Ψυχική Οδύνη 2
ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΛΟΓΩ ΨΥΧΙΚΗΣ ΟΔΥΝΗΣ ΕΠΙ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΟΤΗΤΑΣ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 864/2007 (ΡΩΜΗ ΙΙ)

Υπό Γεωργίου Αμπατζή
τ. Δικηγόρου Πατρών

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η διάταξη του άρθρου 932 εδ. 3 του ΑΚ, η οποία ορίζει ότι σε περίπτωση θανάτου προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης, έγινε πρόσφατα αντικείμενο ιδιαίτερης νομολογιακής επεξεργασίας. Εκείνο που απασχόλησε τα δικαστήρια τόσο της ουσίας όσο και τον Άρειο Πάγο ήταν η ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου με βάση το οποίο γίνεται ο προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων τα οποία δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, όταν ο θανών και οι συγγενείς του είναι αλλοδαποί. Η σχετική νομολογιακή αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού παρουσίασε διακυμάνσεις, με αποτέλεσμα να υιοθετηθούν και διαμετρικά αντίθετες θέσεις από τα δικαστήρια που κλήθηκαν να το αντιμετωπίσουν.  

Αποφασιστικό ρόλο στην πάρα πάνω εξέλιξη είχε η υπ’αριθ. 3/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου1, η οποία έκρινε την περίπτωση τροχαίου ατυχήματος κατά το οποίο θανατώθηκε αλβανός υπήκοος και οι συγγενείς του, αλβανοί υπήκοοι και αυτοί, διεκδίκησαν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν είναι ή όχι κάποιος μέλος της ίδιας οικογένειας με τον θανατωθέντα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ εφαρμοστέο είναι το αλβανικόκαι όχι το ελληνικό δίκαιο. Ειδικώτερα το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε ότι το ζήτημα αν είναι ή όχι κάποιος μέλος της ίδιας οικογένειας με τον θανατωθέντα κρίνεται με βάση τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και ειδικώτερα από το δίκαιο του κράτους στο οποίο παραπέμπουν τα άρθρα 13 και 14, αν πρόκειται για ενάγοντα σύζυγο και 17, 22 και 23 του ΑΚ, αν πρόκειται για τέκνο. Δεδομένου ότι τόσο ο θανών όσο και οι ενάγοντες γονείς και αδελφοί του είχαν την αλβανική ιθαγένεια, το δικαστήριο έκρινε ότι εφαρμοστέο είναι το αλβανικό δίκαιο, στο οποίο παραπέμπουν οι πάρα πάνω διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για την κρίση αν αυτοί ανήκουν στην οικογένεια του αποβιώσαντος και δικαιούνται κατά συνέπεια χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης.

ΙΙ. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Μετά την προαναφερόμενη υπ’αριθ. 3/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου εκδόθηκε η υπ’αριθ. 798/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου(αδημ.), η οποία ασχολήθηκε με τον θάνατο αλβανού υπηκόου σε τροχαίο ατύχημα το οποίο συνέβη στην Ελλάδα και έκρινε ότι το ζήτημα αν είναι κάποιος ή όχι μέλος της ίδιας οικογένειας με το θύμα ενός τροχαίου ατυχήματος δεν κρίνεται κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (άρθρο 932 Α.Κ.), αλλά κατά τις διατάξεις των άρθρων 14, 17, 22 και 23 του Α.Κ., ανάλογα με το αν πρόκειται για σύζυγο ή τέκνα, οι οποίες διατάξεις οδηγούν στην εφαρμογή του αλβανικού δικαίου.Την ίδια ακριβώς θέση και με παρόμοια διατύπωση υιοθέτησε και η υπ΄αριθ. 799/2009 απόφαση,η οποία αντιμετώπισε επίσης θάνατο αλβανού υπηκόου και η οποία δέχθηκε ότι για την κρίση αν είναι ή όχι κάποιος μέλος της ίδιας οικογένειας με το θύμα εφαρμόζονται οι πάρα πάνω διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση παραπέμπουν, κατά την απόφαση, στην εφαρμογή του αλβανικού δικαίου.

Έτσι φάνηκε να παγιώνεται πλέον στη νομολογία του Αρείου Πάγου, μετά και την υπ΄αριθ. 3/2007 απόφαση αυτού του δικαστηρίου, η άποψη ότι η έννοια του όρου «οικογένεια»του άρθρου 932 εδαφ. γ του Α.Κ. δεν ρυθμίζεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, αλλά από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι οποίες και παραπέμπουν στην εφαρμογή διατάξεων αλλοδαπού ουσιαστικού δικαίου.

Υπέρ της άποψης αυτής που υιοθέτησε ο Άρειος Πάγος με την πάρα πάνω απόφασή του τάχθηκε ο καθηγητής Ε.Βασιλακάκης2. Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι ο όρος «οικογένεια», σε περίπτωση που ο αποβιώσας ήταν αλλοδαπός, αποτελεί προκριματικό (ή προδικαστικό) ζήτημα το οποίο κρίνεται είτε με βάση τον οικείο κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της lex fori, δηλαδή εν προκειμένω του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, είτε με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της lex causae, το οποίο επίσης είναι το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΑΚ, δηλαδή του τόπου στον οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα. Έτσι ο εν λόγω συγγραφέας επιδοκιμάζει την πάρα πάνω θέση του Αρείου Πάγου και κυρίως τη διάκριση που γίνεται από το δικαστήριο αυτό μεταξύ του κυρίου ζητήματος, δηλαδή την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης επί του οποίου εφαρμόζεται ημεδαπό δίκαιο, και του προκριματικού ζητήματος, δηλαδή του προσδιορισμού των δικαιούχων αυτής της αξίωσης, επί του οποίου εφαρμόζεται το αλλοδαπό δίκαιο στο οποίο παραπέμπει το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.

