Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας

Αριθμός : 765/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:...,...,...,...,...και..., Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 7η Φεβρουαρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα..., για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "……………….", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Του αναιρεσιβλήτου:...Β., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του...με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ...Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο....

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 627/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 86/2011 του.... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8-6-2011 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο... διάβασε την από 30-1-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 και 2 και 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή, με το τρόπο που ορίζει ο νόμος, κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και αν μεν την συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος ή ο τελευταίος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα την συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον αναιρεσίβλητο...υπ' αριθμ. 11004Γ'/10-11-2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του...... προκύπτει ότι, με επιμέλεια του επισπεύδοντος την συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως αναιρεσιβλήτου, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία "...", ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση και συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως (7-2-2012).

Η αναιρεσείουσα, όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο κατά την δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε, ούτε πληρεξούσιος δικηγόρος της (αναιρεσείουσας) κατέθεσε δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ..., πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία της αναιρεσείουσας, σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (με το άρθρο 38 του Εισ.Ν.ΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.

Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές.

Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, θα πρέπει, όμως, να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.

Εξάλλου, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του.

Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι' αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια.

Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν καθορίζεται μόνο από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά.

Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο.

Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας εν γένει και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Ολ.ΑΠ 28/2005).

Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως, ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από την εκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών κάτω από τα οποία λειτούργησε η συγκεκριμένη σχέση, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο νομικός χαρακτηρισμός που έδωσαν σ' αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη.

Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.

Περαιτέρω, ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα, που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων. Δεν ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση, συσχετισμό και αξιολόγηση των αποδείξεων και στην αιτιολόγηση της εξαγωγής από αυτές του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς και χωρίς αντιφάσεις.

Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ενδιαφέρουν εδώ: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας: 1) από 1-10-1995 έως 31-5-1996, 2) από 1-10-1996 έως 31-5-1997, 3) από 1-10-1997 έως 4-6-1998, 4) από 15-10-1998 έως 31-5-1999, 5) από 1-10-1999 έως 31-5-2000, 6) από 1-10-2000 έως 31-5-2001, 7) από 20-10-2001 έως 31-5-2002 και 8) από 20-10-2002 έως 31-5-2003, η καθεμία αντίστοιχα, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, που είναι καθηγητής της Ιταλικής γλώσσας, πτυχιούχος φιλολογίας του...της Ιταλίας, μέλος του εργασιακού σωματείου, με την επωνυμία ...καθηγητών ξένων γλωσσών φροντιστηρίων και σχολών Ελλάδος ….." και κάτοχος της υπ' αριθμ. Δ5/1990 άδειας επάρκειας διδασκαλίας της Ιταλικής γλώσσας του...και Θρησκευμάτων και της υπ' αριθμ. 4089/1992 άδειας διδασκαλίας της Ιταλικής γλώσσας της...της..., προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία "……………….", για να προσφέρει τις υπηρεσίες του σ' αυτήν ως καθηγητής της Ιταλικής γλώσσας και...της ίδιας γλώσσας. Ειδικότερα, η εναγομένη εταιρεία - δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο - ιδρύθηκε το έτος 1995 και δραστηριοποιήθηκε αρχικά στην οργάνωση και λειτουργία σχολών εκμάθησης ξένων γλωσσών και στη συνέχεια στην εκπαίδευση πληροφορικής. Από το έτος 1999, όμως, σταμάτησε την διδασκαλία μαθημάτων ξένων γλωσσών και αναπτύχθηκε, με το σύστημα της δικαιόχρησης (Franchise), ως ...", στο οποίο, έως το έτος 2003, είχαν ενταχθεί σταδιακά περισσότερα από εκατό (100) φροντιστήρια ξένων γλωσσών σε όλη την Ελλάδα.

