ΣτΕ: Οι φορολογούμενοι έχουν το δικαίωμα να αμφισβητούν τις αντικειμενικές αξίες
Με την απόφαση 86/19.1.2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναγνωρίζεται δικαστικούς τους φορολογούμενους το δικαίωμα να αμφισβητούν τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων τους – γεγονός που συνιστά μεγάλη δικαστική νίκη των πολιτών απέναντι στην αυθαιρεσία του κράτους.
Ειδικότερα, η απόφαση αφορά σε πολίτη στον οποίο επιβλήθηκε Φόρος Ακίνητης Περιουσίας με βάση τις αντικειμενικές αξίες, οι οποίες όμως είναι εξαιρετικά υψηλές με τα σημερινά δεδομένα. Ο πολίτης αμφισβήτησε δικαστικά τις τιμές αυτές και ως εκ τούτου τον φόρο που του επιβλήθηκε, διότι η Δ.Ο.Υ. του τόπου κατοικίας του είχε απορρίψει σχετική έγγραφη ένστασή του, διότι δεν προβλεπόταν από τον σχετικό νόμο του ΦΑΠ (ν.3842/2010).
Ο πολίτης προσέφυγε στα διοικητικά δικαστήρια και στο ΣτΕ με τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης (ν 3900/2010) ώστε να κριεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα που έθετε και συγκεκριμένα εάν ο επικείμενος σε ΦΠΑ βάσει του άρθρου 32 του ν.3842/2010 έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο διοικητικό δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου με τον επίμαχο φόρο ακινήτου του, σε αρνητική δε περίπτωση να κριθεί η συνταγματικότητα της διατάξεως αυτής.
Το ΣτΕ έκρινε ότι οι διατάξεις τους άρθρου 41 του ν.1249/1982 περί αντικειμενικών αξιών δεν είναι αντίθετος με το Σύνταγμα, αφού με αυτές δεν θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αξίας των εν λόγω ακινήτων , δεδομένου ότι ο φορολογούμενος δύναται με δική του πρωτοβουλία να αποστεί από την εφαρμογή του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμό της αγοραίας αξίας, ζητώντας από το δικαστήριο κατά την παράγραφο 6 της ως άνω διατάξεως τον εκ μέρους του προσδιορισμό της.
Στην συνέχεια το ΣτΕ έκρινε ότι οι διατάξεις των άρθρων 32 κα ι34 του ν.3842/2010 ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες της εκδοθείσης ΠΟΛ 1225/24.12.2012 απόφασης του υφυπουργού Οικονομικών, με τις οποίες επίσης παρέχεται στον φορολογούμενο δυνατότητα να αμφισβητήσει την φορολογητέα αξία ακινήτων, όπως έχει προσδιοριστεί στο εκκαθαριστικό σημείωμα – δήλωση ΦΑΠ βάσει του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού αγοραίας αξίας και στη συνέχεια να ζητήσει από το δικαστήριο, με προσφυγή του κατά της σχετικής απορριπτικής πράξης του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. , τον εκ μέρους του προσδιορισμό της, δεν είναι κατά το μέρος αυτό, αντίθετες με το Σύνταγμα.
Και καταλήγει ότι εφόσον ο φορολογούμενος ως υποκείμενος σε φόρο ακίνητης περιουσίας έχει τη δυνατότητα κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 και 34 του ν.3842/2010 ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 4 της κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 34 παράγραφος 6 του νόμου τούτου (ν.3842/2010) εκδοθείσης ΠΟΛ 1225/24.12.2012 απόφασης του υφυπουργού Οικονομικών να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο Διοικητικό Δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου με τον ως άνω φόρο ακινήτου του, η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται στο Σύνταγμα.
Μετά από την απόφαση αυτή, αναγνωρίζεται δικαστικά το δικαίωμα των φορολογουμένων να φορολογούνται επί της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων τους και όχι επί της αξίας που ορίζει το κράτος (ήτοι την αντικειμενική αξία που θέσπισε ο νόμος 3842/2010). Η απόφαση αυτή επηρεάζει σαφώς τον προσδιορισμό του ΦΑΠ και του ΕΝΦΙΑ γιατί η αξία των ακινήτων προσδιορίζεται με βάση τις ίδιες διατάξεις του ν.3842/2010.