Την εντελώς αντίθετη προς την πάρα πάνω υποστηριζόμενη άποψη υιοθετεί ο Μιχ.Μαργαρίτης3, ο οποίος δέχεται ότι ο όρος «οικογένεια» δεν αποτελεί πρόκριμα  το οποίο κείται εκτός του πλάτους της εννοίας του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά αντίθετα η έννοια αυτή ρυθμίζεται από την εν λόγω διάταξη, η οποία και παραπέμπει για τον προσδιορισμό αυτής στο δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Συγκεκριμένα, αν πρόκειται για θανατωθέντα στο χώρο της ελληνικής επικράτειας αλλοδαπό, ο κύκλος των προσώπων που περιλαμβάνονται στην οικογένειά του ρυθμίζεται από το άρθρο 932 του ΑΚ, δηλαδή από κανόνα του ελληνικού δικαίου και όχι από οποιονδήποτε άλλο κανόνα αλλοδαπού δικαίου. Ο συγγραφέας αυτός για τη θεμελίωση αυτής της άποψής του υποστηρίζει ότι ο όρος «οικογένεια» αποτελεί αόριστη νομική έννοια του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου,δηλαδή του άρθρου 932 του ΑΚ, του οποίου το εννοιακό εύρος και βάθος έχει επεξεργαστεί η νομολογία των δικαστηρίων μας και επομένως ο κύκλος των δικαιουμένων προσώπων είναι εν προκειμένω προσδιορισμένος από το ελληνικό δίκαιο.Βέβαια το αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υφίσταται η αντίστοιχη συγγενική ιδιότητα, η οποία καθιστά in concreto ένα πρόσωπο δικαιούχο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, κρίνεται από το εφαρμοστέο στην κάθε περίπτωση δίκαιο στο οποίο παραπέμπει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του δικαστή του forum. Έτσι π.χ. η ύπαρξη του γάμου, η οποία θεμελιώνει την ιδιότητα του συζύγου θα κριθεί με βάση το δίκαιο στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 13 του ΑΚ, η ιδιότητα του τέκνου θα κριθεί από το δίκαιο στο οποίο παραπέμπουν τα άρθρα 17, 22 και 23 του ΑΚ κλπ.

Στην προαναφερόμενη σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου ως προς το ζήτημα του προσδιορισμού του κύκλου των προσώπων τα οποία απαρτίζουν την «οικογένεια» του άρθρου 932 εδ. γ, επέφερε το πρώτο ρήγμα η υπ΄αριθ. 1847/2009 απόφαση αυτού του δικαστηρίου4. Το Δ΄ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου το οποίο εξέδωσε την πάρα πάνω απόφαση, αντιμετώπισε τροχαίο ατύχημα αλβανού υπηκόου κατά το οποίο αυτός θανατώθηκε και οι συγγενείς του, σύζυγος και τέκνα του θανόντος, είχαν εγείρει αξιώσεις ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Τρία από τα μέλη της σύνθεσης αυτού του δικαστηρίου τάχθηκαν υπέρ της άποψης ότι ο καθορισμός των μελών της «οικογένειας» του θύματος, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, γίνεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 13, 14, 17, 22 και 23 του Α.Κ., οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση παραπέμπουν στην εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου. Δύο από τα μέλη του εν λόγω δικαστηρίου υποστήριξαν την άποψη ότι ο κύκλος των προσώπων που ανήκουν στην «οικογένεια» καθορίζεται από το ελληνικό δίκαιο και συγκεκριμένα από τις διατάξεις των άρθρων 26 και 932 του ΑΚ, με βάση την ερμηνεία της αόριστης νομικής έννοιαςτης «οικογένειας», όπως αυτή έχει προσδιορισθεί από τη νομολογία των δικαστηρίων της χώρας μας, υιοθετώντας πλήρως την πάρα πάνω άποψη την οποία υποστηρίζει ο Μιχ.Μαργαρίτης. Στην περίπτωση αυτή, όπως δέχεται η μειοψηφούσα γνώμη, εφαρμόζονται ασφαλώς και οι πάρα πάνω διατάξεις του ελληνικού Α.Κ. όχι όμως για να καθοριστεί με βάση αυτές ο κύκλος των προσώπων που ανήκουν στην «οικογένεια», αλλά προκειμένου να ερευνηθεί στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η συνδρομή των προϋποθέσεων που θέτει το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο για να υπάρξει η συγγενική σχέση.Δεδομένου ότι η πάρα πάνω απόφαση ελήφθη με διαφορά μιας ψήφου, η έρευνα του σχετικού λόγου αναιρέσεως που αφορούσε το πάρα πάνω ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 563 παρ. 2 εδ. β του Κ.Πολ.Δικ. Έτσι το πρόβλημα που αντιμετώπισε πρόσφατα η νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο για τον καθορισμό της έννοιας της «οικογένειας» του άρθρου 932 εδ. γ του Κ.Πολ.Δικ. επανήλθε στο προσκήνιο και η διχογνωμία που είχε ανακύψει μεταφέρθηκε και στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας μας. Αναμένεται πλέον από την Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου να δώσει την λύση στο λεπτό αυτό νομικό ζήτημα, το οποίο εξακολουθεί να απασχολεί συχνά τα δικαστήρια της ουσίας. (Για τις εντελώς πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες ακολουθούν διαφορετική άποψη, γίνεται αναφορά πάρα κάτω).

