπόθεση  δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο  της αποφάσεως, ως προς την έκταση των ζημιών, διότι το δικαστήριο καλείται να κρίνει αξιώσεις του παθόντος από τις επιζήμιες συνέπειες του ατυχήματος που  δεν μπορούσαν να προβλεφθούν  κατά το χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής. Αντίθετα, αν πρόκειται για  προβλεπτές ζημίες, η  παραγραφή παρατείνεται σε εικοσαετία,  υπό την αναγκαία προϋπόθεση, ότι  η απόφαση κατέστη τελεσίδικη εντός του χρόνου της πενταετίας ή της διετίας,  κατά περίπτωση, καθώς και ότι στο μεταξύ διάστημα, μέχρι την τελεσιδικία,   δεν έχει υποκύψει η αξίωση  σε τυχόν προβλεπόμενη  συντομότερου χρόνου παραγραφή  (ΑΠ 755/2005, ΑΠ 1100/2005).  Στις περιπτώσεις που οι ζημιές είναι προβλεπτές, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση αγωγής για την καταβολή αποζημιώσεως για μελλοντική ζημία, και ότι η διακοπείσα αυτή παραγραφή, αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου (άρθρ. 261 ΑΚ). ΑΠ 39/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/87

• Σε περίπτωση που απρόβλεπτη από την αρχή ζημία του παθόντος συνδεόμενη αιτιωδώς με το ατύχημα, εμφανίζεται μεταγενέστερα ή και ακόμη μετά την πάροδον του ατυχήματος (και οφείλεται σε αιφνίδια και απροσδόκητη - δυσμενή εξέλιξη της υγείας του παθόντος), αν ως ατύχημα, από την επέλευση του οποίου αρχίζει η παραγραφή, θεωρηθεί η αιφνίδια και εξωτερική επέμβαση στον οργανισμό του παθόντος εκ μέρους τρίτου, η διετής αυτή παραγραφή πρέπει για λόγους δικαιοσύνης να αρχίζει από την στιγμή που καθίσταται αντικειμενικά δυνατή η πρόβλεψη της νέας δυσμενούς καταστάσεως του παθόντος. ΑΠ 117/2004 ΣΕΣυγκΔ 2004/538

• Στις περιπτώσεις που υφίσταται  αδυναμία προσδιορισμού της εκτάσεως της ζημίας  και του ποσού  αποζημίωσης  και συνεπώς αποκλείεται ή δυσχεραίνεται η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής, δεν αποκλείεται η δυνατότητα  άσκησης αναγνωριστικής αγωγής. Στην περίπτωση αυτή διακόπτεται ο χρόνος της βραχύχρονης παραγραφής (2ετούς ή 5ετούς).  Στην περίπτωση κατά την οποία από τη ζημιογόνα πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια που  είναι απρόβλεπτη και συνεπώς για τη σχετική αξίωση που απορρέει από αυτή  αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή  ο σχετικός ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ενστάσεως παραγραφής.  Έτσι, ο ενάγων, δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί το χαρακτηρισμό της ζημία ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι αυτό είναι το περιεχόμενο της ενστάσεώς του.  Εφ.Αθ. 868/2006 ΣΕΣυγκΔ 2007/419

• Όταν ανακύπτουν δυσχέρειες στον καθορισμό της εκτάσεως της απαιτήσεως  δεν αποκλείεται η εκ των προτέρων  άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, κατ΄αρθρ. 70 ΚΠολΔ , εφόσον μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκές έννομο συμφέρον, για την αναγνώριση της υποχρεώσεως προς αποζημίωση για την περίπτωση μελλοντικής αξιοποιήσεως της ικανότητας προς κτήση εισοδήματος.  Στην κατά την Κ.Πολ.Δικ. αναγνωριστική αγωγή  δεν είναι αναγκαίος  ο από τούδε προσδιορισμός ορισμένου στην αγωγή ποσού,  χωρίς όμως από την έλλειψη αυτή να καθίσταται αόριστη η αγωγή.  Εφόσον η ζημία που υπέστη ο παθών από το ατύχημα είναι οριστική και βεβαιωμένη με δικαστικές αποφάσεις (δεδικασμένο), η άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής  έχει ως σκοπό να διασφαλίσει από τούδε το σχετικό δικαίωμά του, έτσι ώστε να μην βρεθεί στον κίνδυνο να του προβληθεί μελλοντικά η ένσταση (της βραχύχρονης ) παραγραφής του τοιούτου δικαιώματος του από τους εναγομένους.  Εφ.Αθ. 2970/2003 ΣΕΣυγκΔ 2007/428

