ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 12/2011
Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητας τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (ΑΠ 803/2000 ΕλΔ 2001.1599, ΑΠ 108/1988 ΕλΔ 1988.1392, ΕφΑΘ 6073/2002 ΕλΔ 2003.209, ΕφΑΘ 6359/2003 ΕλΔ 2004.1466). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΕφΑΘ 4467/2010 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 351/2009 ΕφΑΔ 2009.970). Τέτοια αρμοδιότητα υφίσταται, κατά τα άρθρα 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ, εκτός άλλων περιπτώσεων (π.χ. της κατ` άρθρο 22 ΚΠολΔ γενικής δωσιδικίας του εναγομένου στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του), προκειμένου περί νομικών προσώπων, τα οποία έχουν την έδρα τους στην περιφέρεια αυτού ή, αναφορικώς με δικαιώματα που πηγάζουν από σύμβαση, του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τομέας καταρτίσεως της (ΕφΑΘ 3965/1998 ΔΕΕ 1999.726).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του Αστικού Κώδικα, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ` άρθρο 3 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκηση του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα). Επομένως, η αλλοδαπή τυπικά εταιρία της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, μπορεί αρμοδίως να ενάγει ή ενάγεται και γενικότερα να παρίσταται ως διάδικος ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων (άρθρα 62, 64, 66 ΚΠολΔ) εφόσον αυτή αναπτύσσει τη δραστηριότητα της στην Ελλάδα (ΑΠ 1309/1991 ΕλΔ 1992.1181, ΕφΑΘ 175/1988 ΝοΒ 1988.926), δεδομένου ότι, ειδικότερα, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλΔ 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999.81).
Τον ως άνω καθορισμό της έδρας των νομικών προσώπων δεν μετέβαλε ο νόμος 791/1978 ο οποίος, με το μοναδικό του άρθρο 1 ορίζει ότι «...ναυτιλιακοί εταιρίαι, αίτινες συνεστήθησαν κατά τους νόμους αλλοδαπής Πολιτείας εφ` όσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι πλοίων υπό ελληνικήν σημαίαν, ή είναι εγκατεστημένοι ή ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των αν.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται, ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου, υπό του δικαίου της Χώρας της εν τω καταστατικά) έδρας των, αδιαφόρως του πόθεν διευθύνονται ή διηυθύνοντο εν όλω ή εν μέρει ο αι υποθέσεις των...». Διότι η διάταξη αυτή εισάγει, κατ` απόκλιση από το γενικό κανόνα του ως άνω άρθρου 10 του ΑΚ διαφορετική ρύθμιση, ειδικά ως προς τις ναυτιλιακές εταιρίες και μόνον ως προς τα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου αυτών, ορίζοντας ότι αυτά θα διέπονται από το Δίκαιο της Πολιτείας στην περιοχή της οποίας βρίσκεται κατά το καταστατικό η έδρα τους, και ότι είναι αδιάφορος ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πραγματική έδρα τους (ΟλΑΠ 2/99 ο.π.).
Δηλαδή ο ν. 791/1978 δεν ασχολείται με δικονομικά θέματα όπως η δωσιδικία των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, βάσει της οποίας το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, εάν αυτές έχουν την πραγματική τους έδρα στη δικαιοδοτική περιφέρεια του, αλλά η πιο πάνω θεσμοθέτηση του έγινε χάρη της διαφυλάξεως του κύρους των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρίες, λόγω μη τηρήσεως των υπό του Ελληνικού νόμου προβλεπομένων διατυπώσεων συστάσεως και απόκτησης ικανότητας δικαίου αυτών (σχετ. ΟλΑΠ 2/2003 ο.π, ΟλΑΠ 481/1978 ΝοΒ 27.211). Εξάλλου, ο ν. 791/78 χρησιμοποιεί τον όρο ικανότητα δικαίου με τη στενότερη έννοια της κτήσεως δικαιωμάτων και αναλήψεως υποχρεώσεων, της θεωρήσεως του αλλοδαπού νομικού προσώπου ως υποκειμένου εννόμων σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου. Πρέπει να σημειωθεί όμως, ότι η γενική αυτή ικανότητα δεν καλύπτει αναγκαίως όλες τις ειδικές ικανότητες για τη δημιουργία ορισμένων εννόμων σχέσεων, αφού ορισμένες ειδικές ικανότητες όπως π.χ. η πτωχευτική ικανότητα ή η υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης (των παρακάτω νόμων) των προβληματικών επιχειρήσεων, μπορεί να επιφυλαχθούν από κάθε έννομη τάξη σε ορισμένα ή ορισμένη κατηγορία υποκειμένων του δικαίου (ΕφΠειρ 159/2004 ΕΝΔ 2004.190).