ΙΙΙ. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

Τα δικαστήρια της ουσίας απασχόλησαν πολλές φορές τροχαία ατυχήματα που συνέβησαν επί ελληνικού εδάφους και στα οποία θανατώθηκαν αλλοδαποί, γεγονός το οποίο επέβαλε την εκ μέρους τους ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 26 και 932 του ΑΚ. Και αυτό γιατί στις πάρα πάνω περιπτώσεις είχαν εγερθεί αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των συγγενών των θυμάτων. Τα δικαστήρια αυτά δεν ακολούθησαν ενιαία θέση ως προς το πάρα πάνω κρίσιμο ζήτημα, αλλά διαφοροποιήθηκαν και μπορούν να ταξινομηθούν, ανάλογα με τη θέση που υιοθέτησαν στις ακόλουθες τρεις βασικές κατηγορίες: α) Στις αποφάσεις που δέχονται ότι για τον προσδιορισμό του κύκλου των αλλοδαπών δικαιούχων χρηματικής ικανοποίησης εφαρμοστέο είναι το αλλοδαπό δίκαιο. β) Σε εκείνες που δέχονται ότι για το ζήτημα αυτό εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο και γ) Στις αποφάσεις που υιοθετούν μια ενδιάμεση ερμηνευτική συλλογιστική:

Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται οι ακόλουθες, ενδεικτικά αναφερόμενες, αποφάσεις:  1) Η υπ’αριθ. 5158/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αδημ.), η οποία είχε να αντιμετωπίσει το πραγματικό γεγονός της διεκδίκησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των αλβανών υπηκόων, συγγενών θανατωθέντος σε τροχαίο ατύχημα, αλβανού επίσης υπηκόου. Η απόφαση αυτή ακολούθησε πιστά τις θέσεις και τη συλλογιστική της υπ’αριθ. 3/2007 απόφασης του Αρείου Πάγου και εφάρμοσε αλβανικό δίκαιοκαι συγκεκριμένα το άρθρο 643 του αλβανικού ΑΚ. Ακολούθως επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης μόνο στην ανήλικη θυγατέρατου θανατωθέντος, ενώ απέρριψε το σχετικό αίτημα των γονέων και των αδελφών του θανατωθέντος,με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί ήσαν ανίκανοι προς εργασία και ότι διατρέφονταν εν όλω ή εν μέρει από τον θανατωθέντα, όπως απαιτεί η πάρα πάνω διάταξη του αλβανικού αστικού κώδικα.Επίσης απέρριψε και το αίτημα επιδίκασης ψυχικής οδύνης των αδελφών του θανατωθέντος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί συμβίωναν με αυτόν και εδικαιούντο να διατρέφονται από αυτόν, όπως απαιτεί η πάρα πάνω διάταξη του αλλοδαπού δικαίου. 

2) Η υπ’αριθ. 4998/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αδημ.) εφαρμόζει επίσης αλβανικό δίκαιο για τον προσδιορισμό των προσώπων που δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του συγγενούς τους αλβανού επίσης υπηκόου, διευρύνειόμως την έννοια της οικογένειας στην οποία συμπεριλαμβάνει, εκτός από τα τέκνα του θανατωθέντος, ανήλικα και ενήλικα, τα εγγόνια του, τον σύζυγο, τους γονείς, τους αδελφούς και τις αδελφές, τα τέκνα των προαποβιωσάντων αδελφών, όπως επίσης και τους παππούδες και τις γιαγιάδες.Και αυτό διότι η εν λόγω απόφαση δεν εφαρμόζει τη διάταξη του άρθρου 643 του αλβανικού ΑΚ, όπως κάνει η αμέσως προηγούμενη απόφαση, αλλά εκείνη του άρθρου 360 του ίδιου κώδικα.  

3) Η υπ’αριθ. 4734/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών5έκρινε ότι το αν ανήκει ή όχι κάποιος στην οικογένεια του θύματος είναι ζήτημα το οποίο κρίνεται από το αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το αλβανικό, στο οποίο παραπέμπουν οι διατάξεις των άρθρων 13,14,17 και 18 του ΑΚ.

Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται οι εξής αποφάσεις:

1)Η υπ’αριθ. 2265/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αδημ.) δέχθηκε την άποψη ότι το ζήτημα αν ανήκει κάποιος στην οικογένεια του θύματος και έχει ως εκ τούτου απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, η οποία παραπέμπει σε εφαρμογή του ελληνικού δικαίου.Με βάση αυτή την παραδοχή της η εν λόγω απόφαση, εφαρμόζοντας το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στους αδελφούς του θανατωθέντος σε τροχαίο ατύχημα αλβανού υπηκόου, αλβανούς επίσης υπηκόους και κατοίκους Αλβανίας, ως ανήκοντες στην οικογένεια του θύματος. (Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε από την προαναφερόμενη υπ’αριθ. 798/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου).

2)Η υπ’αριθ. 8626/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αδημ.)εφάρμοσε επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (αρθ. 932 ΑΚ) και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στους γονείς και τους αδελφούς αλβανίδας υπηκόου η οποία θανατώθηκε σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στην Ελλάδα, αλβανούς επίσης υπηκόους. (Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την προαναφερόμενη 799/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου).

3) Η υπ’αριθ. 1159/2009 του Εφετείου Αθηνών6η οποία εκδίκασε αγωγή των αλβανικής ιθαγένειας συγγενών του θανατωθέντος σε τροχαίο ατύχημα, επίσης αλβανού υπηκόου, δέχθηκε ότι για τον προσδιορισμό του κύκλου των προσώπων που ανήκουν στην οικογένεια του θανόντος και επομένως δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο και ειδικώτερα η διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω απόφαση, προκειμένου να στηρίξει την άποψη που υιοθετεί, επικαλείται και το γεγονός ότι δεν υπάρχει διάταξη του ελληνικού διεθνούς δικαίου, η οποία να επιτάσσει την εφαρμογή άλλη δικαίου πλην του ελληνικού για τον καθορισμό της έννοιας του όρου οικογένεια.

