Κληρονομιά υπέρ Δημοσίου

Αριθμ. 1028/2011, Ολομέλεια ΣτΕ

 

ΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ο αναιρεσείων επιδιώκει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η έφεσή του και να αρθεί ο καταλογισμός που επιβλήθηκε εις βάρος του με την 1076042/2563/Α0011/18.7.2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (11ης Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων), προβάλλοντας ως λόγους αναίρεσης εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που διέπουν την επίδικη έννομη σχέση και παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της πλημμελούς αιτιολογίας.

Ειδικότερα, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι: α) κατ` εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 32, 69 και 82 του α.ν. 2039/1939 έγινε δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η ευθύνη του εκτελεστή διαθήκης προς ανόρθωση της ζημίας που επήλθε στο κληροδότημα από τη μη είσπραξη και μη κατάθεση σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό των μισθωμάτων ακινήτων της κληρονομιαίας περιουσίας εξικνείται μέχρι και του βαθμού της ελαφράς αμέλειας, β) παραβίασε το δίκασαν Τμήμα ουσιώδη τύπο της διαδικασίας κατά το μέρος που δέχθηκε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος βαριά αμέλεια σχετικά με τη μη είσπραξη και μη κατάθεση σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό των μισθωμάτων ακινήτων της κληρονομιαίας περιουσίας, χωρίς να παραθέτει ειδική και πλήρη αιτιολογία στην κρίση του αυτή, παρά το ότι είχε προβληθεί σχετικός λόγος έφεσης, γ) παραβίασε εκ πλαγίου το δίκασαν Τμήμα τις διατάξεις του άρθρου 32 του α.ν. 2039/1939 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 27 παρ. 3 εδ. γ` του π.δ. 774/1980, κατά το μέρος που δέχθηκε ότι είναι νόμιμος ο καταλογισμός του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας, αφού η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το μεν στερείται αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του βαριάς αμέλειας, το δε απέρριψε ως αλυσιτελή τον κατ` έφεση προβληθέντα ισχυρισμό του ότι δεν είχε ενεργήσει με δόλο ή βαριά αμέλεια, δ) κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας έγινε δεκτό από το δίκασαν Τμήμα ότι είναι νόμιμος ο επιλεκτικός, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, καταλογισμός ορισμένων μόνο από τους κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα συνεκτελεστές της διαθήκης και ε) κατά παράβαση νόμου έγινε δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η εκδοθείσα εις βάρος του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος καταλογιστική απόφαση είναι νομίμως αιτιολογημένη ως προς το ύψος της επελθούσας στο κληροδότημα ζημίας.

 

III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1, 63 παρ. 1, 64, 69 παρ. 1 και 2, 72, 73 παρ. 1, 80 και 82 του α.ν. 2039/1939 «περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των Νόμων περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 101 του Εισ.Ν.Α.Κ., συνάγεται ότι ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να καταλογίσει εις βάρος εκκαθαριστή κληρονομιάς, κληροδοσίας κ.λπ., που περιέρχεται στο Δημόσιο, τη ζημία που επέρχεται σ` αυτές, η δε καταλογιστική αυτή αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών εκτείνεται και εις βάρος των εκτελεστών διαθήκης υπέρ κοινωφελών σκοπών, οι οποίοι, δικαιούμενοι αντιμισθίας, ασκούν δημόσια λειτουργία. Ειδικότερα, με το άρθρο 32 προβλέπεται η δυνατότητα καταλογισμού σε περίπτωση ζημίας που προέρχεται από υπαίτια (σε βαθμό δόλου ή βαριάς αμέλειας) παραβίαση της γενικής ευθύνης του εκτελεστή διαθήκης για διοίκηση και διαχείριση της καταλειφθείσας περιουσίας, καθώς και σε περίπτωση επέλευσης ζημίας «εκ διαχειρίσεως ή διαθέσεως της περιουσίας παρά τας διατάξεις του παρόντος νόμου». Στην πρώτη περίπτωση η έλλειψη υπαιτιότητας σε βαθμό δόλου και βαριάς αμέλειας αποτελεί λόγο άρσης της ευθύνης του εκτελεστή διαθήκης προς αποκατάσταση της ζημίας της κληρονομιαίας περιουσίας. Στη δεύτερη όμως περίπτωση, της παραβίασης δηλαδή διατάξεων που προβλέπουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις του εκτελεστή διαθήκης, δεν περιορίζεται η ευθύνη του μόνο σε δόλο ή βαριά αμέλεια, αλλά εκτείνεται και στην ελαφρά ακόμη αμέλεια. Μία από τις ειδικότερες υποχρεώσεις του εκτελεστή διαθήκης, η εξουσία του οποίου καθορίζεται με τη διαθήκη και ο διορισμός του αποτελεί περιορισμό για το κληρονομικό δικαίωμα, είναι αυτή που γεννάται από τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2 για την άμεση έντοκη κατάθεση των εισπράξεων από την εκκαθάριση της κληρονομιάς.