Από τη διάταξη του άρθρου 25 του ΑΚ συνάγεται ότι, αν δεν ορίστηκε από τους συμβαλλομένους ρητά ή σιωπηρά το δίκαιο που θα ρυθμίζει την ενοχή από τη σύμβαση, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις προτεινόμενες από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενες ειδικές συνθήκες (ΑΠ 7390/1991 ΝοΒ 40.726, ΑΠ 1206/1982 ΝοΒ 31.1169, ΕφΑΘ 6359/2003 ΕλΔ 2004.1466). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 2, 3, 4, 5 και 6 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης του 1980, που κυρώθηκε με το ν. 1792/1988, ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο από 01.04.1991 και έχει υπερνομοθετική (άρθρο 28 του Συντάγματος) και οικουμενική ισχύ, η ενοχική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη (αρθρ. 3 παρ. 1-4).
Με την παρ. 1 του άρθρου 3 θεσπίζεται η ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, με την οποία (επιλογή) οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίσουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης τους, συμπληρώνεται δε η αρχή αυτή από την παρ. 2 η οποία επιτρέπει την τροποποίηση και το μετασυμβατικό καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, ενώ η παρ. 3 του ίδιου άρθρου αφορά την έκταση της επιλογής. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν έχει επιλεγεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (αρθρ. 4 παρ. 1-5). Περαιτέρω, με το άρθρο 6 της άνω σύμβασης ορίστηκε στην παρ. 1 ότι, "παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλομένους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή" και στην παρ. 2 ότι, "παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης ακόμη και αν έχει εγκατασταθεί προσωρινά σε άλλη χώρα ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα από το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης χώρας". Η τελευταία επιφύλαξη αφορά τόσο στην περίπτωση β` όσο και στην περίπτωση α` της παρ. 2 του άρθρου 6. Διότι ο σκοπός των διατάξεων αυτών δεν ήταν ο αποκλεισμός της εφαρμογής του άρθρου 4 ολοσχερώς, αλλά μόνο η απόκλιση από τα προβλεπόμενα στις παρ. 2-4 του άρθρου αυτού τεκμήρια ως προς την ύπαρξη του στενότερου συνδέσμου της σύμβασης ορισμένης χώρας, με το διαφορετικό προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στην περίπτωση που δεν συνάγεται στενότερος σύνδεσμος της εργασιακής σύμβασης με άλλη χώρα.
Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 2 της ως άνω Δ.Σ., ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δίκαιο, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση οι θεμελιώδεις κανόνες του δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, η εφαρμογή των οποίων είναι αναγκαία για τη διατήρηση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης της χώρας αυτής. Τέτοιοι θεμελιώδεις κανόνες (αναγκαστικού δικαίου) είναι και οι διατάξεις των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και των Διαιτητικών Αποφάσεων που ορίζουν τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των επί μέρους κατηγοριών εργαζομένων και έχουν εφαρμογή όταν βάσει των ανωτέρω διατάξεων είναι εφαρμοστέο το Ελληνικό δίκαιο (ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 906/2004 ΕλΔ 2005.1698, ΑΠ 668/1985 ΕΝΔ 14.76, ΕφΠειρ 384/2006 ΕΝΔ 34.374, ΕφΠειρ 307/2005 ΕΝΔ 33.82). Σημειωτέον ότι μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις πιο πάνω ειδικές συνθήκες μπορεί να περιλαμβάνεται, προκειμένου για νομικά πρόσωπα, και η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διαφορετική από την καταστατική έδρα, τούτο δε σύμφωνα με την από το άρθρο 10 του ΑΚ σχετική ρύθμιση, η οποία σε επίπεδο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου παραμερίζει την από το άρθρο 64 του ΑΚ αντίστοιχη ρύθμιση, αφού η τελευταία αφορά έδρες εντός της επικράτειας (ΕφΠειρ 97/2007 ΕΝΔ 35.34).