3) Ιατρική Πραγματογνωμοσύνη- Απορριπτέα ενόψει επαρκών στοιχείων
• Βλ. σχετικώς Μον.Πρ.Αθ. 4738/2002 ΣΕΣυγκΔ 2002/540 Μον.Πρ.Αθ. 4677/2001 ΣΕΣυγκΔ 2002/325, Μον.Πρ.Αθ. 4538/2001 ΣΕΣυγκΔ 2002/330, Μον.Πρ.Δραμ. 8/2005 ΣΕΣυγκΔ 2006/268, Εφ.Καλαμ.133/2008 ΕΣυγκΔ 2008/563

4) Ένσταση Συντρέχοντος Πταίσματος – ΑΚ 300 - Για μη άσκηση άλλου επαγγέλματος- Προϋποθέσεις
• Το φλέγον τούτο θέμα, το αντιμετωπίσαμε επανειλημμένως. Πρβλ προχείρως

• Αρθρα-Απόψεις στο τόμο μας ΙΔ’ (1986) σελ 482 όπου παραθέτομε τας συμφώνους απόψεις των Πανεπιστημιακών Διδασκάλων Λετζερόπουλου και Μ. Σταθόπουλου όπως επίσης και αρκετή σχετική Νομολογία, εν οίς και η Εφετ Αθην 1206/1985 (Αθ. Κρητικός) ΕΣυγκΔ ΙΔ’ (1986) σελ 484.

• Προϋπόθεση προβολής της εκ του ΑΚ 300 ενστάσεως συνυπαιτιότητος του αναπήρου παθόντος, περί αλλαγής επαγγέλματος προς μείωσιν της ζημίας του υποχρέου αποζημιώσεως, είναι η συνδρομή αυτής της άλλης εργασίας και το ύψος των εξ αυτής προσόδων. Πρβλ επίσης προχείρως Μον Πρωτ Αθην 6978/1988 (Αθαν.Γεροστάθης), επικυρωθείσα από την Εφετ Αθην 11342/1988 ΕΣυγκΔ 1990/244, Μον Πρωτ Πατρών 320/1995 (Γερασ.Τσούνης) ΕΣυγκΔ 1996/370 και Η Εφετ Αθην 281/1994 απορρίπτει την ένσταση αυτή ως αόριστο, αφού δεν αναφέρονται ποία τα εισοδήμα εκ τυχόν άλλης εργασίας του παθόντος, Επίσης και η Εφετ Αθην 281/1994 ΕΣυγκΔ 1995/535 απορρίπτει την ένσταση αυτή ως Αόριστον, αφού δεν προσεφέρθη τέτοια ελαφρότερη εργασία.

• Ομοίως και Εφ.Πειρ. 311/1997 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών  ΕΣυγκΔ Ομοίως Απορριπτέα ως απαράδεκτος – διότι δεν απεδείχθη προσφορά άλλης εργασίας εν όψει και της υφισταμένης ανεργίας. Μον. Πρ. Ηρακλ.  377/2006 ΣΕΣυγκ Δ 2009/338