Η διάταξη αυτή, αν και ρητώς αναφέρεται μόνο στις ως άνω εισπράξεις, από τη ρευστοποίηση δηλαδή των στοιχείων της κληρονομιάς, είναι πρόδηλο ότι καλύπτει και τις λοιπές εισπράξεις της κληρονομιάς, που αναφέρονται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, τις εισπράξεις δηλαδή «των απαιτήσεων και των εισοδημάτων των κινητών και ακινήτων» της κληρονομιάς.

Και τούτο, όχι μόνο λόγω της συστηματικής ερμηνείας της διάταξης αυτής, που εντάσσεται στο προαναφερόμενο άρθρο με τον τίτλο «Διαχείρισις της κληρονομιάς» και συνεπώς αφορά στο προϊόν όλων των πράξεων διαχείρισης της κληρονομιάς, αλλά και διότι για την κατάθεση του προϊόντος της ρευστοποίησης της κληρονομιάς προνοεί ειδικώς το άρθρο 73 του ως άνω αναγκαστικού νόμου, οπότε η διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2 αυτού θα καθίστατο περιττή, αν η ρυθμιστική της λειτουργία αφορούσε και πάλι μόνο στο προϊόν της ρευστοποίησης. Αλλωστε, στην ίδια υποχρέωση της άμεσης κατάθεσης των απαιτήσεων και των εισοδημάτων των κινητών και ακινήτων της κληρονομιάς άγει και η εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής (άρθρα 713 επ. Α.Κ.), που ρυθμίζουν κατά παραπομπή του άρθρου 80 την ευθύνη του εκτελεστή διαθήκης υπέρ κοινωφελούς σκοπού. Επομένως, ο τελευταίος αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει στον κληρονόμο καθετί που απέκτησε από την άσκηση του λειτουργήματος του (άρθρο 719 Α.Κ.) και οφείλει τόκο σε περίπτωση ιδιόχρησης χρημάτων της κληρονομιάς (άρθρο 720 Α.Κ.). Από αυτά παρέπεται ότι ο εκτελεστής διαθήκης υπέρ κοινωφελούς σκοπού υποχρεούται να εισπράττει τα μισθώματα των ακινήτων της κληρονομιάς και περαιτέρω να καταθέτει αμέσως το προϊόν αυτών σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, ευθυνόμενος, σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας λόγω παραβίασης των εν λόγω υποχρεώσεων του, για κάθε βαθμό υπαιτιότητας, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 32 και 72 του εν λόγω αναγκαστικού νόμου προκύπτει ειδικότερη υποχρέωση του εκτελεστή προς εκμίσθωση των περιελθόντων υπό την διακατοχή του και υπέρ του κοινωφελούς σκοπού καταλειφθέντων κληρονομιαίων ακινήτων, των οποίων δεν έχει αποφασιστεί η εκποίηση. Ως εκ τούτου, ακόμη και στην περίπτωση που η εκποίηση των ακινήτων της κληρονομιάς επιτάσσεται από τη διαθήκη, ο εκτελεστής υποχρεούται, για όσο χρονικό διάστημα δεν αποφασίζει ή δεν ενεργεί για την εκποίηση αυτών, να προβεί στην εκμίσθωσή τους, τηρώντας τους όρους του άρθρου 72. Αν δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του αυτή υπέχει ευθύνη, η οποία εκτείνεται σε κάθε βαθμό υπαιτιότητας, για την αποκατάσταση της ζημίας που θα 
προκληθεί στην κληρονομιά και η οποία συνίσταται στην απώλεια των μισθωμάτων που θα εισπράττονταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν είχε χωρήσει εκμίσθωση των κληρονομιαίων ακινήτων που παρέμεναν κενά.

