Ειρηνοδικείο Αθηνών
Διαταγή Πληρωμής
Αριθμός 8444/2011
Περίληψη
Ηλεκτρονικά έγγραφα - Αποδεικτική δύναμη επικυρωμένου αντιγράφου ηλεκτρονικού μηνύματος (e-mail) - Το έγγραφο αυτό πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση διαταγής πληρωμής.
Απόσπασμα
Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγραφών δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Υπό την έννοια αυτή το ηλεκτρονικό έγγραφο αποτελεί την κατά το άρθρο 444 αρ. 3 ΚΠολΔ μηχανική απεικόνιση, η οποία συνιστά πλήρη απόδειξη, δεκτική ανταποδείξεως, για τα γεγονότα ή πράγματα που αναγράφονται σε αυτήν (άρθρο 448 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Παράλληλα, θα πρέπει να διερευνηθεί και διαπιστωθεί η ιδιότητά του ως ιδιωτικού εγγράφου, υπό την έννοια της προσδόσεως σε αυτό της κατά το άρθρο 445 ΚΠολΔ πλήρους αποδεικτικής δύναμης, ήτοι της απόδειξης προέλευσής του από ορισμένο εκδότη, με αντικατάσταση της «ιδιόχειρης υπογραφής» του, που απαιτεί το άρθρο 443 ΚΠολΔ, με λειτουργικό της ισοδύναμο, και τούτο προς το σκοπό της διευκόλυνσης των συναλλαγών. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει μεν τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά πρόκειται για μια ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης ορθώς εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (βλ. Κουσούλη, Σύγχρονες Μορφές Έγγραφης Συναλλαγής, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σ. 138-142). Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο, απαιτείται, εκτός της συνδέσεως με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή, μέσω ειδικού λογισμικού το οποίο έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του, η χρήση ενός ειδικού κωδικού, βάσει του οποίου αναγνωρίζεται (ο χρήστης) στο σύστημα, είτε ως αποστολέας, είτε ως λήπτης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (email) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με την χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο «@» και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να αφορά μόνο στον χρήστη που τον έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά αυτόν απολύτως συγκεκριμένο για τον πα ραλήπτη έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλο χρήστη του ιδίου συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη. Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των αρ. 443 και 444 του ΚΠολΔ αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, διότι αυτό δεν είναι απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ενός εγγράφου του οποίου η απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία, τηλετύπημα). Η τεχνική της αποστολής οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση μηνύματος και αποστολέα, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι μη μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και βεβαίως αν δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βουλήσεως του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση, αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο. Ο καθορισμός συνεπώς της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό, από τον ίδιο το χρήστη και η δήλωση της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και κατ’ αναλογίαν με τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του άρθρου 443 του ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση του σε έντυπο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 444 περ. 3 του ΚΠολΔ εμπίπτει στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη εις βάρος του εκδότη του (συνδυασμός των άρθρων 443, 444, 445 και 448 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοστεί από τον ίδιο τον αποστολέα, έχει τον χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας.
Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως της θέσεως στην οποία εμφανίζεται η ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα σε σχέση με το κείμενο, το οποίο συνοδεύει, κατά την εμφάνισή του στην οθόνη του υπολογιστή, ή τη μηχανική του απεικόνιση σε χαρτί, και αυτό διότι θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ότι η πιστοποίηση του προσώπου του αποστολέα και η δέσμευσή του με την δήλωση βουλήσεως που περιλαμβάνει το μήνυμα, προκαλείται από την συνολική οργάνωση της συγκεκριμένης διαδικασίας, με την έννοια ότι το οποιοδήποτε κείμενο ως ηλεκτρονικό σήμα συνδυάζεται μόνο με την συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση σε ένα ενιαίο σύνολο, ανεξάρτητα με το με ποιες μορφές μπορεί αυτό να απεικονισθεί με μηχανικό τρόπο και η οποία ουσιωδώς διαφέρει από την παραδοσιακή έννοια του εγγράφου. Έτσι το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη – αποστολέα του σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρ. 445 του ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, η λειτουργία του συστήματος κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, είναι δυνατόν να υποκρύπτει τον κίνδυνο ότι η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος έγινε από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιαδήποτε τρόπο) χωρίς την έγκρισή του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη ευθέως παραπέμπει στις διατάξεις περί πλαστότητας του ΚΠολΔ (460 επ.), εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους αποδείξεως στον επικαλούμενο αυτήν (βλ. Κουσούλη, ό.π., σ. 147), για τον λόγο ότι η λειτουργία του συστήματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την πιστότητά της και η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται δεν προέρχεται από ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το οποίο ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα.