Κείμενο Απόφ. Μον.Πρ.Θεσ 20967/2009
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 322, 324, 325 και 331 Κ.Πολ.Δ. αφενός, και 914, 297 και 298 Α.Κ. αφετέρου, προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής αποζημίωσης λόγω θανάτωσης ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατό να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη αγωγή αποζημίωσης (βλ. (βλ.ενδ..ΑΠ867/1988 ΕλλΔΛ/η 31.325, ΑΠ 615/1983 ΝοΒ 32.74, ΑΠ 455/1983ΕλλΔ/νη 24.973, ΑΠ 211/1983 ΝοΒ 31.1553, ΑΠ 1266/1977 ΝοΒ 26.1043, ΑΠ 631/1977 ΝοΒ 26.342,  ΕΑ 6780/1995 ΕΣΔ 27.450, ΕΑ 1770/1994 ΕΣΔ  23.18, ΕΑ 10933/1990 ΕΣΔ 20.517 και εκεί παραπομπές, ΕΑ 8216/1986-ΕΣΔ 17.36). Το Δικαστήριο εξετάζοντας τη δεύτερη αγωγή οφείλει να  θέσει ως βάση ότι υπάρχει η έννομη σχέση που καλύπτεται από το δεδικασμένο. Ενεργώντας έτσι, δέχεται δεδικασμένο για την έννομη σχέση της αδικοπραξίας ως προδικαστικό ζήτημα (βλ Κονδύλη Το Δεδικασμένο,-παρ.12, σελ.124, με παραπομπές στη νομολογία υποσημ. 32 και 33). Συνεπώς, όπως. προεκτέθηκε, το δικαίωμα που έχει κριθεί ήδη με τελεσίδικη απόφαση δεν επιτρέπεται να εξετασθεί εκ νέου σε άλλη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων  είτε ως κύριο αντικείμενο είτε ως προϋπόθεση άλλου δικαιώματος, κατ’ άρθρο, δε, 330 Α.Κ,  το δεδικασμένο, πού λαμβάνεται  υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. άρ. 332 Κ.Πολ.Δ - βλ. ενδ. ΑΠ 20/1993 ΝοΒ 41.1075) εκτείνεται και στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, από δε τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που ερείδονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κυρία αγωγή (βλ. ΑΠ 525/1996 ΕλλΔ/νη 38.80). Επομένως, εάν υπάρξει τελεσίδικη κρίση ως προς. την αδικοπρακτική ευθύνη του υπόχρεου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται και ευθέως (άρθρα 322 και 324 Κ.Πολ Δ.) και εμμέσως (άρθρο 331 Κ.Πολ.Δ.) μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση είτε με αναγνωριστική αγωγή είτε με καταψηφιστική, και δεν εκτείνεται και στη μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν.489/1976, όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, «το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή». Η ευθύνη αυτή του ασφαλιστή, προς αποζημίωση, του τρίτου καθιερώνεται από το νόμο και προϋποθέτει καταρτισμένη ασφαλιστική σύμβαση. Η ευθεία αυτή αξίωση κατά του ασφαλιστή θεμελιώνεται μόνον εφόσον υπάρχει απέναντι στο ζημιωθέντα τρίτο αντίστοιχη ευθύνη του ασφαλισμένου είτε κατά τον Α.Κ. (άρθρα 914 επ. Α.Κ.) είτε κατά το Ν.ΓπΝ/1911. Ο ασφαλιστής, βεβαίως, δεν είναι δράστης κάποιας αδικοπραξίας, που προκαλεί ζημία σε τρίτο, ούτε έχει κάποια ιδιότητα από τις προβλεπόμενες από το Ν.ΓπΝ/1911 (κύριος ή κάτοχος του ζημιογόνου οχήματος). Εξάλλου, κατά την παρ.2 του ιδίου ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε κατά το χρόνο του επιδίκου ατυχήματος, «η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής» [πρβλ. Ν.3557/2007, που τέθηκε σε ισχύ τη 14η.5.2007 (δημοσίευση στο Φ.Ε.Κ. Α/100/14.5.2007), το άρθρο 7 του οποίου ορίστηκε ότι η ως άνω παραγραφή επέρχεται μετά πάροδο πέντε ετών από την ημέρα του ατυχήματος]. Επομένως, η αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλιστή, η οποία θεμελιώνεται στην παρ.1 του ιδίου άρθρου, υπόκειται στην πιο πάνω βραχυπρόθεσμη παραγραφή των δύο (2) ετών και όχι σε εκείνη των πέντε (5) ετών του άρθρου 937 Α.Κ., στην οποία υπόκειται η αξίωση κατά του ασφαλισμένου ζημιώσαντος δράστη αδικοπραξίας, αφού η διάταξη του άρθρου 10 παρ.2 του Ν.489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986) ως ειδική υπερισχύει της τελευταίας αυτής διάταξης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 10 του Ν.2496/1997, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επέλευσης του ατυχήματος, κατά την οποία «αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν», αφορά στις αξιώσεις των ασφαλισμένων κατά του ασφαλιστή και όχι των ζημιωθέντων τρίτων κατ’ αυτού, για τις οποίες εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη του άρθρου 10 παρ.2 του Ν.489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986), η οποία, άλλωστε, δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις του Νόμου αυτού (Ν.489/1976) που τροποποιήθηκαν ή καταργήθηκαν με το άρθρο 37 του Ν.2496/1997. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 Α.Κ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός με οποιαδήποτε μορφή ζημίας, θετικής ή αποθετικής, γεννιέται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα και μέλλουσα, εάν αυτή είναι: προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι, κατά τα ήδη εκτεθέντα ανωτέρω, πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημιές ενιαίος (βλ., ενδ. ΑΠ 1408/2004, ΑΠ 1012/2004 σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ») από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση, διετής  δε, από την επομένη της ημέρας του ατυχήματος, ως προς την υποχρέωση αποζημίωσης της ασφαλιστικής εταιρείας  κατ’ άρθρο 10 παρ.2 του Ν.489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986 - βλ. και άρ. 241 παρ.1 Α.Κ.), χωρίς να έχει σημασία πότε ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου (βλ. ενδ ΕΑ 583/1986 ΕλλΔ/νη 27.147 - βλ. επίσης Κρητικού, Αποζημίωση. από. Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδ. 1992, παρ.358). Ο χρόνος της παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος; δηλαδή εκείνες που: έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευση τους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (βλ. ενδ. ΟλΑΠ. 38/1996, 40/1996 και 23/1994 σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1581/2008 και 1567/2004 ΑΠ σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ») Πράγματι, εάν μεταγενέστερα  (μετά την επέλευση της αδικοπραξίας και το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας, γενικώς) γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες; οι οποίες, προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες,  αρχίζει για  την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών, νέα αυτοτελής παραγραφή αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειας τους με την αδικοπραξία (βλ. ενδ. ΑΠ 1100/2005 ΝοΒ 54.191, ΕλλΔ/νη 48.845, ΕΑ 10476/1998 ΕλλΔ/νη 40.1620).