Στην τρίτη τέλος κατηγορία κατατάσσονται οι ακόλουθες αποφάσεις:

1) Οι υπ’αριθ. 1051/2006 και 732/2008 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών7 οι οποίες καταλήγουν επίσης στην εφαρμογή του ελληνικού δικαίου για τον προσδιορισμό της έννοιας του όρου οικογένεια. Οι αποφάσεις αυτές δέχονται ειδικώτερα ότι η έννοια αυτή αποτελεί πρόκριμα, το οποίο δεν εμπίπτει στο πλάτος της εννοίας του άρθρου 26 του ΑΚ και επομένως δεν ρυθμίζεται από το ελληνικό δίκαιο ως τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα.  Περαιτέρω η πρώτη από τις πάρα πάνω αποφάσεις δέχεται ότι εφόσον το αλβανικό δίκαιο, δηλαδή το δίκαιο της ιθαγένειας του θανατωθέντος και των συγγενών του, δεν προβλέπει τον θεσμό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και επομένως δεν προσδιορίζει ούτε και ποια πρόσωπα δικαιούνται να ζητήσουν τέτοιο χρηματικό ποσό, εφαρμοστέο είναι για τη σχετική κρίση το ελληνικό δίκαιο και συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ.Η δεύτερη από τις πάρα πάνω αποφάσεις υιοθετεί μία άλλη συλλογιστική. Δέχεται δηλαδή ότι, εφόσον το αλβανικό δίκαιο δεν προσδιορίζει τους δικαιούχους χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το πρώτο κατά σειρά δίκαιο το προβλεπόμενο από τα άρθρα 14 και 18 του ΑΚ, δηλαδή το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειας μεταξύ του θανόντος και των συγγενών του (συζύγου και τέκνων, αντίστοιχα), αλλά το δεύτερο κατά σειρά δίκαιο αυτών των άρθρων, το οποίο είναι το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους, το οποίο στην προκείμενη περίπτωση ήταν το ελληνικό δίκαιο.

 2) Η υπ’αριθ. 6680/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών8εφαρμόζει επίσης το αλβανικό δίκαιο, αλλά, αφού διαπιστώνει ότι από τα στοιχεία που της προσκομίσθηκαν δεν κατέστη δυνατό να προσδιορισθεί η έννοια της οικογένειας σύμφωνα με το αλβανικό δίκαιο, θεωρεί ότι το αλβανικό δίκαιο ταυτίζεται ως προς το ζήτημα αυτό με το ελληνικό δίκαιο και ακολούθως προσδιορίζει τα μέλη της οικογένειας του θανόντος με βάση τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίουκαι συμπεριέλαβε σε αυτήν τη σύζυγο του θανόντος, το τέκνο του, τη μητέρα του, τους αδελφούς του και τον πεθερό και την πεθερά του

3) Ηυπ’αριθ. 397/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αδημ.),η οποία δέχεται ότι για τον προσδιορισμό της έννοιας της οικογένειας εφαρμοστέο είναι το αλλοδαπό δίκαιο που ορίζουν οι σχετικές διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Επειδή όμως το πακιστανικό δίκαιο, το οποίο ήταν εφαρμοστέο κατά την άποψη του δικαστηρίου αυτού λόγω της ιθαγένειας του θανόντος, δεν προβλέπει το θεσμό της ψυχικής οδύνης και επομένως δεν προσδιορίζει και τα πρόσωπα τα οποία δικαιούνται να ζητήσουν το αντίστοιχο χρηματικό ποσό ως συγκροτούντα την οικογένεια του θύματος, τότε, αποφαίνεται η εν λόγω απόφαση, ότι τα σχετικά ζητήματα θα κριθούν από τις διατάξεις του ημεδαπού δικαίου και μάλιστα από το άρθρο 932 του ΑΚ.Την ίδια ακριβώς συλλογιστική ακολουθεί και η υπ’αριθ. 928/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών9, η οποία είχε να αντιμετωπίσει θανάσιμο τραυματισμό ινδού υπηκόου.

Πρέπει να τονισθεί ότι τα αποτελέσματα στα οποία οδηγούν οι αποφάσεις της πρώτης κατηγορίας είναι ανεπιεική και δεν εναρμονίζονται σε κάθε περίπτωση με το σκοπό της διάταξης του άρθρου 932 εδαφ. 3 του ΑΚ. Αυτό καταδεικνύεται ιδιαίτερα από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η πάρα πάνω υπ’αριθ. 5158/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή προχώρησε σε μία καθαρά μηχανιστική μεταφοράτης διάταξης του άρθρου 643 παρ. 1 του αλβανικού ΑΚ, η οποία προσδιορίζει τον κύκλο των προσώπων που δικαιούνται αποζημίωσης για την περιουσιακή ζημία που υφίστανται λόγω του θανάτου του συγγενούς τους10, ,την οποία μεταφορά και ενέταξε αυτούσια στην έννοια της «οικογένειας», όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 932 εδαφ. γ΄του ΑΚ. Με βάση αυτή τη συλλογιστική της απέκλεισεαπό το δικαίωμα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης πρόσωπα τα οποία κατά την πάγια θέση της ελληνικής νομολογίας έχουν την αντίστοιχη αξίωση, όπως είναι οι γονείςκαι οι αδελφοίτου θανατωθέντος. Είναι ολοφάνερο ότι η υιοθέτηση της άποψης αυτής έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ίδιο τον σκοπό της θέσπισης από τον έλληνα νομοθέτη της διάταξης του άρθρου 932 εδαφ. γ΄του ΑΚ.Η υπ’αριθ. 4998/2006 πάρα πάνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών πλησιάζει περισσότερο τον προαναφερόμενο στόχο του έλληνα νομοθέτη, αφού εφαρμόζει μεν το αλβανικό δίκαιο προκειμένου να προσδιορίσει τα πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος και δικαιούνται κατά συνέπεια χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, προσφεύγει όμως για τον προσδιορισμό αυτών των προσώπων όχι στη διάταξη του άρθρου 643 παρ. 1 του αλβανικού ΑΚ, όπως κάνει η αμέσως προηγούμενη απόφαση, αλλά σε εκείνη του άρθρου 360 του ίδιου κώδικα. Με την τελευταία αυτή διάταξη προσδιορίζεται ο κύκλος των υποχρέων διατροφής συγγενικών προσώπων, ο οποίος είναι πολύ ευρύτερος εκείνου του άρθρου 643 παρ. 1 του ίδιου κώδικα και περιλαμβάνει το σύνολο σχεδόν των προσώπων τα οποία προσδιορίζει και η νομολογία των δικαστηρίων μας ως δικαιούχους κατά την έννοια του άρθρου 932 εδαφ. γ΄ του ελληνικού ΑΚ. Έτσι η απόφαση αυτή φαίνεται να προσφεύγει έμμεσα στην γνωστή στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο μέθοδο της «προσαρμογής»11, προκειμένου να επιτύχει την εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε η διάταξη του άρθρου 932 εδαφ. γ΄του ΑΚ.

