Αριθμός 451/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2447 της 20/30-12-1996 "Κύρωση ως Κώδικα του σχεδίου νόμου "υιοθεσία, επιτροπεία και αναδοχή ανηλίκου, δικαστική συμπαράσταση, δικαστική επιμέλεια ξένων υποθέσεων και συναφείς ουσιαστικές, δικονομικές και μεταβατικές διατάξεις", "το δέκατο τρίτο κεφάλαιο του Τέταρτου Βιβλίου του Αστικού Κώδικα που αναφέρεται στην υιοθεσία (άρθρα 1568 έως 1588) καταργείται στο σύνολό του. Στη θέση των ήδη καταργημένων με το άρθρο 17 του ν. 1329/1983 άρθρων 1542 έως 1567 του Αστικού Κώδικα και των καταργούμενων με την προηγούμενη παράγραφο διατάξεων τίθεται νέο κεφάλαιο δέκατο τρίτο με το ακόλουθο περιεχόμενο: "KEΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ, ΥΙΟΘΕΣΙΑ, άρθρο 1542..... 1588". Έτσι, μετά την έναρξη ισχύος του αμέσως πιο πάνω νόμου (30-12-1996), καταργήθηκε η διάταξη του μέχρι τότε ισχύοντος άρθρου 1583 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία "τα εκ της συγγενείας δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ του θετού τέκνου και της φυσικής του οικογένειας, ενόσω στο νόμο δεν οριζόταν αλλιώς, παρέμεναν αμετάβλητα".
Τούτο βεβαίως ήταν σύμφωνο με τις λοιπές περί υιοθεσίας διατάξεις, οι οποίες δεν προέβλεπαν, όπως υπό το ισχύον νομικό καθεστώς, τη διακοπή του συγγενικού δεσμού του υιοθετουμένου με τη φυσική οικογένεια. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1561 εδ. α` ΑΚ, όπως αυτή τέθηκε και ισχύει με το ν. 2447/1996 (30-12-1996) ορίζεται ότι "Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια....... και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα του". Με το παραπάνω άρθρο, όπως και στην Εισηγητική Έκθεση του κυρωθέντος σχεδίου νόμου αναφέρεται, εισήχθη ριζοσπαστική αλλαγή στο ζήτημα των εννόμων αποτελεσμάτων της υιοθεσίας με την πλήρη διακοπή κάθε δεσμού του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια και την πλήρη ένταξη του στην οικογένεια των θετών γονέων.
Εφόσον, συνεπώς, μετά την υιοθεσία δεν υφίσταται οικογενειακός δεσμός του υιοθετουμένου με τη φυσική του οικογένεια, αυτός στερείται των εκ της συγγενείας απορρεόντων δικαιωμάτων, συνεπώς και των κληρονομικών.
Περαιτέρω, στο διαχρονικού δικαίου άρθρο 57 του Κώδικα, που κυρώθηκε με το ν. 2447/1996 ορίζεται, στην παρ. 1 "Με εξαίρεση τις ρυθμίσεις που ακολουθούν, υιοθεσίες που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου διέπονται ως προς το κύρος τους και τα έννομα αποτελέσματα από το έως τώρα δίκαιο.
Οι διατάξεις όμως των άρθρων 1569 έως 1577 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζονται και στις υιοθεσίες που τελέσθηκαν υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς" και στην παρ. 3 "Στις περιπτώσεις υιοθεσιών ανηλίκων που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, ο θετός γονέας έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο, με αίτησή του που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την πλήρη ένταξη του τέκνου στην οικογένειά του, σύμφωνα με τα άρθρα 1561 έως 1566 του Αστικού Κώδικα. Για την αλλαγή αυτή πρέπει να συναινεί και το τέκνο που συμπλήρωσε το δωδέκατο έτος της ηλικίας του και σε κάθε περίπτωση πρέπει, ανάλογα με την ωριμότητα του, να ακούεται η γνώμη του. Για τη συναίνεση ή την ακρόαση του θετού τέκνου τηρείται η διαδικασία της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 800 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας".
Με την παραπομπή της τελευταίας διάταξης στα άρθρα 1561 έως 1566 ΑΚ καθίσταται σαφές, ότι η ως άνω πλήρης ένταξη συνεπάγεται αναγκαία και την αποκοπή των δεσμών του θετού τέκνου με τη φυσική του οικογένεια. Πρόθεση, επομένως, του νομοθέτη είναι να παράσχει ένα χωρίς προθεσμία ένδικο βοήθημα με το οποίο θα επιδιώκεται η μετάπλαση της ατελούς υιοθεσίας ανηλίκου του προϊσχύσαντος δικαίου σε πλήρη του νέου. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι οι υιοθεσίες που αφορούν ανήλικο και έγιναν υπό το κράτος του προϊσχύσαντος του Ν.2447/1996 δικαίου διέπονται ως προς τα αποτελέσματά τους από το δίκαιο τούτο, εφόσον ο θετός γονέας δεν έχει ζητήσει, κατά την παρ. 3 του ως άνω άρθρου 57 του Κώδικα, την πλήρη ένταξη του θετού τέκνου στην οικογένειά του.
Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, το θετό τέκνο, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 1583 ΑΚ, (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το Ν. 2447/96), έχει κληρονομικό δικαίωμα έναντι των φυσικών γονέων του, έστω και αν το δικαίωμα αυτό γεννήθηκε μετά την 30-12-1996, οπότε άρχισε η εφαρμογή του ν. 2447/1996.
Τέλος, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδάφ. α` ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλAΠ 8/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, με αυτήν το Εφετείο δέχθηκε τ` ακόλουθα: Στις 10-3-2006 απεβίωσε σε ηλικία 78 ετών (έτος γεννήσεως 1928) στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο Χ. Χ. του Μ., κάτοικος όσο ζούσε ....
Ο αποβιώσας είχε τελέσει με την Π.- Μ. Θ. νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 7-5-1967 στο Κάιρο Αιγύπτου, από τον οποίο απέκτησε ένα τέκνο την ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα που γεννήθηκε στις 29.2.1968. Ο γάμος αυτός λύθηκε αμετάκλητα το 1975 και η ανωτέρω σύζυγος του αποβιώσαντος Χ. Χ. τέλεσε στις 16-6-1975 δεύτερο γάμο με τον Ε. Μ., ο οποίος με την 284/1982 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά υιοθέτησε την ενάγουσα.
Η ενάγουσα όμως Σ.-Ε. Χ.-Μ., αν και η υιοθεσία της έλαβε χώρα υπό το προισχύσαν δίκαιο, δεν έχει έναντι του αποβιώσαντος φυσικού της γονέα (πατέρα) κληρονομικό δικαίωμα, δεδομένου ότι και στην περίπτωση αυτή εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 1561 ΑΚ, όπως αυτή τέθηκε και ισχύει με το Ν 2447/1996 (30.12.1996), κατά την οποία μετά την υιοθεσία δεν υφίσταται οικογενειακός δεσμός του υιοθετουμένου με τη φυσική οικογένειά του και τούτο στερείται των εκ της συγγενείας απορρεόντων δικαιωμάτων και συνεπώς των κληρονομικών. κατά την οποία μετά την υιοθεσία δεν υφίσταται οικογενειακός δεσμός του υιοθετουμένου με τη φυσική οικογένεια του και τούτο στερείται των εκ της συγγενείας απορρεόντων δικαιωμάτων και συνεπώς των κληρονομικών.
Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι ο ανωτέρω Χ. Χ. άφησε κατά το χρόνο του θανάτου του μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, στη δεύτερη τάξη (ΑΚ 1814), τα ανίψια του, τέκνα των αδελφών του (Μ. Χ., Β. Χ., Ε. Σ. το γένος Χ.) που είχαν προαποβιώσει, μεταξύ των οποίων και τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο σε ποσοστό 4/36 εξ αδιαιρέτου έκαστο επί όλης της κληρονομιαίας περιουσίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη από 13-9-2007 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμά της επί της κληρονομίας του αποβιώσαντος φυσικού πατέρα της Χ. Χ. είναι αβάσιμη, ενώ η από 10-5-2007 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος του ανωτέρω θείου του Χ. Χ. κατά ποσοστό 4/36 εξ αδιαιρέτου είναι κατ` ουσίαν βάσιμη και στη συνέχεια, αφού δέχθηκε την έφεση του εναγομένου- αναιρεσιβλήτου και εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε κρίνει αντίθετα, απέρριψε την πρώτη αγωγή και δέχθηκε τη δεύτερη.
Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 57 §§ 1 και 3 του Κώδικα, που κυρώθηκε από το ν. 2447/1997, με την εσφαλμένη ερμηνεία τους, του άρθρου 1583 του προϊσχύσαντος ΑΚ και του άρθρου 1813 ΑΚ, με την εσφαλμένη μη εφαρμογή τους, καθώς και των άρθρων 1561 και 1814 ΑΚ, με την εσφαλμένη εφαρμογή τους, διότι, εφόσον η υιοθεσία της ενάγουσας-αναιρεσείουσας υλοποιήθηκε, όπως έγινε δεκτό από την προσβαλλόμενη απόφαση, πριν δημοσιευθεί ο ήδη ισχύων νόμος 2447/1996 (στις 30-12-1996) και (στην προσβαλλόμενη απόφαση) δεν υπάρχει παραδοχή για πλήρη ένταξη της ενάγουσας στην οικογένεια του θετού πατέρα της, κατ` εφαρμογή της προδιαληφθείσας διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 57 του Κώδικα, η ενάγουσα-αναιρεσείουσα έχει κληρονομικό δικαίωμα έναντι του φυσικού γονέα της, μολονότι αυτός απεβίωσε στις 10-3-2006, υπό την ισχύ δηλαδή του νόμου 2447/1996, αφού η κληρονομία του τελευταίου διέπεται, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη ειπωθεί στη νομική σκέψη της παρούσας, από τις διατάξεις του άρθρου 1583 του προισχύσαντος ΑΚ. Ο μοναδικός, επομένως, λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παραβίασε, με ψευδή ερμηνεία και με εσφαλμένη εφαρμογή, τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, είναι βάσιμος.
2.- Κατ` ακολουθίαν, πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 3118/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 23 Μαρτίου 2011.