Ειδικότερα, κατά την παγία σχετική νομολογία, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 10 παρ.2 του Ν.489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986) προς τη διάταξη του άρθρου 241 παρ, 1 Α.Κ προκύπτει μεν ότι η διετής παραγραφή αρχίζει οπό την επομένη ημέρα του ατυχήματος και μέσα στη διετία πρέπει να ολοκληρωθεί η κατά το άρθρο 251 Α.Κ. άσκηση της αγωγής, χωρίς να έχει σημασία εάν και πότε έλαβε γνώση της ζημίας ο ζημιωθείς πλην όμως, στην περίπτωση που απρόβλεπτη από την αρχή ζημία του παθόντος, συνδεόμενη αιτιωδώς με το ατύχημα, εμφανίζεται, μεταγενέστερα η ακόμη μετά την πάροδο διετίας από την ημέρα, του ατυχήματος εάν ως ατύχημα, από την επέλευση του οποίου αρχίζει η παραγραφή, θεωρηθεί η εξωτερική και αιφνίδια επέμβαση στον οργανισμό του παθόντος εκ μέρους τρίτου, η  διετής παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που αντικειμενικά καθίσταται δυνατή η πρόβλεψη, της νέας δυσμενούς κατάστασης του παθόντος, διότι από τότε γεννιέται η αξίωση και δύναται να επιδιωχθεί δικαστικά κατά το άρθρο 251 Α. Κ. (βλ. Κρητικού Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, παρ.2127 βλ. επίσης ΕΠατρ 834/2006 ΑχΝομολ 2007.104). Εξάλλου, ο εναγόμενος που προτείνει την ένσταση παραγραφής της πιο πάνω αξίωσης πρέπει να επικαλεσθεί, και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει τα περιστατικά που τη συγκροτούν. Συγκεκριμένως ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει πότε ο ενάγων-παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε• αποζημίωση. Ειδικότερα, στην περίπτωση πού από τη  ζημιογόνο πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια που είναι απρόβλεπτη και, συνεπώς, για τη σχετική αξίωση που απορρέει από αυτή αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή, ο σχετικός, ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ένστασης παραγραφής. Έτσι, ο ενάγων δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί το χαρακτηρισμό της ζημίας του ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι αυτό είναι το περιεχόμενο της ένστασης του. Συνεπώς, η παραπάνω διετής, παραγραφή ως προς την αφετηρία της καλύπτει την περίπτωση της προβλεπτής από την αρχή ζημίας του παθόντος. Δεν εφαρμόζεται εάν η ζημία είναι από από την αρχή απρόβλεπτη, όπως τούτο δύναται να συμβεί επί απρόβλεπτης, κατά τα ιατρικά δεδομένα, σημαντικής επιδείνωσης της υγείας του παθόντος (βλ. ενδ. ΑΠ 1581/2008 σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»).