Έτσι, από το έτος 1999 και εντεύθεν - συνεχίζει το Εφετείο - ο ενάγων δεν παρέδιδε μαθήματα Ιταλικής γλώσσας, αλλά ασκούσε μόνο τα καθήκοντα του..., εργαζόμενος στα κεντρικά γραφεία της εναγομένης, επί της οδού Τζώρτζ αριθμ. 14 στην Αθήνα, από Δευτέρα έως Παρασκευή και από ώρα 10.00 έως ώρα 17.00. Συγκεκριμένα, ο ενάγων: α) Σχεδίαζε τα προγράμματα σπουδών της Ιταλικής γλώσσας, τα οποία έπρεπε να βασίζονται σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, ανάλογα με την ηλικία και το επίπεδο των σπουδαστών και να προσαρμόζονται σε συγκεκριμένα εκπαιδευτικά μέσα, όπως computer, video, multimedia κ.λπ., β) παρείχε διοικητική και εκπαιδευτική υποστήριξη προς τα δεκάδες φροντιστήρια - παραρτήματα του ομίλου, γ) παρείχε πληροφορίες σχετικά με την υλοποίηση των προγραμμάτων σπουδών και την κατανομή των μαθητών, σε επίπεδο σπουδών, δ) παρείχε διευκρινήσεις σχετικά με την εφαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος (ύλη εξετάσεων, πληροφορίες για το εκπαιδευτικό υλικό, cd - rom κ.λπ.), ε) επέλυε τα προβλήματα που ανέκυπταν καθημερινά στα διάφορα παραρτήματα, είτε τηλεφωνικά, είτε με email ή με φαξ, στ) εκπαίδευε τους καθηγητές της Ιταλικής γλώσσας, που εργάζονταν στα παραρτήματα του Δικτύου της εναγομένης, με επιμορφωτικά σεμινάρια και θεματολογία που επιλεγόταν, σύμφωνα με τις οδηγίες και υπό την επίβλεψη της υπεύθυνης εκπαιδεύσεως..., ζ) αξιολογούσε, κατά την διάρκεια του ημερήσιου χρόνου, ύστερα από συνέντευξη και σύμφωνα με τις υποδείξεις της υπεύθυνης εκπαιδεύσεως, τους υποψήφιους καθηγητές της Ιταλικής γλώσσας και συμπλήρωνε το έντυπο αξιολογήσεως, το οποίο στη συνέχεια αποστελλόταν στον δικαιούχο, ύστερα από έλεγχο και έγκριση της υπεύθυνης εκπαιδεύσεως της εναγομένης, η) ασκούσε χρέη επιθεωρητή των καθηγητών της Ιταλικής γλώσσας και θ) ήταν υπεύθυνος για την ενιαία τήρηση και υλοποίηση των προγραμμάτων της Ιταλικής γλώσσας από τους δικαιοδόχους της εναγομένης, κατά δε τα έτη από 1995 έως 1999 δίδασκε και την Ιταλική γλώσσα στα κεντρικά παραρτήματα, ιδιοκτησίας της εναγομένης, επί των οδών Σόλωνος και Τζωρτζ.

Τέλος, ο ενάγων είχε σχεδιάσει, γράψει και επιμεληθεί το συνολικό πακέτο σπουδών της Ιταλικής γλώσσας, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της εναγομένης, τις εντολές του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου αυτής...και τις οδηγίες της υπεύθυνης εκπαιδεύσεως.... Βεβαίως - όπως γίνεται δεκτό από το Εφετείο - ο έλεγχος του ενάγοντος από την εναγομένη και την υπεύθυνη εκπαιδεύσεως, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, ήταν χαλαρός, καθόσον αυτός, λόγω των επιστημονικών του γνώσεων και του αντικειμένου της εργασίας του, μπορούσε να αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του.