Η έλλειψη λοιπόν ενιαίας αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού από τη νομολογία καθιστά αναγκαία την εγγύτερη ανάλυση των πάρα πάνω κρίσιμων διατάξεων και ιδιαίτερα του άρθρου 26 του ΑΚ. Η ανάλυση αυτή επιτυγχάνεται με την ορθή ερμηνευτική προσέγγιση αυτής της διάταξης, η οποία περιλαμβάνει τις βασικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και κυρίως αυτές που υιοθετούνται από τον κοινοτικό νομοθέτη. Ακολούθως πρέπει να ενταχθεί η ερμηνεία του άρθρου 26 του ΑΚ σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, αλλά και να αναλυθεί η έννοια του «προκρίματος».

IV. Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 864/2007 («ΡΩΜΗ ΙΙ»)

Ο ερμηνευτής του κανόνα του άρθρου 26 του ΑΚ πρέπει να τον αντιμετωπίζει κατ’αρχήν ως κανόνα του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι, ακολουθώντας την τελολογική μέθοδο, πρέπει να στρέφει «ερευνητικό το βλέμμα περί τον διεθνή ορίζοντα»σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του καθηγητή Ηλία Κρίσπη12, δηλαδή να προσπαθεί να προσεγγίσει ερμηνευτικά τη συγκεκριμένη διάταξη λαμβάνοντας υπόψη και τα συμφέροντα των λοιπών εμπλεκομένων στην ρυθμιστέα σχέση πολιτειών13 και ιδιαίτερα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,στην οποία ανήκει και η χώρα μας, όπως τα συμφέροντα αυτά προσδιορίζονται από τον κοινοτικό νομοθέτη.

Είναι κατ΄αρχήν δεδομένο ότι η διχογνωμία που παρουσιάζεται στη νομολογία των δικαστηρίων της χώρας μας έχει περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, αφού αυτή συνδέεται άμεσα με την ερμηνεία, κυριολεκτικά με τον προσδιορισμό του πλάτους της έννοιας, του άρθρου 26 του Α.Κ.,το οποίο αντικαταστάθηκε  στο σύνολό του από τις διατάξεις του κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές, γνωστού ως «ΡΩΜΗ ΙΙ», ο οποίος άρχισε να ισχύει από τις 11 Ιανουαρίου 2009,σύμφωνα με το άρθρο 32 αυτού14. Επομένως η πάρα πάνω ερμηνευτική διχογνωμία δεν γεννάται για τα τροχαία εκείνα ατυχήματα τα οποία εμπίπτουν στην ρύθμιση του κανονισμού από την άποψη των χρονικών ορίων ισχύος αυτού. Κι αυτό γιατί ο εν λόγω κανονισμός περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις οι οποίες ρυθμίζουν το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου κατά τρόπο ο οποίος διαφέρει ριζικά από τη ρύθμιση του άρθρου 26 του Α.Κ. και στο πλάτος της έννοιας των διατάξεων αυτών εμπεριέχεται και ο προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων τα οποία δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, όπως θα φανεί από την ανάπτυξη που ακολουθεί.

Ειδικότερα ο κανονισμός εισάγει ως συνδετικά στοιχεία του εφαρμοστέου δικαίου την «άμεση ζημία»(lex loci damni) (άρθρο 4 παρ. 1) αντί εκείνου της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκηματου άρθρου 26 του Α.Κ. (lex loci delicti commissi), την κοινή συνήθη διαμονήτων εμπλακέντων στο ατύχημα προσώπων (άρθρο 4 παρ. 2) ως παρέκκλισητου πάρα πάνω κανόνα και τον προδήλως στενότερο δεσμό του τροχαίου ατυχήματοςμε κάποια άλλη χώρα (άρθρο 4 παρ. 3) ως ρήτρα διαφυγής. Με το άρθρο 14 εξάλλου του Κανονισμού προβλέπεται η δυνατότητα υπαγωγής του ατυχήματος (της αδικοπραξίας γενικότερα) στο δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη.