Εξάλλου, από τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 261 εδ. α Α.Κ. και 221 παρ. 1 Κ. Πολ.Δ., προκύπτει ότι, σε περίπτωση άσκησης αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως; εκκρεμοδικία (βλ., ενδ. ΑΠ 1921/1988 ΝοΒ 37.1035/ ΑΠ 1764/1983 ΝοΒ 37.1220), ενώ από τη διάταξη του άρθρου.•268 εδ. α Α.Κ προκύπτει ότι εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για θετική και αποθετική ζημιά από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 Α.Κ. ή στη διετή παραγραφή του άρθρου 10 παρ.2 του Ν489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ 237/1986), από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή κακ¬ώς προς το μέρος της όλης αξίωσης για αποκατάσταση της (προβλέψιμης  πάντως) ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε, αποζημίωση (βλ. αντί άλλων ΟλΑΠ 24/2003 σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΕΑ 5320/1998 ΕΣΔ 16.344). Και αυτό γιατί, και το μέρος αυτό της αξίωσης, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) με δύναμη δεδικασμένου (άρ.331 Κ.Πολ.Δ.) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης του, παθόντος γενικώς για κάθε (προβλέψιμη) ζημία του από την αδικοπραξία (βλ. ένδ. ΟλΑΠ 44/1996 ΝοΒ 45.451, ΑΠ 997/2003 σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»).

Στην προκειμένη περίπτωση, με δηλώσεις του πληρεξουσίου της δικηγόρου, που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, καθώς και με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, η δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία προτείνει την ένσταση της παραγραφής της αγωγικής αξίωσης σε βάρος της με το επιχείρημα ότι το ατύχημα συνέβη την 1η Σεπτεμβρίου 2003, ενώ η υπό κρίση αγωγή της επιδόθηκε την 1η  Φεβρουαρίου 2008, δηλαδή μετά την πάροδο τεσσάρων (4) ετών και έξι (6) μηνών, και, συνεπώς η αγωγή αυτή έχει υποκύψει στη διετή παραγραφή, η οποία είναι νόμιμη ως ερειδομένη στο άρθρο 10 παρ.2 του Ν.489/1976, όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986 και όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επέλευσης του ατυχήματος, πρέπει, δε, να ερευνηθεί περαιτέρω η βασιμότητα της από ουσιαστική, άποψη μαζί με την αγωγή, ενόψει και της προβληθείσας με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, αλλά και με τη νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσα προσθήκη επί των προτάσεων του, άρνησης της από τον ενάγοντα, που ισχυρίζεται ότι οι περιγραφόμενες στο υπό κρίση αγωγικό δικόγραφο δυσμενείς συνέπειες της σε βάρος του αδικοπραξίας του πρώτου εναγομένου δεν μπορούσαν αντικειμενικά να προβλεφθούν κατά το χρόνο άσκησης της προγενέστερης αγωγής του, από δε την ημερομηνία απόλυσης του από το στρατό ως 15, την 28η.4.2006, που κατέστη πλέον δυνατό να προβλεφθεί η νέα δυσμενής κατάσταση της υγείας του, άρχισε νέα διετής παραγραφή όσον αφορά στις επίδικες αξιώσεις του σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, που δεν είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής. Εξάλλου, πέραν της άρνησης αυτής και εντελώς επικουρικώς, εφόσον ήθελε κριθεί ότι η επίδικη ζημία του ήταν προβλέψιμη κατά το χρόνο άσκησης της: προγενέστερης αγωγής του, ο ενάγων προτείνει αντένσταση περί επιμήκυνσης του ως άνω χρόνου παραγραφής σε είκοσι έτη κατ’ άρθρο 268 εδ. α΄ Α.Κ., η οποία είναι νόμιμη κατά τα προεκτεθέντα.