Όταν υπάρχουν δε περισσότεροι εκτελεστές διαθήκης, ευθύνονται αυτοί κατά τους κανόνες της εντολής και είναι αλληλεγγύως υπεύθυνοι για τις πράξεις που ενεργήθηκαν απ` αυτούς ή με τη συναίνεση τους. Τέλος, στο άρθρο 27 παρ. 3 εδάφιο γ` του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) ορίζεται ότι «ο υπόλογος απαλλάσσεται των προσαυξήσεων, εφ` όσον ήθελεν αποδείξει ότι η παράλειψις ή το έλλειμμα δεν οφείλεται εις δόλον ή βαρείαν αυτού αμέλειαν». Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του α.ν. 2039/1939 και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και στην περίπτωση του κατά τις διατάξεις του α.ν. 2039/1939 εκτελεστή διαθήκης, που καταλογίζεται για τη ζημία που υπαιτίως προκάλεσε στην περιουσία που διαχειρίζεται. Κατά συνέπεια, ο τελευταίος μπορεί να απαλλαγεί από τους επιβληθέντες εις βάρος του τόκους υπερημερίας, εφόσον αποδείξει ότι η ζημία δεν επήλθε από πράξεις ή παραλείψεις του οφειλόμενες σε δόλο ή βαριά αμέλεια (βλ. και Ολ. Ελ. Συν. 1462/2006).

 

IV. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το εκδόν αυτήν Τμήμα δέχθηκε, πλην άλλων, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα: Στις 18.1.1979 απεβίωσε ο Κ.Α. του Θ., ο οποίος με τις 1652/17.1.1974 και 2924/1.10.1975 δημόσιες διαθήκες του, κατέλιπε, μεταξύ άλλων, δύο ακίνητα στο Ελληνικό Δημόσιο, από τα οποία το μεν πρώτο βρίσκεται επί της οδού Π. 27 στην Αθήνα (πενταόροφη οικοδομή επιφάνειας 870 τ.μ., με ισόγειο 50 τ.μ.), το οποίο χρησιμοποιείτο ως ξενοδοχείο και στο ισόγειο αυτού λειτουργούσε κατάστημα, το δε δεύτερο επί της οδού Ε. 2 στον Αλιμο (ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 140 τ.μ., με πατάρι 50 τ.μ. και υπόγειο 100 τ.μ.), με τον όρο να εκποιηθούν προκειμένου να ανεγερθεί ένα δημοτικό σχολείο στο Πεδίο Αρεως, να επισκευασθεί ένα γυμνάσιο στο Παλαιό Φάληρο και το υπόλοιπο του ποσού της εκποίησης να διατεθεί για την αγορά πολεμικού πλοίου από το Πολεμικό Ναυτικό. Ως εκτελεστές της τελευταίας, από 1.10.1975, διαθήκης του ο ως άνω διαθέτης όρισε α) τον Διευθυντή Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, β) τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, γ) την ανηψιά του Θ. θυγατέρα Φ.Α. και δ) τον φίλο του Ε.Ν., από τους οποίους οι δύο πρώτοι αποδέχθηκαν αρχικά το λειτούργημα που τους ανατέθηκε, αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκαν και ως αντικαταστάτες τους διορίσθηκαν τελικά, με την 821/288/26.1.1981 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων A.M. και ο Α.Σ., δικηγόροι Αθηνών, οι οποίοι και αποδέχθηκαν το διορισμό τους. Στις 6.4.1991 απεβίωσε ο Ε.Ν. και με την 2574/20.12.1994 δήλωση της στο Πρωτοδικείο Αθηνών παραιτήθηκε του λειτουργήματος της η Θ.Α. Κατόπιν των ανωτέρω, μοναδικοί νόμιμοι εκτελεστές της διαθήκης του Κ.Α. παρέμειναν οι προαναφερόμενοι δικηγόροι, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν, με την 1088350/873/Α0011/22.9.1999 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, λόγω αμελούς διαχείρισης της κληρονομιάς και άρνησης τους να υποβάλλουν λογοδοσία. Με την 1076042/2563/Α0011/ 18.7.2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (11ης Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων), καταλογίσθηκε ο ήδη αναιρεσείων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον Α.Σ., με την ιδιότητα του εκτελεστή της διαθήκης και διαχειριστή της περιουσίας του κληροδοτήματος του Κ.Α. του Θ., με το συνολικό ποσό των 364.450.109 δραχμών, που αντιστοιχεί αφενός μεν στη ζημία που υπέστη η περιουσία του κληροδοτήματος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1981 (σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην από 5.5.2000 έκθεση ελέγχου) έως 30.9.1999, λόγω της μη καταβολής των μισθωμάτων των ακινήτων του και της μη νόμιμης αναπροσαρμογής αυτών, ποσού 131.647.463 δραχμών, αφετέρου δε στους τόκους υπερημερίας που ανέρχονται για το χρονικό διάστημα από 1.1.1982 έως 3.5.2001 στο ποσό των 232.802.646 δραχμών.

