ΑΠΟΦΑΣΗ 34873/2011
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 70 Κ.Πολ.Δ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι αντικείμενο της αγωγής αυτής μπορεί να αποτελέσει, εφόσον υπάρχει προς τούτο έννομο συμφέρον, η απλή αναγνώριση εννόμου σχέσεως. Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο ( βλ ΑΠ 127/90 ΔΕΝ 47.277, ΑΠ 919/75 ΝοΒ 24.255, ΑΠ 959/72 ΝοΒ 21. 475). Περαιτέρω, από την παρ. 1 του άρθρου 1721 ΑΚ προκύπτει ότι επί ιδιογράφου διαθήκης απαιτείται η καθ’ ολοκληρία ιδιόγραφη γραφή του διαθέτη, χρονολόγηση και υπογραφή αυτής. Επομένως αυτός που επικαλείται την διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει την γνησιότητα της υπογραφής που έχει τεθεί σ’ αυτή, αλλά πρέπει ν’ αποδείξει και ότι όλο το περιεχόμενο έχει γραφεί ιδιοχείρως από τον διαθέτη.
Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας αυτής υπέρ αυτού ο οποίος την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο γνησιότητας μέχρι ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της έχει παρέλθει πενταετία, χωρίς εν τω μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της σε δίκη μεταξύ κάποιου από αυτούς που έλκουν δικαιώματα από αυτήν (διαθήκη) και κάποιου ο οποίος βλάπτεται από την ύπαρξη της (αρθ. 1777 ΑΚ). Τα ίδια ισχύουν και επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, με την οποία ο ενάγων ζητεί την αναγνώριση ως άκυρης ιδιόγραφης διαθήκης, για το λόγο ότι αυτή δεν έχει γραφεί ιδιοχείρως από το διαθέτη και δεν έχει υπογραφεί από τον ίδιο. Συνεπώς στην περίπτωση ασκήσεως της άνω αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, με την οποία ο ενάγων αντιτάσσει γενική άρνηση κατά του προσβαλλόμενου δικαιώματος του εναγομένου, δεν έχει υποχρέωση αυτός ( ενάγων) να αποδείξει την αλήθεια αυτών , ήτοι την ιδιόχειρη γραφή και υπογραφή της διαθήκης από τον διαθέτη (ΑΠ 105/2011, βάση δεδομένων ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, 1882 του ΑΚ, προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομιάς, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομιάς κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομιάς, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο του θανάτου είχε την κυριότητα ή την νομή ή και απλά κατοχή. Στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του καθολικού κληρονομικού δικαιώματος, είναι α) ο θάνατος του κληρονομουμένου β) το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο ή από διαθήκη γ) ότι ο κληρονομούμενος είχε στην κυριότητα ή και μόνο στην νομή ή κατοχή του κατά το χρόνο του θανάτου του τα κληρονομιαία πράγματα και δ) ότι ο εναγόμενος κατακρατεί τα κληρονομιαία αντικείμενα, ως κληρονόμος, αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 400/2009, ΑΠ 788/2005, ΕφΑθ 1396/2010, ΝΟΜΟΣ).
IIΙ. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 983, 984, 1710, 1712 επ., 1846 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, σε αντίθεση με την ως άνω αγωγή περί κλήρου, στην οποία εναγόμενος μπορεί να είναι μόνο εκείνος που κατακρατεί ως κληρονόμος (pro herede) αντικείμενο της κληρονομίας (νομέας της κληρονομίας), σε περίπτωση αδικαιολόγητης κατοχής κληρονομιαίου ακινήτου χωρίς αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος ή με βάση ειδικό τίτλο αμφισβητουμένου κύρους ή ακόμη και σε περίπτωση απλής αμφισβήτησης από κάποιον του κληρονομικού δικαιώματος του κληρονόμου σε κληρονομιαίο ακίνητο, μπορεί ν`ασκηθεί από τον κληρονόμο κατ`αυτού αναγνωριστική για το κληρονομικό δικαίωμα στο συγκεκριμένο ακίνητο αγωγή. Για την ευδοκίμηση της αγωγής αυτής αρκεί ο ενάγων κληρονόμος αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τον θάνατο του κληρονομουμένου, τη συγγενική του σχέση προς αυτόν ή την εγκατάσταση του ως κληρονομουμένου στο επίδικο πράγμα κατά τον χρόνο του θανάτου του, που περιέρχεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του και την αδικαιολόγητη κατοχή του πράγματος από τον εναγόμενο ή την αμφισβήτηση του κληρονομικού του δικαιώματος (ΑΠ 729/2011, ΑΠ 355/2007, βάση δεδομένων ΝΟΜΟΣ).