(Εκτεταμένη ανάπτυξη των διατάξεων του κανονισμού γίνεται αμέσως πάρα πάνω στην προηγούμενη εισήγηση και για το λόγο αυτό δεν θεωρείται σκόπιμη η επανάληψή τους.) Για τις ανάγκες αυτής της εργασίας θα επισημανθούν μόνο τα ακόλουθα ζητήματα:

1)      Οι διατάξεις του Κανονισμού αντικαθιστούν πλήρως το άρθρο 26 του Α.Κ. και ρυθμίζουν αυτές πλέον και μόνο το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εξωσυμβατικών ενοχών οι οποίες εμπεριέχουν στοιχεία αλλοδαπότητας. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των εμπλακέντων στο ατύχημα προσώπων, δηλαδή τόσο για τους ημεδαπούς όσο και για τους αλλοδαπούς15.  Επομένως η άποψη που υποστηρίχθηκε πρόσφατα, ότι οι διατάξεις του Κανονισμού καταλαμβάνουν μόνο τα πρόσωπα εκείνα που ανήκουν σε κράτη-μέλη δεσμευόμενα από αυτές τις ρυθμίσεις και όχι επί ζημιωθέντων οι οποίοι έχουν την ιθαγένεια κράτους-μέλους μη δεσμευόμενου από την κοινοτική ρύθμιση16, δεν φαίνεται να ευσταθεί. Η άποψη αυτή παραγνωρίζει την έννοια και τη λειτουργία του άρθρου 4 του ΑΚ, που αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου, αλλά και τη νομική φύση της νομοθετικής παραγωγής του κοινοτικού νομοθέτη που εκφράζεται με τους κανονισμούς. Ειδικώτερα με το άρθρο 4 του ΑΚ εισάγεται η θεμελιώδης αρχή της εξομοίωσης του αλλοδαπού προς τον ημεδαπό από την άποψη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι το δίκαιο που διέπει κάθε σχέση ευρίσκεται με βάση τους ίδιους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και για τον αλλοδαπό και για τον ημεδαπό17.Ο κανονισμός εξάλλου συνιστά την κατ’εξοχήν πράξη του κοινοτικού νομοθέτη που διαθέτει αμεσότητα, με την έννοια ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται στην εθνική έννομη τάξη ως εσωτερικό δίκαιο, χωρίς να χρειάζεται να παρεμβληθεί οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη είτε με τη μορφή της μετατροπής είτε με εκείνη της αναπαραγωγής του μέσω της δημοσίευσης σε εθνικό επίπεδο, όπως ρητά αναγνωρίζεται από το άρθρο 189 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης18. Περιθώριο εφαρμογής στις περιπτώσεις αυτές του άρθρου 26 του Α.Κ., όπως υποστηρίζει η πάρα πάνω άποψη, δεν υφίσταται, αφού το εν λόγω άρθρο έχει καταργηθεί και έχει αντικατασταθεί πλήρως από τις διατάξεις του Κανονισμού.

2)      Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του κανονισμού, οι οποίες ορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο επί των τροχαίων ατυχημάτων (άρθρο 4 παρ. 1, 2 και 3 και άρθρο 14) προσδιορίζεται αυτοτελώς και το δίκαιο το οποίο διέπει τον καθορισμό των προσώπων τα οποία δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου συγγενούς τους.Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο καθορισμός του κύκλου των προσώπων τα οποία ανήκουν στην οικογένεια του θύματος κατά το άρθρο 932 εδ. γ του Α.Κ. γίνεται με βάση το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους, του οποίου το δίκαιο αυτό είναι εφαρμοστέο, σύμφωνα με τις πάρα πάνω διατάξεις του κανονισμού και όχι με βάση το ουσιαστικό δίκαιο κάποιου άλλου κράτους. Αν λοιπόν σε όλα τα πάρα πάνω παραδείγματα που απασχόλησαν τη Νομολογία εφαρμόζονταν οι διατάξεις του κανονισμού και ειδικότερα εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 αυτού, τότε ο προσδιορισμός των προσώπων που δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνηςθα έπρεπε να γίνει με βάση το δίκαιο του τόπου στον οποίο επήλθε η άμεση ζημία, δηλαδή από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, εφόσον η άμεση αυτή ζημία, δηλαδή ο θάνατος, επήλθε μέσα στην ελληνική επικράτεια. Η θέση αυτή του κοινοτικού νομοθέτη προκύπτει με σαφήνεια από τα ακόλουθα στοιχεία: α) Από την διάταξη του άρθρου 15 εδ. 1 και περ. στ΄, όπου ορίζεται ότι «… το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές δυνάμει του παρόντος κανονισμού διέπει ιδίως … τα πρόσωπα που δικαιούνται αποκατάστασης της προσωπικής ζημίας που υπέστησαν».β)Από την πρόταση της Επιτροπής19, στην οποία, κατά την ανάλυση της προαναφερόμενης διάταξης, αναφέρονται τα εξής: «… Η πάρα πάνω έννοια ρυθμίζει ιδίως το θέμα αν κάποιο πρόσωπο πέραν του «αμέσως ζημιωθέντος»μπορεί να επιτύχει αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη και αυτό «εξ ανακλάσεως»ως συνέπεια της βλάβης που έπληξε το θύμα. Η βλάβη αυτή μπορεί να είναι ηθική, για παράδειγμα η οδύνη που προκαλείται από το θάνατο οικείουή περιουσιακή, για παράδειγμα η ζημία των παιδιών ή του συζύγου του θανόντος …». Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ότι ως προς το ζήτημα του προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου επί των αξιώσεων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης ο κοινοτικός νομοθέτης είχε να επιλέξει μεταξύ των ακόλουθων δύο λύσεων: Ή να θεσπίσει ως εφαρμοστέο δίκαιο το δίκαιο της πολιτείας όπου ο αξιών την ψυχική οδύνη συγγενής έχει το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων, και η οποία είναι συνήθως ο τόπος της συνήθους διαμονής του ή το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επήλθε η άμεση ζημία. Η αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού, κατά το οποίο «… το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονόςκαθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα…», οδηγεί στο βέβαιο συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε την δεύτερη από τις πάρα πάνω λύσεις20. Εξαίρεση βέβαια από αυτόν τον κανόνα υπάρχει στην σπάνια εμφανιζόμενη στην πράξη περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 2 του Κανονισμού (παρέκκλιση από τον πάρα πάνω γενικό κανόνα) οπότε εφαρμόζεται το δίκαιο της κοινής συνήθους διαμονής των εμπλακέντων στο ατύχημα προσώπων. Αυτό θα συμβεί αν π.χ. δύο Έλληνες με τόπο συνήθους διαμονής τους στην Ελλάδα εμπλέκονται σε τροχαίο ατύχημα το οποίο συμβαίνει σε γερμανικό έδαφος. Στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοστεί το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Κανονισμού.