 

Περαιτέρω, το δίκασαν Τμήμα δέχθηκε ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας και ιδίως από την από 5.5.2000 έκθεση ελέγχου του Οικονομικού Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών Κ.Κ., την κίνηση του υπ` αριθμ. ................ λογαριασμού του ως άνω κληροδοτήματος στην ................ Τράπεζα της Ελλάδος, Υποκατάστημα Πλατείας Κουμουνδούρου, στον οποίο κατατίθεντο τα μισθώματα του ακινήτου της οδού Π. 27 (Ξενοδοχείο Ν.Π. 870 τ.μ. και ισόγειο κατάστημα 50 τ.μ.), την από 20.1.1999 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα Κ.Φ. ενώπιον του ως άνω Οικονομικού Επιθεωρητή, αποδείχθηκε ότι το πρώτο μηνιαίο μίσθωμα για το ανωτέρω Ξενοδοχείο, που ήταν μισθωμένο από το έτος 1951 από τον διαθέτη, ποσού 23.473 δραχμών, κατατέθηκε στις 18.2.1985 και το τελευταίο, ποσού 72.000 δραχμών, κατατέθηκε στις 26.3.1997. Εκτοτε, δεν κατατέθηκε κανένα ποσό, αφού το ως άνω Ξενοδοχείο ανέστειλε τη λειτουργία του λόγω προβλημάτων υγείας του εκμισθωτή Ν.Μ. Εξάλλου, το ισόγειο κατάστημα (οδού Π. αριθμ. 27) ήταν, επίσης, μισθωμένο από το έτος 1951 από τον διαθέτη στην εταιρία με την επωνυμία Αφοί Χ.Χ. Ο.Ε., στην οποία μίσθωση, που παρατάθηκε άλλοτε σιωπηρώς και άλλοτε εγγράφως, υπεισήλθε, μετά την από μηνός Δεκεμβρίου 1986 λύση της ως άνω μισθώτριας εταιρίας, η συνεταίρος της εταιρίας αυτής Β.Χ.Χ. Με το από 15.3.1990 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, το οποίο υπεγράφη εκ μέρους του κληροδοτήματος μόνο από τον εκτελεστή της διαθήκης Ε.Ν., χωρίς προηγούμενη δημοπρασία και έγκριση του Υπουργού Οικονομικών, υπεισήλθαν στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της μίσθωσης και οι Β. και Κ.Φ., ως «μισθωταί», με συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα ποσού 26.000 δραχμών, το οποίο ανήλθε το έτος 1993 στο  ποσό των 31.000 δραχμών και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1999 ανήλθε στο ποσό των 35.000 δραχμών. Για το ανωτέρω κατάστημα το πρώτο μηνιαίο μίσθωμα κατατέθηκε στις 18.2.1985. Με δεδομένα αυτά, το συνολικό ποσό των μισθωμάτων που, σύμφωνα με την καταλογιστική απόφαση, έπρεπε να καταβάλλεται με βάση τη μισθωτική αξία ολοκλήρου του ακινήτου της οδού Π. 27, όπως αυτή προσδιορίσθηκε, αφού λήφθηκαν υπόψη τα συγκριτικά στοιχεία που περιέχονται στην υπ` αριθμ. πρωτ. 15202/1.12.1999 έκθεση ελέγχου της Α` Δ.Ο.Υ. Αθηνών, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1981, οπότε έληξε το εύλογο χρονικό διάστημα που χορηγήθηκε από τον ως άνω Οικονομικό Επιθεωρητή στον τότε εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα για την ενημέρωση του, ως εκτελεστή της διαθήκης, μετά την αποδοχή του διορισμού του (27.2.1981), έως 31.12.1984, ανέρχεται στο ποσό των 5.350.000 δραχμών, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην υπ` αριθμ. πρωτ. Α/4390/98/5.5.2000 έκθεση ελέγχου του Οικονομικού Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών Κ.Κ.

 