Με την κρινόμενη αγωγή τους, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι την 1-1-2009 απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη, η θεία τους (= αδελφή του πατέρα τους.................... ............. του ................... και της ................), ............. χήρα .............. ......................... το γένος ...................και ............ ................. Οτι η αποβιώσασα, η οποία με την από 15-12-2004 ιδιόγραφη διαθήκη της που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία, εγκατέστησε κληρονόμους της την αδελφή της .................... σύζυγο ............................... ............ (μη διάδικο) και την εναγόμενη, στις οποίες κατέλειπε το περιγραφόμενο στην αγωγή διαμέρισμα με ΚΑΕΚ 19 047 10 07 007/0/3, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου σε κάθε μία. Οτι η διαθήκη αυτή είναι άκυρη, γιατί δεν έχει γραφεί καθ’ ολοκληρία ιδιοχείρως από την διαθέτιδα και η υπογραφή που έχει τεθεί σ’ αυτή (διαθήκη), δεν ετέθη απ’ αυτήν ιδιοχείρως. Οτι οι ίδιοι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, καθώς ο σύζυγος της κληρονομούμενης είχε προαποβιώσει και δεν είχαν αποκτήσει τέκνα, σε ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου ο καθένας της άνω κληρονομιαίας περιουσίας, που αποτελείται ιδίως από το περιγραφόμενο λεπτομερώς στην αγωγή ακίνητο, συνολικής αξίας 350.000 ευρώ. Οτι η εναγόμενη παρακρατεί την περιουσία αυτή ως μοναδική κληρονόμος της ως άνω αποβιώσασας και αρνείται να αποδώσει σ’ αυτούς (ενάγοντες) το άνω ποσοστό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής τους.
Με βάση αυτά τα περιστατικά ζητούν οι ενάγοντες, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, να αναγνωρισθεί με απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ότι η ως άνω διαθήκη είναι άκυρη και να αναγνωρισθεί το κληρονομικό δικαίωμα τους επί της κληρονομίας της πιο πάνω κληρονομουμένης, καθώς και να υποχρεωθεί η εναγόμενη και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτήν να τους αποδώσει τη νομή και κατοχή του ανωτέρω διαμερίσματος κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή ως προς το αμέσως προηγούμενο αίτημα της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο ότι στο αυτό δικόγραφο σωρεύονται παραδεκτά κατ’ άρθρο 218 του ΚΠολΔ, α) αρνητική αναγνωριστική περί της ακυρότητας της επίδικης διαθήκης αγωγή, β) αναγνωριστική αγωγή του κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων και γ) περί κλήρου αγωγή, αρμοδίως, δε, οι σωρευόμενες αγωγές εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1,7,8,9,10,11 αριθμ. 1, 12 παρ 1,18 παρ.1, 31 παρ. 2 και 29 του ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώ για το παραδεκτό της συζητήσεώς τους τηρήθηκε και η απαιτούμενη από το άρθρο 214Α ΚΠολΔ προδικασία, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες από 21.1.2010 και 16.4.2010 πρακτικά αποτυχίας συμβιβασμού που υπογράφουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ……………….., ενώ καταχωρήθηκε αυτή νόμιμα την 16.12.2009 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αριθμό καταχώρισης 14083 (βλ. υπ’ αριθμόν 53/27/14083/16.12.2009 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς, νόμιμα προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες) και έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ ΕΤΑΑ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. το υπ’ αριθ. 12343135/2-6-2011 Διπλότυπο Εισπράξεως της Β΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης και την υπ’ αριθ. 28007879/2.6.2011 απόδειξη της Ε.Τ.Ε.). Η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά ασκείται και από την πρώτη ενάγουσα, η οποία είναι φυσικό τέκνο του ................. ............... του ............... και της ................. και επειδή είχε ατελώς υιοθετηθεί πριν
από την έναρξη εφαρμογής του ν. 2447/1996 διατηρεί το κληρονομικό της δικαίωμα έναντι των εξ αίματος συγγενών της (βλ. αντί άλλων ΑΠ 451/2011, ΝΟΜΟΣ) και είναι ορισμένη και νόμιμη τόσο ως προς τη σωρευόμενη σ’ αυτή αρνητική αναγνωριστική περί της ακυρότητας της επίδικης διαθήκης αγωγή, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 70 ΚΠολΔ, 174, 180, 1718, 1721 ΑΚ, όσο και ως προς τη σωρευόμενη θετική αναγνωριστική περί του κληρονομικού τους δικαιώματος αγωγή, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων που μνημονεύονται στην υπό ΙΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς και των άρθρων 70 και 176 ΚΠολΔ, αλλά και ως προς τη σωρευόμενη αγωγή περί κλήρου στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, 1882 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει οι ανωτέρω αγωγές να ερευνηθούν περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Η εναγόμενη με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της συνομολογεί τη συγγενική της σχέση προς την διαθέτιδα, τον θάνατο αυτής, το περιεχόμενο της διαθήκης, αρνείται όμως κατά τα λοιπά την αγωγή, επικαλούμενη ότι η επίδικη διαθήκη συντάχθηκε καθ’ ολοκληρία από την άνω διαθέτιδα και υπογράφηκε από αυτήν.