Ένσταση Συντρέχοντος ΠταίσματοςΑΚ 300 για μη αλλαγή επαγγέλματος
Περαιτέρω, η δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο, προτείνει τον ισχυρισμό ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων θα μπορούσε να περιορίσει την αποθετική του ζημία όσον αφορά στην απώλεια των εισοδημάτων του για το επίδικο χρονικό διάστημα εάν απασχολείτο σε κάποια άλλη θέση εργασίας, στην οποία δε θα ενοχλείτο από τον επελθόντα τραυματισμό του, προκειμένου να προβάλει την ερειδομένη στις διατάξεις των άρθρων 300, 330 Α. Κ. ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ως άνω παθόντος στην επίταση της ζημίας του, κατά παραβίαση του καθήκοντος του για περιορισμό της τελευταίας, ο οποίος είναι, όμως απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας κατ’ άρθρο 262 Κ,Πολ.Δ., δεδομένου ότι δεν εκτίθεται κατ’ ουδέναν τρόπο ποια εργασία θα μπορούσε να επιδιώξει να αναλάβει ο ενάγων χωρίς να εμποδίζεται από τον προπεριγραφέντα τραυματισμό του και έναντι ποιας αμοιβής, ούτε ακόμη προσδιορίζεται το ποσό, κατά το οποίο αυτός θα μπορούσε να περιορίσει τη σχετική ζημία του.

Επίσης, η δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία αρνείται την υπό κρίση αγωγή και όσον αφορά στα κονδύλια που αιτείται ο ενάγων για την απώλεια εισοδημάτων του και για τη χρηματική ικανοποίηση του λόγω ηθικής βλάβης του, ζητά, δε, να απορριφθούν αυτά ως αβάσιμα από ουσιαστική άποψη κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προαναφερθείσες προτάσεις της, ενώ ειδικώς όσον αφορά στο αγωγικό κονδύλι περί απώλειας εισοδημάτων, του ενάγοντος ζητά να απορριφθεί αυτό ως. αόριστο, λόγω του ότι ο ενάγων «δεν επικαλείται κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει είτε το γεγονός της απασχόλησης του, είτε το ύψος της αμοιβής του (αριθμό φορολογικού μητρώου, βιβλιάριο ενσήμων του I.Κ.Α, βεβαίωση προσλήψεως του, αποδείξεις πληρωμών», προτείνοντας σχετικώς την ερειδομένη στο άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ. ένσταση αοριστίας του υπό κρίση δικογράφου, η οποία πρέπει να απορριφθεί ενόψει της κατά τα ποεκτεθέντα, κρίσης του Δικαστηρίου αυτού περί του παραδεκτού της υπό κρίση αγωγής, κατόπιν της προηγηθείσας αυτεπάγγελτης κατά το άρθρο 111 Κ.Πολ.Δ. περί τούτου έρευνας του, καθώς με επάρκεια προσδιορίζονται στο αγωγικό δικόγραφο τα στοιχεία βάσει των οποίων ο ενάγων υπολογίζει την απώλεια των εισοδημάτων του δεδομένης και της φύσης των αναφερομένων από τη δεύτερη εναγομένη, κατά τα ανωτέρω, παραμέτρων ως περιγραφικών και αποδεικτικών της ζημίας που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, υπέστη ο ενάγων, μη απαιτουμένων, για τη θεμελίωση με ορισμένο τρόπο της υπό κρίση αγωγής, τα οποία και θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία. 

Τέλος, η δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο, προτείνει τον ισχυρισμό ότι, σε κάθε περίπτωση, τα εκτιθέμενα στην αγωγή σχετικώς με την κακομεταχείριση του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας  γεγονότα, αφορούν στην υπαιτιότητα τρίτου, και συγκεκριμένως του Ελληνικού Δημοσίου, πράξεις ή παραλείψεις των  οργάνων του οποίου έβλαψαν, συμφώνως με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, την ψυχική του υγεία, ισχυρισμό που συνιστά άρνηση της αγωγής όσον αφορά στην ερειδομένη στις περί αδικοπραξίας διατάξεις βάση της (αρ. 914επ. Α. Κ.) και ένσταση όσον αφορά στην ερειδομένη στις διατάξεις περί αντικειμενικής αστικής ευθύνης από διακινδύνευση του Ν.ΓπΝ/1911 βάση της (βλ. άρ. 5 του Ν. ΓπΝ/1911) ως προς την πρόκληση της επίδικης ζημίας, του ενάγοντος, και θα εξετασθεί. περαιτέρω από ουσιαστική άποψη μαζί με αυτήν.