Περαιτέρω, από την κίνηση του υπ` αριθμ. ................. λογαριασμού του ως άνω κληροδοτήματος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, στον οποίο κατατίθεντο τα μισθώματα του ακινήτου της οδού Ε. 2 στον Αλιμο (ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 140 τ.μ., με πατάρι 50 τ.μ. και υπόγειο 100 τ.μ.), αποδείχθηκε ότι το πρώτο μηνιαίο μίσθωμα κατατέθηκε στις 20.5.1992. Όμως, το ανωτέρω ακίνητο είχε μισθωθεί στις 26.11.1976 από τον διαθέτη στην εταιρία «................» με συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα 26.000 δραχμών μέχρι 31.12.1979 και 30.000 δραχμών από 1.1.1980 έως 31.12.1983. Η μισθώτρια εταιρία δεν τήρησε τους όρους του μισθωτηρίου συμβολαίου και παρέδωσε κενό το κατάστημα την 1.10.1978. Στη συνέχεια, με την υπ` αριθμ. 660450/7.1.1985 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά εγκρίθηκαν τα πρακτικά δημοπρασίας για την εκμίσθωση του ακινήτου αυτού και κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα της δημοπρασίας στον Π.Ν. αντί ποσού 37.000 δραχμών μηνιαίως και για δύο έτη. Το σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης υπεγράφη και από τον τότε εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα, με την ιδιότητα του εκτελεστή της διαθήκης, στις 22.2.1985. Με δεδομένα αυτά, το συνολικό ποσό των μισθωμάτων που, σύμφωνα με την καταλογιστική απόφαση, έπρεπε να καταβάλλεται με βάση τη μισθωτική και αντικειμενική αξία του ως άνω ακινήτου, όπως αυτή προσδιορίσθηκε από την Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου (βλ. την υπ` αριθμ.πρωτ. 3694/14.2.2000 έκθεση ελέγχου της Δ.Ο.Υ. Π. Φαλήρου για τη μισθωτική αξία του ακινήτου της οδού Ε. 2), κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1981 έως 31.12.1991 ανέρχεται στο ποσό των 13.331.317 δραχμών, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην υπ` αριθμ. πρωτ. Α/4390/ 98/5.5.2000 έκθεση ελέγχου του Οικονομικού Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών Κ.Κ. Συνεπώς, η ζημία του κληροδοτήματος από την απώλεια εσόδων, εξαιτίας της μη καταβολής μισθωμάτων για τα προαναφερόμενα ακίνητα κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 18.681.317 (5.350.000 + 13.331.317) δραχμών, πλέον των αναλογούντων στο ως άνω ποσό νομίμων τόκων υπερημερίας. Περαιτέρω δε, όπως διαλαμβάνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση «ως προς το ποσό αυτό αποδείχθηκε ότι ο (τότε) εκκαλών (και ήδη αναιρεσείων), ο οποίος αποδέχθηκε το λειτούργημα του εκτελεστή της διαθήκης στις 27.2.1981, δεν εκτέλεσε από βαριά αμέλεια, ως όφειλε, τα καθήκοντα του κατά τη διάρκεια της θητείας του και μέχρι τις 22.9.1999, οπότε και αντικαταστάθηκε με την 1088350/873/Α0011/22.9.1999 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών» και ειδικότερα αυτός «δεν κατέθεσε στους προαναφερθέντες τραπεζικούς λογαριασμούς του κληροδοτήματος τα μισθώματα α) του ακινήτου της οδού Π. 27, το ύψος των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 5.350.000 δραχμών για το χρονικό διάστημα από 1.6.1981 έως 31.12.1984 και β) του ακινήτου της οδού Ε. 2, στον Αλιμο, το ύψος των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 13.331.317 δραχμών για το χρονικό διάστημα από 1.6.1981 έως 31.12.1991, στα οποία περιλαμβάνονται και τα απολεσθέντα μισθώματα του ως άνω ακινήτου που δεν διεκδικήθηκαν έως τη λήξη της μίσθωσης (31.12.1983), λόγω της άρνησης καταβολής αυτών από την εταιρία ".................", η οποία δεν τήρησε τους όρους του από 26.11.1976 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, αφού παρέδωσε κενό, πριν από τη λήξη της μίσθωσης, το ακίνητο αυτό».

 

Με βάση τις παραδοχές αυτές το δίκασαν Τμήμα δέχθηκε περαιτέρω ότι ο καταλογισμός που επιβλήθηκε εις βάρος του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος για τα ως άνω ποσά «είναι νόμιμος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 και 69 παρ. 1 και 2 του α.ν. 2039/1939 και 61 παρ. 1 του β.δ. της 30ης Νοεμβρίου/4ης Δεκεμβρίου 1939, καθόσον αυτός όφειλε να εισπράξει και να καταθέσει τα μισθώματα από τα άνω ακίνητα της κληρονομιάς σε έντοκους τραπεζικούς λογαριασμούς υπέρ του κληροδοτήματος». Απέρριψε δε το δίκασαν Τμήμα ως αβάσιμο τον προβληθέντα από τον τότε εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα με το δικόγραφο της έφεσης και το από 1.11.2006 υπόμνημά του ισχυρισμό του περί αόριστης αιτιολόγησης της καταλογιστικής απόφασης, με την αιτιολογία ότι «στο σώμα αυτής διαλαμβάνονται, εν περιλήψει, όλα τα σχετικά προς τον καταλογισμό κρίσιμα στοιχεία και ειδικότερα το νόμιμο έρεισμα του καταλογισμού (άρθρα 32 και 82 του α.ν. 2039/1939), η ιδιότητα του αυτού το μεν ως διαχειριστή της κληρονομιαίας περιουσίας του Κ.Α. του Θ., το δε ως υπόχρεου προς ανόρθωση της επελθούσας στην ως άνω περιουσία ζημίας, το μη νόμιμο των ενεργειών του, καθώς και το ύψος της ζημίας, ενώ στο προοίμιο της καταλογιστικής απόφασης γίνεται ρητή μνεία της από 5.5.2000 έκθεσης ελέγχου του Οικονομικού Επιθεωρητή Κ.Κ. και της από 26.2.2001 γνωμοδότησης της Επιτροπής Εθνικών Κληροδοτημάτων, με τις οποίες εξειδικεύεται το περιεχόμενο της καταλογιστικής αυτής απόφασης».