3)      Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία για το ζήτημα που απασχολεί την παρούσα εργασία είναι η ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, από την σκοπιά του κοινοτικού νομοθέτη. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να αποτελέσει και τον αποφασιστικό ερμηνευτικό «μίτο» για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 26, το οποίο εφαρμόζεται για τα τροχαία ατυχήματα τα οποία συνέβησαν πριν από την έναρξη του Κανονισμού,και 932 εδ.γ του Α.Κ. Ήδη πριν αρχίσει οποιαδήποτε προετοιμασία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την θέσπιση ενιαίων κανόνων που θα ορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εξωσυμβατικών ενοχών, κυκλοφορούσε ευρέως η άποψη ότι ο στόχος τον οποίο θα πρέπει να υπηρετούν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μερών τα οποία εμπλέκονται σε ένα τροχαίο ατύχημα.Ως τέτοια εξυπηρέτηση δεν θεωρείται βέβαια η ευνοϊκή μεταχείριση του ενός ή του άλλου μέρους, αλλά η διασφάλιση ότι το δίκαιο το οποίο θα ρυθμίσει τις σχέσεις τους θα είναι προβλεπτό από αυτούς21.Την βασική αυτή αρχή ενσωμάτωσε και ο κοινοτικός νομοθέτης στις διατάξεις του Κανονισμού, όπως προκύπτει από το προοίμιο εκτιμήσεων, το οποίο προτάσσεται των διατάξεων αυτών. Στο προοίμιο αυτό τονίζεται ότι η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει την δυνατότητα πρόβλεψης του εφαρμοστέου δικαίουσε μια συγκεκριμένη σχέση, γεγονός το οποίο εγγυάται και την ασφάλεια του δικαίου.Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται όταν οι κανόνες σύγκρουσης δικαίων που ισχύουν στα κράτη-μέλη ορίζουν ως εφαρμοστέο το αυτό εθνικό (εσωτερικό) δίκαιο, ανεξάρτητα από το κράτος ενώπιον των δικαστηρίων του οποίου ασκείται η αγωγή22. Η ύπαρξη των ενιαίων αυτών κανόνων δημιουργεί στον κοινοτικό νομοθέτη την προσδοκία της βελτίωσης της προβλεψιμότητας των δικαστικών αποφάσεων και της εξασφάλισης με τον τρόπο αυτό εύλογης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων του φερομένου ως υπαίτιου και του ζημιωθέντος.  Αντίθετα η διασποράτων στοιχείων της υπόθεσης σε περισσότερες χώρες αποτελεί πηγή αβεβαιότηταςγια το εφαρμοστέο δίκαιο και για το λόγο αυτό πρέπει να αποφεύγεται23. Αλλά και στην πρόταση της επιτροπήςείναι διάχυτο αυτό το πνεύμα της επιδίωξης της ασφάλειας του δικαίου κατά την θέσπιση, ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων που εισάγει ο Κανονισμός. Εδώ τονίζεται ότι μεταξύ των κρατών-μελών υπήρχαν σημαντικές διαφορές σε διάφορα ζητήματα, μεταξύ των οποίων βασικό είναι το ζήτημα της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης, συμπεριλαμβανομένης της αποζημίωσης τρίτων. Έχοντας λοιπόν ο κοινοτικός νομοθέτης επίγνωση ότι η εναρμόνιση του ουσιαστικού δικαίου των κρατών-μελών δεν μπορεί να πραγματωθεί στο άμεσο μέλλον, η ενοποίηση των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι εκείνη που θα οδηγήσει άμεσα στον επιθυμητό στόχο. Ο στόχος αυτός είναι ηπροβλεψιμότητα από τα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται και η ασφάλεια του δικαίου, και η αποφυγή της διασποράς μεταξύ διαφόρων κρατών όχι μόνο του γενεσιουργού της ευθύνης γενονότος, αλλά και της ίδιας της ζημίας24. Είναι ενδεικτικό, από την άποψη της νομοθετικής πολιτικής του κοινοτικού νομοθέτη, ότι αυτός δεν επέλεξε ως βασικό κανόνα εφαρμοστέου δικαίου την αρχή της εύνοιας προς τον ζημιωθέντα, όπως είχε προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία συνίσταται στην δυνατότητα που προσφέρεται στον τελευταίο να επιλέξει το ευνοϊκότερο γι΄αυτόν δίκαιο (forum shopping). Η πρόταση αυτή του Κοινοβουλίου απορρίφθηκε με τη σκέψη ότι ενδεχόμενη υιοθέτησή της θα οδηγούσε σε πολυδιάσπαση του εφαρμοστέου δικαίου και σε συνακόλουθη επανεισαγωγή του στοιχείου της νομικής αβεβαιότητας, το οποίο είναι αντίθετο προς το γενικό στόχο του Κανονισμού25.  Η πάρα πάνω λύση που επελέγη από τον κοινοτικό νομοθέτη, ανεξάρτητα από τις δικαιοπολιτικές αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κάποιος ιδιαίτερα ως προς την ανάγκη προστασίας του αδύνατου μέρους που κατά κανόνα είναι ο ζημιωθείς έναντι του ζημιώσαντος και του ασφαλιστή του, αποτελεί το τεθειμένο και ισχύον σήμερα δίκαιοστην χώρα μας, οι ρυθμίσεις του οποίου διέπουν τα τροχαία ατυχήματα τα οποία συμβαίνουν πλέον εντός των χρονικών πλαισίων ισχύος του Κανονισμού και διέπονται από τις διατάξεις του. Μάλιστα η λύση που επιλέχθηκε από τον κοινοτικό νομοθέτη χαρακτηρίστηκε ως επιτυχής από τους ευρωπαίους θεωρητικούς ερευνητές, κυρίως διότι κατά την άποψή τους, επιφέρει εξισορρόπηση των εκατέρωθεν συμφερόντων και απομακρύνει τον κίνδυνο να εφαρμοστεί μη προβλεπτό εκ των προτέρων δίκαιο, πράγμα το οποίο θα οδηγούσε σε ανασφάλεια ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο26.

V. Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 26 του Α.Κ. ΚΑΙ Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ

Η ανάπτυξη της θέσης του κοινοτικού νομοθέτη που έγινε αμέσως πάρα πάνω είχε  σαν στόχο την υποβοήθηση της ερμηνείας του άρθρου 26 του Α.Κ. ως κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και κυρίως του προσδιορισμού του πλάτους της έννοιαςαυτού. Κι αυτό γιατί η ερμηνεία του άρθρου 932 εδ. γ και ειδικότερα ο προσδιορισμός της έννοιας της «οικογένειας» αυτής της διάταξης συνδέεται άμεσα με το καθορισμό του πλάτους της έννοιας του άρθρου 26 του Α.Κ. Εφόσον ο σκοπός των διατάξεων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές, όπως οι διατάξεις αυτές διαμορφώνονται σήμερα από την κοινοτική νομοθεσία και ιδιαίτερα από τον Κανονισμό, είναι η ασφάλεια του δικαίουη οποία επιτυγχάνεται με την προβλεψιμότητα του εφαρμοστέου δικαίουκαι επί της ίδιας της ζημίας, όπως αναφέρεται πάρα πάνω, η ερμηνεία των διατάξεων αυτού οφείλει να εξυπηρετεί αυτό το σκοπό. Πώς προσεγγίζεται αυτός ο σκοπός από τον ερμηνευτή και τον εφαρμοστή του δικαίου; Με την αποφυγή της διασποράς των στοιχείων της υπόθεσηςσε περισσότερες χώρες, η οποία διασπορά προκαλεί ανασφάλεια και κατά συνέπεια και ανισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του φερόμενου ως υπαιτίου και του ζημιωθέντος, όπως δέχεται και ο κοινοτικός νομοθέτης, κατά την ανάπτυξη που προηγήθηκε. Την θέση αυτή του νομοθέτη δεν θα πρέπει να αγνοήσει ο έλληνας εφαρμοστής του δικαίου, αλλά να την εφαρμόσει ως ερμηνευτικό οδηγό και για τα τροχαία ατυχήματα που έχουν συμβεί πριν από την έναρξη ισχύος του Κανονισμού, δηλαδή πριν από την 11-1-2009 και δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις αυτού, όπως έχουμε αναφέρει σε άλλη θέση27.

Νομικά Θέματα » Αυτοκίνητα Ψυχική Οδύνη 2
    
Δραστηριότητα Νομικά Θέματα Συνεργάτες Σύνδεσμοι Νέα
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Change Language
Δυτικής Μακεδονίας νέα Δωδεκανήσου Λακωνίας Χανίων Αντίπαρος Δίστομο Αράχοβα Αντίκυρα Ίασμος Κορδελιό Εύοσμος Μοσχάτο Ταύρος Παρανέστι Σιντική Πρωτοσέλιδα Ειδήσεις Ιόνιο Ευρυτανία Λέσβος Αγία Βαρβάρα Άρτα Δωρίδα Ιστιαία Αιδηψός Κως Νάουσα Πέλλα Σουφλί Ωραιόκαστρο Ειδήσεις Στερεά Ελλάδα Θεσπρωτία Πέλλα Αιγιαλεία Βισαλτία Ερμιονίδα Κάντανος Σέλινο Λήμνος Νέστος Πρέσπες Τέμπη Αττικής νέα Βοιωτίας Κοζάνης Φλώρινας Αμφίπολη Δελφοί Θερμαϊκός Κιλκίς Μεταμόρφωση Παιονία Σέριφος Φούρνοι Κορσεών Αιτωλοακαρνανίας Ιωαννίνων Πρεβέζης Αλέξάνδρεια Βόλος Ζαγορά Μούρεσι Καρπενήσι Λουτράκι Αγ. Θεόδωροι Νίσυρος Πυλαία Χορτιάτης Τόπειρος Πρωτοσέλιδα
Ηπείρου νέα Έβρου Λαρίσης Χίου Αποκόρωνος Δοξάτο Ιερά Πόλη Μεσολογγίου κορυδαλλός Μύκη Πόρος Σκιάθος Χανιά
Copyright © 2025 All rights reserved Στερεάς Ελλάδας νέα Θεσπρωτίας Πέλλας Αιγάλεω Βιάννος Ερέτρια Κάλυμνος Λευκάδα Νεστόριο Πρέβεζα Τανάγρα developed and powered by WGR