Συνθήκες ατυχήματος – Υπαιτιότητα
Από την ένορκη κατάθεση: της μάρτυρος απόδειξης Χ2, μητέρας του ενάγοντος, που εξετάσθηκε νομίμως στο ακροατήριο αυτού του  Δικαστηρίου, της οποίας το   περιεχόμενο διαλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νομοτύπως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία καθίστανται μετά την προσκομιδή τους κοινά για αμφότερες τις πλευρές (βλ. αρ 346, 591 παρ. 1, 681Α Κ.Πολ.Δ.), συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως τα μη νομίμως χαρτοσημασμένα ή επικυρωμένα αντίγραφα εγγράφων ή τα ανυπόγραφα ή αχρονολόγητα έγγραφα (όχι όμως και τα πλαστά ή μη γνήσια - βλ. και άρ. 449, 453 και 591 παρ. 1, 681Α Κ.Πολ.Δ. - βλ. ενδ. και ΑΠ 665/1980 ΝοΒ 28.208 για τα μη χαρτοσημασμένα ή ανεπικύρωτα φωτοτυπικά αντίγραφα - βλ. ΑΠ 318/1982 ΕΕργΔ 41.654, ΑΠ 269/1973 ΝοΒ 21.1096 για τα ανυπόγραφα ή αχρονολόγητα έγγραφα), λαμβάνονται, όμως, παραδεκτώς υπ’ όψιν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 671 παρ.1 εδ. α. Κ.Πολ.Δ. από το Δικαστήριο προς άμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. άρ. 339 σε συνδ. προς άρ. 395 και 591 παρ. 1, 681Α Κ.Πολ.Δ.), σε  συνδυασμό  και προς τις ομολογίες των  διαδίκων, που συνάγονται, από τις έγγραφες προτάσεις τους και το σύνολο των ισχυρισμών τους (βλ. αρ. 261, 352, 591 παρ.1, 681Α  Κ.Πολ.Δ), στις οποίες θα γίνει ειδική και περιοριστική μνεία κατωτέρω, και γενικότερα από όλη τη διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Την 1η.9.2003 και περί ώρα 18.00 το απόγευμα, ο ενάγων επέβαινε στη με αριθμό κυκλοφορίας …. δίκυκλη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο Χ1, ιδιοκτησίας του πατέρα του τελευταίου και εργοδότη του ενάγοντος, Χ1, επί της οδού Αλ.Παπαναστασίου στη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση προς την περιοχή Χαριλάου, ενώ την ίδια ώρα ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας …. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του οποίου είχε ασφαλίσει η δεύτερη εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, εκινείτο επίσης επί της ιδίας ως άνω οδού Αλ. Παπαναστασίου, αλλά στο αντίθετο ρεύμα πορείας, με κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης. Στη συμβολή της ως άνω οδού με τις οδούς Κατσιμίδη και Παρασκευοπούλου, ο προαναφερθείς οδηγός της μοτοσικλέτας Χ1 εισήλθε κανονικώς στη διασταύρωση ενόψει του ότι ο ευρισκόμενος στην πορεία του φωτεινός σηματοδότης είχε πράσινη ένδειξη γι’ αυτόν, πλην όμως κατά τον ίδιο χρόνο ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας αιφνιδιαστικά και απρόβλεπτα, πραγματοποίησε στροφή προς τα αριστερά με πρόθεση να εισέλθει στην οδό Παρασκευοπούλου, ενέργεια παράνομη, δεδομένου ότι στην πορεία, του υπήρχαν δύο απαγορευτικές αυτής πινακίδες και συγκεκριμένως, οι Ρ-51δ (υποχρεωτική πορεία εμπρός ή δεξιά) και Ρ-27 (απαγόρευση της αριστερής στροφής), τις οποίες και παραβίασε, με αποτέλεσμα το όχημά του να παρεμβληθεί αιφνιδίως στην κανονική πορεία του δικύκλου και η εμπρόσθια αριστερή γωνία του αυτοκινήτου να προσκρούσει στην αριστερή πλευρά του τελευταίου. Η ως άνω σύγκρουση προκλήθηκε από αποκλειστική  υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, ο οποίος, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του ασκώντας συνεχώς τον έλεγχο του οχήματός του έτσι ώστε να  είναι σε  θέση να πραγματοποιεί τους απαιτούμενους κάθε φορά ελιγμούς, και, ακολούθως, προσέκρουσε με το αυτοκίνητό του στη μοτοσικλέτα, στην οποία συνεπέβαινε ο ενάγων, αφού προηγουμένως κινήθηκε παρανόμως παραβιάζοντας τις προαναφερθείσες απαγορευτικές πινακίδες κυκλοφορίας.