Από τη διάταξη του άρθρου 368 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς ειδικές, αλλά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες (ΑΠ 525/2000 ΕλλΔνη 41.1368 ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 270 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει πραγματογνωμοσύνη, με προφορική ανακοίνωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Οπως δε γίνεται πάγια δεκτό, μπορεί να διαταχθεί με παρεμπίπτουσα απόφαση, πραγματογνωμοσύνη, αν προκύψει ότι αυτή είναι αναγκαία, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά τη μελέτη αυτής, παρόλο που κατά την τακτική διαδικασία ισχύει ο κανόνας της απαγόρευσης έκδοσης απόφασης περί αποδείξεων, ο οποίος όμως κάμπτεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, και στην περίπτωση, που υπάρχει ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, λύση η οποία επιβάλλεται από το πνεύμα του νόμου και συντελεί στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας (ΑΠ 1320/1988 ΝοΒ 37.439, ΕΘ 2295/2000 Αρμ. 55.507, ΕΑ 5271/1999 ΕλλΔνη 40.624).
Δεδομένης, όμως, της κατάργησης της προδικαστικής απόφασης, στην περίπτωση αυτή, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, ιδίως δε στις υποθέσεις με ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, που, κατά τη σε βάθος μελέτη του δικαστή, για την έκδοση της απόφασης μετά τη δικάσιμο, ανακύπτουν κενά ή ασάφειες, μόνη δυνατότητα παραμένει η επανάληψη της συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, που μπορεί να καλύψει πλήρως τις σχετικές ανάγκες. Την επανάληψη δε της συζήτησης στο ακροατήριο μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και όταν κρίνει ότι πρέπει να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη και να προσκομιστεί, κατά την επαναληπτική συζήτηση, η έγγραφη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, αν δεν διέταξε τη διενέργειά της, με προφορική ανακοίνωσή του (ΕΘ 2295/2000, ό.π., ΕΘ 1960/1996 Αρμ 50.1234). Σημειώνεται ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση περιορίζεται μόνο στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπου υπάρχει ασάφεια ή κενό, δηλαδή δεν θα γίνει συζήτηση πάλι εφ΄όλης της ύλης.
Στην προκείμενη περίπτωση κατά τη μελέτη της υπόθεσης, μετά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, παρουσιάζονται κενά και αμφίβολα σημεία, ως προς το αν η άνω διαθήκη έχει γραφεί ιδιοχείρως από την διαθέτιδα και έχει υπογραφεί από την ίδια, καθόσον από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, την γραφολογική έκθεση του ............. ..................., που προσκομίζουν οι ενάγοντες, καθώς και από την εκτίμηση των νόμιμα προσκομιζομένων με επίκληση από τους διαδίκους εγγράφων δεν μπορεί το Δικαστήριο να αχθεί με ασφάλεια σε πλήρη δικανική πεποίθηση για την αλήθεια των ισχυρισμών των διαδίκων, σχετικά με το κρίσιμο και εντόνως αμφισβητούμενο αυτό ζήτημα της υπό κρίση υπόθεσης, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επομένως, για το παραπάνω θέμα και ενόψει του ότι το ζήτημα αυτό απαιτεί ειδικές γνώσεις (άρθρο 368 ΚΠολΔ), οι οποίες δεν εισφέρθηκαν, κατά ικανοποιητικό τρόπο, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η δημιουργία πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, κρίνεται αναγκαίο, για την πλήρη διακρίβωση και την ορθή διάγνωση της διαφοράς να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, με σκοπό να διαταχθεί η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και να διορισθεί πραγματογνώμονας με σχετικές γνώσεις, που θα βοηθήσει με τη γνωμοδότησή του στο εν λόγω ζήτημα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί, με πρωτοβουλία του επιμελέστερου από τους διαδίκους, γραφολογική πραγματογνωμοσύνη.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στο Δικαστήριο αυτό τη ................, γραφολόγο, κάτοικο Θεσσαλονίκης, ..............., η οποία αφού ορκισθεί σύμφωνα με τα άρθρα 385 και 408 Κ.Πολ.Δ , ενώπιον του Εισηγητή - Πρωτοδίκη Π. Αλικάκου ή του νόμιμου αναπληρωτή του, σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σ’ αυτήν της παρούσας αποφάσεως, αφού συμβουλευθεί τα κρίσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία θα παραδοθούν σ’ αυτή από τους διαδίκους, θα αποφανθεί αν η από 15-12-2004 ιδιόγραφη διαθήκη της .............. χήρας ........................., το γένος ................... και ................, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία, όπως προαναφέρεται, έχει γραφεί καθ’ ολοκληρία ιδιοχείρως από την άνω διαθέτιδα και η υπογραφή στο τέλος του κειμένου της, έχει τεθεί επίσης από την ίδια ιδιοχείρως. Η άνω έγγραφη γνωμοδότηση της θα κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών από την όρκιση της και θα συνταχθεί η σχετική έκθεση κατάθεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στις 18.11.2011 στη Θεσσαλονίκη και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13.12.2011.