Ο δε ισχυρισμός του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ότι δεν υπήρξε εκ μέρους του, ως εκτελεστή της διαθήκης, δόλος ή βαριά αμέλεια, απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως αλυσιτελής, με την αιτιολογία ότι «αρκεί και ελαφρά αμέλεια για τον καταλογισμό του σε περίπτωση παραβίασης κανόνων που προβλέπουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις του». Ομοίως, ως αλυσιτελής απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός του ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή στη διαχείριση του κληροδοτήματος και ότι ουσιαστικός εκτελεστής των διατάξεων της διαθήκης ήταν ο Α.Σ., με την ειδικότερη αιτιολογία ότι «η τυχόν ευθύνη και άλλων προσώπων δεν αίρει την προσωπική ευθύνη αυτού ως εκτελεστή διαθήκης, η οποία εκτείνεται και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας». Ως αβάσιμος απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός του ότι η μόνη παράλειψη του είναι ότι δεν παραιτήθηκε από το λειτούργημα του αμέσως μετά την επιδείνωση της υγείας της συζύγου του, το έτος 1989, που τον οδήγησε ουσιαστικά σε αποχή από τα καθήκοντα του, με την αιτιολογία ότι «το γεγονός ότι δεν παραιτήθηκε ή δεν αντικαταστάθηκε δεν συνεπάγεται κατά νόμο έλλειψη υπαιτιότητας, ούτε αίρει την ευθύνη του ως προς τη διοίκηση και διαχείριση της κληρονομιαίας περιουσίας».

Τέλος, το δίκασαν Τμήμα, αφού δέχθηκε ότι δεν είναι νόμιμος ο καταλογισμός του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος με το ποσό των 68.022.113 δραχμών, που αντιστοιχεί στα απωλεσθέντα μισθώματα του ακινήτου της οδού Π. 27 κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1985 έως 30.9.1999, καθώς και με το ποσό των 44.944.033 δραχμών, που αντιστοιχεί στα απωλεσθέντα μισθώματα του ακινήτου της οδού Ε. 2 κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1992 έως 30.9.1999, με τους αντιστοιχούντες σ` αυτά τόκους υπερημερίας, λόγω της μη αναπροσαρμογής των μισθωμάτων αυτών, αφού η συμπεριφορά του είναι η ίδια με αυτήν που θα επεδείκνυε ο μέσος συνετός άνθρωπος του οικείου κύκλου της επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας αυτού και συνεπώς δεν επέδειξε δόλο ή βαριά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως εκτελεστή της διαθήκης σχετικά με την μη αναπροσαρμογή των μισθωμάτων, περιόρισε, κατά μερική παραδοχή της έφεσής του, τον επιβληθέντα εις βάρος του καταλογισμό στο ποσό των 18.681.317 δραχμών, πλέον των κατ` άρθρο 32 του α.ν. 2039/1939 αναλογούντων στο από 1.1.1982 έως 31.5.2001 χρονικό διάστημα τόκων υπερημερίας, που αντιστοιχεί στη ζημία που υπέστη η περιουσία του κληροδοτήματος από την μη καταβολή των μισθωμάτων των ακινήτων του σε έντοκους τραπεζικούς λογαριασμούς υπέρ του κληροδοτήματος. Έτσι αποφαινόμενο το Τμήμα, ορθώς κατ` αρχήν ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 69 παρ. 1 και 2 και 82 του α.ν. 2039/1939 δεχόμενο ότι ο εκτελεστής διαθήκης υπέρ κοινωφελούς σκοπού, όπως εν προκειμένω ο ήδη αναιρεσείων, υπέχει ευθύνη, η οποία εκτείνεται σε κάθε βαθμό υπαιτιότητας ακόμη δηλαδή και σε ελαφρά αμέλεια, για την αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται στην κληρονομιά από τη διαχείριση ή τη διάθεση της περιουσίας κατά παράβαση των διατάξεων του α.ν.2039/1939, όπως είναι αυτές των άρθρων 69 και 72 του νόμου αυτού, που καθιερώνουν υποχρέωση του εκτελεστή διαθήκης να εισπράττει τα μισθώματα των ακινήτων της κληρονομιαίας περιουσίας, να εκμισθώνει με δημοπρασία τα ακίνητα αυτά που παραμένουν κενά και να καταθέτει τα μισθώματα σε έντοκους τραπεζικούς λογαριασμούς.