Σωματικές Βλάβες
Εξαιτίας της σύγκρουσης ο ενάγων τραυματίσθηκε και, συγκεκριμένως, υπέστη εκδορές δεξιού αγκώνα και βαθύ θλαστικό τραύμα αριστερής κνήμης, διακομίσθηκε, δε, στο Β΄ Νοσοκομείο Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης «ΠΑΝΑΓΙΑ», όπου του έγινε χειρουργικός καθαρισμός στο ανοιχτό του τραύμα και συρραφή και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 4η.9.2003, οπότε και εξήλθε με σύσταση για συχνές  αλλαγές του τραύματος, που συνεχίσθηκαν μέχρι τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2003. Εξαιτίας του βάθους του τραύματος ο ενάγων, πέραν της μεγάλης ουλής, που του προκλήθηκε, υπέστη μετρίου βαθμού ανεπάρκεια του φλεβικού δικτύου του αριστερού κάτω άκρου του, με συνέπεια να εμφανίζει σε αυτό οίδημα και πόνο, που επιδεινωνόταν σε περίπτωση καταπόνησης, λόγω, δε, των  συνεχιζόμενων προβλημάτων του   επισκέφθηκε κατ’ επανάληψη ειδικούς ιατρούς, έκανε ειδικές ιατρικές εξετάσεις και έλαβε διάφορα φάρμακα. Όλα τα ανωτέρω κρίθηκαν τελεσιδίκως με τη με αριθμό 7927/21.3.2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που εκδόθηκε επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 34787/19.10.2004 προηγουμένης αγωγής του ενάγοντος σε βάρος των και εν προκειμένω εναγομένων, το δε σχετικό δεδικασμένο  λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 332 Κ.Πολ.Δ., αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με επίκληση ανωτέρω απόφαση και δεσμεύει το Δικαστήριο αυτό για όλα τα παραπάνω ζητήματα, που αποτελούν τη βάση και της προκειμένης δίκης και δε θα ερευνηθούν εκ νέου (βλ. και ανωτέρω). Με την ίδια, εξάλλου, ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι ο ενάγων, λόγω του τραυματισμού του, κατέστη ανίκανος προς εργασία.
Νομικά Θέματα » Αυτοκίνητα Σύγκρουση ΙΧ και μοτοσυκλέτας
 
    
Δραστηριότητα Νομικά Θέματα Συνεργάτες Σύνδεσμοι Νέα
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Change Language
Ειδήσεις Αττική Βοιωτία Κοζάνη Φλώρινα Ανατολική Μάνη Δεσκάτη Θέρμη Κίμωλος Μέτσοβο Παλαιό Φάληρο Σέρρες Φυλή Ειδήσεις Στερεά Ελλάδα Θεσπρωτία Πέλλα Αιγιαλεία Βισαλτία Ερμιονίδα Κάντανος Σέλινο Λήμνος Νέστος Πρέσπες Τέμπη Κεντρικής Μακεδονίας νέα Ζακύνθου Λευκάδας Αγία Παρασκευή Αρχαία Ολυμπία Έδεσσα Ιωάννινα Λαγκαδάς Ναύπακτος Πεντέλη Σοφάδες Ωρωπός Πρωτοσέλιδα Ειδήσεις Αττική Βοιωτία Κοζάνη Φλώρινα Ανατολική Μάνη Δεσκάτη Θέρμη Κίμωλος Μέτσοβο Παλαιό Φάληρο Σέρρες Φυλή Αττικής νέα Βοιωτίας Κοζάνης Φλώρινας Αμφίπολη Δελφοί Θερμαϊκός Κιλκίς Μεταμόρφωση Παιονία Σέριφος Φούρνοι Κορσεών
Αττική Κεφαλονιά Τρίκαλα Αμύνταιο Γρεβενά Ηράκλειο Κεφαλλονιά Μέγαρα Ορχομενός Σάμος Φιλιάτες
Copyright © 2025 All rights reserved Πανελλαδικής Κυκλοφορίας Κέρκυρα Σέρρες Αμοργός Γόρτυνα Ηλιούπολη Κερατσίνι Δραπετσώνα Μεγαλόπολη Ορεστίδα Σαλαμίνα Φάρσαλα developed and powered by WGR