Το γεγονός, όμως, αυτό δεν αναιρεί από μόνο του τη νομική εξάρτηση του ενάγοντος από την εναγομένη, καθόσον αυτός εργαζόταν καθημερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή και από ώρα 10.00 έως ώρα 17.00 στα γραφεία της εναγομένης στην Αθήνα, στην οδό Τζωρτζ αριθμ. 14, ενεργώντας μέσα στα πλαίσια που του καθόριζαν ο πρόεδρος της εναγομένης και η υπεύθυνη εκπαίδευσης και πάντα σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες τους, ενώ δεν ασκεί επιρροή το ότι ο ενάγων παρέδιδε μαθήματα Ιταλικής γλώσσας σε φροντιστήρια τρίτων, μετά το πέρας της εργασίας του στην εναγομένη. Με βάση τα περιστατικά αυτά, το Εφετείο έκρινε ότι η έννομη σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και όχι της συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Γίνεται ακόμη δεκτό από το Εφετείο, ότι ο ενάγων δεν ήταν ασφαλισμένος στο...Ε. (παρά το γεγονός ότι η εναγομένη χαρακτήριζε τη σύμβαση, που τη συνέδεε με τον ενάγοντα, ως σύμβαση έργου και παρακρατούσε τον ανάλογο φόρο), ούτε εξέδιδε αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. πρωτ. 53183/11-12-2003 βεβαίωση του...Δ. Καλλιθέας, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες των ετών 1996 έως 2003, που δεν εργαζόταν στην εναγομένη, λάμβανε επιδότηση λόγω ανεργίας από τον...Δ. και ότι, ύστερα από καταγγελία του ενάγοντος προς το......), το τελευταίο εξέδωσε κατά της εναγομένης τις υπ' αριθμ. 41511 και 41512......), κατά των οποίων αυτή άσκησε τις υπ' αριθμ. 11160/25-11-2004, 11997/21-12-2004 και 11161/25-11-2004 ενστάσεις ενώπιον της....... Ομονοίας, οι οποίες ενστάσεις απορρίφθηκαν με τις υπ' αριθμ. 194/23/9-3-2006 και 202/24/9-3-2006 αποφάσεις της ως άνω Επιτροπής.

Ακολούθως το Εφετείο, υπό τις παραδοχές αυτές, έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος, με βάση τον καταβαλλόμενο μηνιαίο μισθό του, δικαιούται για αποζημίωση αδείας, αναλογία επιδόματος αδείας και για αναλογία επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για τα έτη 2000 έως 2003, καθώς και για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2003 έως 8-5-2003, το συνολικό ποσό των 12.480,67 ευρώ, το οποίο και επιδίκασε σ' αυτόν. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, αφού πράγματι υπό τα προεκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά η μεταξύ των διαδίκων σχέση είχε τον χαρακτήρα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας.

Διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το πλέον ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού της συμβατικής σχέσεως που συνέδεε τους διαδίκους. Επομένως, οι αντίθετοι, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, λόγοι της αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η ηττώμενη αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 8-6-2011 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία "…………....", για αναίρεση της υπ' αριθμ. 86/2011 αποφάσεως του.......αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 3η Απριλίου 2012....στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8...2012.

O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

(ΠΗΓΗ: WWW.LAWNET.GR)

    
Δραστηριότητα Νομικά Θέματα Συνεργάτες Σύνδεσμοι Νέα
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Change Language
Ειδήσεις Ελλάδα Θεσσαλονίκη Πιερία Άκτιο Βόνιτσα Βόλβη Ευρώτας Κάρπαθος Λοκροί Νικόλαος Σκουφάς Πύνδα Κολινδρός Τήνος Ειδήσεις Ανατολική Μακεδονία - Θράκη Αχαϊα Κιλκίς Φθιώτιδα Αμφιλοχία Δέλτα Θάσος Κιλελέρ Μεσσήνη Παιανία Σέρβια Βελβεντό Φολέγανδρος Εφημερίδες Αρκαδίας Καρδίτσας Ροδόπης Αλμυρός Βύρωνας Ζηρός Καστοριά Μάνδρα Ειδυλλία Ξηρομέρι Πωγώνι Τροιζηνία Ελλάδα νέα Θεσσαλονίκης Πιερίας Αίγινα Βόϊο Ερύμανθος Καρδίτσα Λίμνη Πλαστήρα Νίκαια Άγιος Ιωάννης Ρέντης Προσοτρσάνη Τήλος Ειδήσεις Ελλάδα Θεσσαλονίκη Πιερία Άκτιο Βόνιτσα Βόλβη Ευρώτας Κάρπαθος Λοκροί Νικόλαος Σκουφάς Πύνδα Κολινδρός Τήνος
Κεντρικής Μακεδονίας νέα Ζακύνθου Λευκάδας Αγία Παρασκευή Αρχαία Ολυμπία Έδεσσα Ιωάννινα Λαγκαδάς Ναύπακτος Πεντέλη Σοφάδες Ωρωπός Πρωτοσέλιδα
Copyright © 2025 All rights reserved Ειδήσεις Κρήτη Ηλεία Μαγνησία Άγιοι Ανάργυροι Καματερό Αστυπάλαια Ελευσίνα Καλάβρυτα Λαυρεωτική Νέα Ζίχνη Πετρούπολη Σπέτσες developed and powered by WGR