 

Περαιτέρω, όμως, το δίκασαν Τμήμα, δεχθέν ότι ως προς το ποσό των 18.681.317 δραχμών, που αντιστοιχεί στη ζημία του κληροδοτήματος από την απώλεια εσόδων, εξαιτίας της μη καταβολής μισθωμάτων για τα δύο ακίνητα της κληρονομιάς, «αποδείχθηκε ότι ο (τότε) εκκαλών (και ήδη αναιρεσείων) δεν εκτέλεσε από βαριά αμέλεια, ως όφειλε, τα καθήκοντα του κατά τη διάρκεια της θητείας του», χωρίς να παραθέτει οποιαδήποτε αιτιολογία για την κρίση του αυτή, αν και είχε κατ` έφεση προβληθεί από αυτόν ο ισχυρισμός ότι δεν βαρύνεται με δόλο ή βαριά αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ισχυρισμός που απορρίφθηκε μάλιστα ως αλυσιτελής με την αιτιολογία ότι «αρκεί και ελαφρά αμέλεια για τον καταλογισμό του εκτελεστή διαθήκης σε περίπτωση παραβίασης συγκεκριμένων κανόνων που προβλέπουν τις υποχρεώσεις του», παραβίασε, όπως βασίμως υποστηρίζει με την ένδικη αίτηση του ο αναιρεσείων, ουσιώδη τύπο της διαδικασίας με την ειδικότερη μορφή της πλημμελούς αιτιολόγησης της κρίσης του περί συνδρομής βαριάς αμέλειας στο πρόσωπο του ήδη αναιρεσείοντος, αφού το μεν κατέληξε συμπερασματικά και άρα αυθαιρέτως, χωρίς παράθεση οποιωνδήποτε αιτιολογιών, στην κρίση του αυτή, το δε, απορρίπτοντας ως αλυσιτελή τον σχετικό ισχυρισμό του ήδη αναιρεσείοντος περί μη συνδρομής στο πρόσωπο του δόλου ή βαριάς αμέλειας, λόγω του ότι κατά νόμο αρκεί για τη θεμελίωση της σχετικής ευθύνης του και ελαφρά αμέλεια, ήρθε σε αντίφαση με την προηγούμενη κρίση του περί συνδρομής βαριάς αμέλειας.