Με δεδομένα τα ανωτέρω, περιορίζεται ουσιαστικά η ενέργεια της παρ. 4 του άρθρου 457 του ΚΠολΔ στο ζήτημα της ταυτότητας μεταξύ περιεχομένου του σκληρού δίσκου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και μηχανικής απεικονίσεώς του, με το σκεπτικό ότι για το λήπτη ένα ηλεκτρονικό μήνυμα είναι γι’ αυτόν, εισερχόμενο στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και συνεπώς μπορεί να είναι υπεύθυνος για την πιστότητα του αντιγράφου αυτού που έχει παραλάβει (Δ/γή Πληρωμής του Δικαστή του netlaw.gr netlaw.grΜονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 1327/2001, ΔΕΕ 2001, 377, Δ/γή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 6302/2004 Αρμ 2005, 239, ΜΠρΑθ 1963/2004 Δ 2005, 587). Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ισχύος του ΠΔ 150/2001, με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 99/93 για την αναγνώριση της ηλεκτρονικής υπογραφής, η θέσπιση των προϋποθέσεων της λεγόμενης «προηγμένης» ηλεκτρονικής υπογραφής, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α’ – δ’ του ως άνω ΠΔ, η ισχύς της απλής (και όχι της «προηγμένης») ηλεκτρονικής υπογραφής ή το παραδεκτό της ως αποδεικτικού μέσου δεν αποκλείεται εκ του λόγου ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις της προηγμένης, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο. 3 παρ. 2 του ανωτέρω ΠΔ (και αντιστοίχως στο άρθρο 5 παρ. 2 της Οδηγίας). Από τη διατύπωση της διάταξης είναι προφανής η επιδίωξη του κοινοτικού και εθνικού νομοθέτη να αποφευχθεί η συναγωγή επιχειρήματος εξ αντιδιαστολής από τη ρύθμιση της παρ. 1 του οικείου άρθρου περί ισχύος της «προηγμένης» ηλεκτρονικής υπογραφής ως ιδιόχειρης υπογραφής, το οποίο θα κατέληγε σε άρνηση εννόμων αποτελεσμάτων στην απλή ηλεκτρονική υπογραφή. Ήδη, κατά την κρατούσα γνώμη (Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005, παρ. 85 VII 6 αρ. 44 σ. 525 επ., Νικολόπουλος, Το δίκαιο της αποδείξεως, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, παρ. 19 ΧΙ Α 2 σ. 267 επ., Μπέης, Παρατηρήσεις υπό την ΜΠρΑθ 1327/2001 (δ/γή πληρωμής), Δ 32 (2001), 466 επ., Κολοτούρος, Αποδεικτική δύναμη των ηλεκτρονικών εγγράφων στη ναυτιλία, ΝοΒ 55 (2007), 2019 επ. (2025), και το στερούμενο της προηγμένης υπογραφής ηλεκτρονικό έγγραφο απολαμβάνει της πλήρους αποδεικτικής δυνάμεως, την οποία προσδίδει στο ιδιωτικό έγγραφο διαθέσεως το άρθρο 445 ΚΠολΔ, ως προς την προέλευση της περιεχόμενης σε αυτό δηλώσεως βουλήσεως από τον εκδότη του. Την άποψη αυτή υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο. Κατά την αντίληψη των συναλλαγών και τα χρηστά ήθη, η ασφάλεια και βεβαιότητα δικαίου που παρέχεται με την απλή ηλεκτρονική υπογραφή δεν υστερεί από την παρεχόμενη με το ενυπόγραφο παραδοσιακό ιδιωτικό έγγραφο. Με γνώμονα το γεγονός, ότι απόλυτη προστασία έναντι κινδύνου πλαστότητας ή νοθεύσεως ούτε το ιδιοχείρως υπογεγραμμένο ιδιωτικό έγγραφο μπορεί να εγγυηθεί, ουδείς λόγος συντρέχει να μην αποδοθεί στο ηλεκτρονικό έγγραφο με την απλή ηλεκτρονική υπογραφή, το προερχόμενο από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα, η αποδεικτική δύναμη των αναφερομένων στο άρθρο 445 ΚΠολΔ εγγράφων (Κολοτούρος, ό.π., σ. 2026), βάσει των οποίων εκδίδεται διαταγή πληρωμής κατά το άρθρο 623 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, στις άτυπες, συμβάσεις, η κατάρτισή τους μπορεί να γίνει μέσω ηλεκτρονικών εγγράφων και ειδικά μέσω του διαδικτύου και με ανταλλαγή δηλώσεων βουλήσεως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Με τη μέθοδο αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι συμβάλλονται εγκύρως, ακριβώς διότι δεν αμφισβητείται η ταυτότητα του αποστολέα και το περιεχόμενο της δηλώσεως βουλήσεώς του, έτσι όπως αυτή εξασφαλίζεται κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα με την αναφορά στο ηλεκτρονικό μήνυμα της ηλεκτρονικής διεύθυνσης του.