Συναφής με την πλημμέλεια αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης 
είναι και η αποδιδόμενη σ` αυτή με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αιτίαση της εκ πλαγίου παράβασης των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1 του α.ν. 2039/1939 και 27 παρ. 3 εδ. γ` του π.δ. 774/1980 ως προς την κρίση του δικάσαντος Τμήματος ότι είναι νόμιμος ο επιβληθείς εις βάρος του ήδη αναιρεσείοντος καταλογισμός με τους αναλογούντες στο ποσό των 18.681.317 δραχμών τόκους υπερημερίας για το από 1.1.1982 έως 31.5.2001 χρονικό διάστημα, αφού για το νόμιμο του καταλογισμού αυτού απαιτείται να συντρέχει υπαιτιότητα τουλάχιστον σε βαθμό δόλου ή βαριάς αμέλειας, προϋπόθεση που, ενόψει όσων εκτίθενται ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καταφάσκει, ευθέως και χωρίς αντιφάσεις, για τη συνδρομή της, με συνέπεια να στερείται αυτή κατά τούτο νόμιμης βάσης. Συνεπώς, είναι βάσιμος και ο λόγος αυτός αναίρεσης. Αβασίμως όμως προβάλλει ο ήδη αναιρεσείων ότι κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας έγινε δεκτό ότι είναι νόμιμος ο καταλογισμός του εις ολόκληρον μόνο με τον (ήδη αποβιώσαντα) συνεκτελεστή Α.Σ., και όχι με τους λοιπούς συνεκτελεστές και ειδικότερα με τον Ε.Ν. για το χρονικό διάστημα μέχρι 6.4.1991, οπότε και απεβίωσε, και την Θ.Α. για το χρονικό διάστημα μέχρι 20.12.1994, οπότε και παραιτήθηκε. Και αυτό, γιατί οι εκτελεστές διαθήκης είναι κατά το άρθρο 80 του α.ν. 2039/1939 αλληλεγγύως υπεύθυνοι για τις πράξεις ή παραλείψεις τους που προκάλεσαν ζημία στο κληροδότημα και δεν αίρεται η ευθύνη καθενός από αυτούς από την ευθύνη των λοιπών, ενώ, λόγω της εις ολόκληρον ευθύνης τους, αυτός που υποχρεώνεται να ανορθώσει την εν λόγω ζημία διατηρεί το δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών συνεκτελεστών. Ομοίως, αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι το δίκασαν Τμήμα κατά παράβαση νόμου δέχτηκε ότι η εκκαλούμενη καταλογιστική απόφαση δεν ενέχει αοριστία και είναι νομίμως αιτιολογημένη, αφού ως νόμω αιτιολογητέα πράξη περιείχε, όπως ορθά δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, την ελάχιστη απαιτούμενη αιτιολογία, που συμπληρωνόταν νομίμως από τα στοιχεία του φακέλου, ενώ άλλωστε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και ειδικότερα του δικογράφου της έφεσης και του σχετικού υπομνήματος, δεν είχε προβάλλει κατ` έφεση ο ήδη αναιρεσείων ιδιαίτερες αιτιάσεις ως προς την έλλειψη αιτιολογίας της καταλογιστικής απόφασης, που να χρήζουν ειδικότερης απάντησης. Τέλος δε, κατά το μέρος που με τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης πλήττεται η κρίση του δικάσαντος Τμήματος ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και το αποδεικτικό της συμπέρασμα, είναι απορριπτέοι αυτοί ως απαράδεκτοι.

 

V. Ακολούθως, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να διαταχθεί η απόδοση στον αναιρεσείοντα του παραβόλου αναίρεσης (άρθρα 117 του π.δ/τος 1225/1981, 56 του π.δ. 774/1980 και 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008), ενώ το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις των περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει να απαλλαχθεί το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το ν. 2717/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006). Μετά δε την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί για νέα κρίση στο εκδόν αυτήν Τμήμα, αφού χρήζει διερεύνησης κατά το πραγματικό της μέρος (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ/τος 774/1980 και 116 του π.δ/τος 1225/1981).

 

Νομικά Θέματα » Κληρονομικό Κληρονομιά υπέρ Δημοσίου

    
Δραστηριότητα Νομικά Θέματα Συνεργάτες Σύνδεσμοι Νέα
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Change Language
Ειδήσεις Ελλάδα Θεσσαλονίκη Πιερία Άκτιο Βόνιτσα Βόλβη Ευρώτας Κάρπαθος Λοκροί Νικόλαος Σκουφάς Πύνδα Κολινδρός Τήνος Ειδήσεις Αττική Βοιωτία Κοζάνη Φλώρινα Ανατολική Μάνη Δεσκάτη Θέρμη Κίμωλος Μέτσοβο Παλαιό Φάληρο Σέρρες Φυλή Αττική Κεφαλονιά Τρίκαλα Αμύνταιο Γρεβενά Ηράκλειο Κεφαλλονιά Μέγαρα Ορχομενός Σάμος Φιλιάτες Δυτικής Ελλάδας νέα Δράμας Κυκλάδων Χαλκιδικής Ανδρίτσαινα Κρέσταινα Δίον Όλυμπς Θηβαίων Κομοτήνη Μιράμπελος Παξοί Σίκινος Χαλκηδόνα Πρωτοσέλιδα Αττικής νέα Βοιωτίας Κοζάνης Φλώρινας Αμφίπολη Δελφοί Θερμαϊκός Κιλκίς Μεταμόρφωση Παιονία Σέριφος Φούρνοι Κορσεών
Ειδήσεις Νότιο Αιγαίο Ημαθία Μεσσηνία Άγραφα Βάρη Βούλα Βουλιαγμένη Εμμανουήλ Παππάς Καλαμάτα Λειψοί Νέα Προποντίδα Πλατανιάς Σύμη Εφημερίδες
Copyright © 2025 All rights reserved Ειδήσεις Δυτική Ελλάδα Δράμα Κυκλάδες Χαλκιδική Άνδρος Δίρφη Μεσσαπία Θήρα Κόνιτσα Μονεμβασιά Παπάγος Χολαργός Σικυώνα Χάλκη developed and powered by WGR