Κατόπιν αυτών στις συμβάσεις οι οποίες καταρτίζονται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στις οποίες εφαρμογή έχει το ελληνικό δίκαιο, η απόδειξη της δηλώσεως βουλήσεως των συμβαλλομένων είναι δυνατόν να συντελεσθεί υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα μέσω επικυρωμένων από πληρεξούσιο δικηγόρο, αντιγράφων των περιεχομένων στο σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή, μηνυμάτων των συμβαλλομένων.
Η αιτούσα ζητεί να εκδοθεί Διαταγή Πληρωμής κατά της καθής με βάση τα έγγραφα που αναφέρονται στην αίτησή της, ήτοι: 1) επικυρωμένο αντίγραφο της από … Σύμβασης Παροχής Υπηρεσιών, που συvήφθη μεταξύ της αιτούσας και της καθής, από την οποία προκύπτει η συμφωνία για τη μεταξύ τους συνεργασία και παροχή από την αιτούσα στην καθής μεταφραστικών υπηρεσιών, 2) επικυρωμένο αντίγραφο της εκδοθείσης διπλοτύπου αποδείξεως παροχής υπηρεσιών υπ’ αρ. …, ποσού ευρώ …, από την οποία προκύπτει η (αρχική) συνολική οφειλή της καθής προς την αιτούσα από την ανωτέρω αιτία. Όπως προκύπτει από τα συμφωνηθέντα στη μεταξύ τους από … σύμβαση, η ανωτέρω απόδειξη εξεδόθη μετά την εκτέλεση των ανατεθεισών υπηρεσιών και την παράδοση από την αιτούσα στην καθής των πραγματοποιηθεισών μεταφράσεων, … 3) επικυρωμένο αντίγραφο του από … και ώρας … ηλεκτρονικού μηνύματος (e-maίl), που απέστειλε η καθής στην αιτούσα, και ειδικότερα το Τμήμα Λογιστηρίου της, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ήτοι από την ηλεκτρονική της διεύθυνση (…@…gr) στην ηλεκτρονική διεύθυνση της αιτούσας (…@…com), υπογεγραμμένου από την εξουσιοδοτημένη υπάλληλο του Λογιστηρίου της καθής …, με το οποίο η καθής επιβεβαίωσε – ανεγνώρισε το υπόλοιπο της προς την αιτούσα οφειλής της. Το εν λόγω από … και ώρας … ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail), που απέστειλε η καθής στην αιτούσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αποτελεί αποτύπωση από την εγγραφή δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή της καθής, η οποία, αφού έγινε αντικείμενο επεξεργασίας, με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατέστη αναγνώσιμη από τον εκτυπωτή της συσκευής του ηλεκτρονικού υπολογιστή της αιτούσας. Κατά τον τρόπο αυτό αποτυπώθηκε μηχανικά το γεγονός της αυτόματης μετάδοσης του μηνύματος σε δύο ταυτόσημα κείμενα, εκείνο που παραμένει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της καθής-αποστολέα, και εκείνο που καταχωρήθηκε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της αιτούσας-αποδέκτη.
Συνεπώς, το ανωτέρω ηλεκτρονικό μήνυμα, δεδομένου ότι περιήλθε στην αιτούσα, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο προερχόμενο από τον εκδότη, η ηλεκτρονική διεύθυνση του οποίου έχει αποτυπωθεί σε αυτό, παρέχει δε πλήρη απόδειξη για τα γεγονότα ή τα πράγματα που αναγράφει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 445 και 448 παρ. 2 ΚΠολΔ, 4) …, 5) επικυρωμένο αντίγραφο της από … Εξώδικης Δήλωσης της αιτούσας προς την καθής, που επιδόθηκε την … δυνάμει της υπ’ αρ. … Έκθεσης Επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …, με την οποία το ανωτέρω μήνυμα έγινε ρητά αποδεκτό από την αιτούσα και καταρτίσθηκε μεταξύ αιτούσας και καθής σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, με την οποία η καθής ανεγνώρισε την ανωτέρω οφειλή της από τη μεταξύ τους συνεργασία παροχής μεταφραστικών υπηρεσιών.
Επειδή με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση, που επιδόθηκε στην καθής την …, η αιτούσα όχλησε την καθής να την εξοφλήσει αμέσως, η τελευταία δε δεν ανταποκρίθηκε, περιήλθε σε υπερημερία οφειλέτη (άρθρα 324, 340 ΑΚ) και συνεπώς οφείλει έκτοτε τόκους υπερημερίας με το νόμιμο επιτόκιο (άρθρο 345 ΑΚ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η παρούσα αίτηση είναι νόμιμη, ερειδομένη στις ανωτέρω νομικές σκέψεις και στις διατάξεις των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ, 361, 321, 324, 340, 345 ΑΚ και αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα παραδεκτώς και νομίμως έγγραφα …, πρέπει δε να γίνει και ουσιαστικά δεκτή.
(ΠΗΓΗ: WWW.NB.ORG)