Περαιτέρω, εφόσον εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ένδικη σύμβαση, είναι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα το Ελληνικό, αυτοδικαίως είναι εφαρμοστέες επ` αυτής και οι Ελληνικές ΣΣΝΕ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 ΑΚ, 83 ΚΙΝΔ και 1 του Α.Ν 3276/1944 χωρίς διάκριση, καθόσον οι ΣΣΕ εκδιδόμενες κατά το άρθρο 1 Α.Ν 3276/44 και κυρούμενες με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευόμενη στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θέτουν με το Κανονιστικό τους μέρος κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο με τους λοιπούς κανόνες του Ελληνικού δικαίου (ΟλΑΠ 47/1987 ο.π, ΑΠ 131/2007 ΔΕΕ 2007.1351, ΕφΠειρ 307/2005 ο.π, ΕφΠειρ 57/2001 ΕΝΔ 29. 462, ΕφΠειρ 1081/2000 ΔΕΕ 2001.307, ΕφΠειρ 308/1999 ΕΝΔ 27.287, ΕφΠειρ 807/1996 ΔΕΕ 1997.317, ΕφΠειρ 249/1996,ΕφΠειρ 342/1996, ΕφΠειρ 877/1996 Νομ. Ναυτ. Τμ. ΕφΠειρ σελ. 262,271 και 731 αντιστοίχως).
Ειδικότερα υφίσταται δεσμευτικότητα των ΣΣΝΕ για Έλληνες και αλλοδαπούς πλοιοκτήτες (ή εφοπλιστές) επί συμβάσεων ναυτικής εργασίας σε ελληνικά και αλλοδαπά πλοία, εφόσον εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο κατ`άρθρο 25 ΑΚ (ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝΔ 37.208, ΕφΠειρ 37/1998 ΕΝΔ 26.382). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 Α.Ν 3276/44 προκύπτει ότι: 1) Ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφαση του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξεως και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους και 2) η ισχύς της συλλογικής συμβάσεως, που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι` αυτούς από της κυρώσεως, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο ενάρξεως της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση (ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝΔ 33.429). Συνεπώς, οι συναφθείσες κατά τους ορισμούς του νόμου αυτού συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας μεταξύ των οργανώσεων εκείνων που ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας έκρινε ελευθέρως ως περισσότερο αντιπροσωπευτικές, εφόσον κυρώθηκαν με απόφαση του Υπουργού αυτού, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποκτούν χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξεως και θέτουν κανόνα δικαίου που δεσμεύει όχι μόνο τις συμβληθείσες οργανώσεις (αλλά) και τα μέλη τους, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι αφορούν πλοία τα οποία ανήκουν στην ίδια κατηγορία, που προβλέπεται από τη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991 ΕΝΔ 21.383, ΕφΠειρ 819/2000 ΔΕΕ 2001.281).
Τέλος, κατά το άρθρο 26 Α.Κ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της Πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, το δίκαιο της Πολιτείας, στο έδαφος της οποίας διαπράχθηκε το αδίκημα, ρυθμίζει όχι μόνο τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ορισμένη πράξη συνιστά αδίκημα, την υποχρέωση προς αποζημίωση, την έκταση αυτής και την παραγραφή, αλλά ακόμα, όταν τα ίδια περιστατικά συνιστούν αδίκημα και, ταυτόχρονα, παραβίαση συμβατικής υποχρεώσεως, κατά την lex loci delicti commissi κρίνεται και το εάν συντρέχουν η εκ της συμβάσεως και η εκ του αδικήματος ενοχή, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι κάθε μία από αυτές ρυθμίζεται από διαφορετικό δίκαιο, εάν δε η αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου εμφανίσθηκε στην ημεδαπή (ΑΠ 1145/2003 ΕΝΔ 31.432) ή εκδηλώθηκε σ` αυτήν (ΕφΠειρ 73/2006 ΕΝΔ 33.82) εφαρμόζεται το Ελληνικό δίκαια. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές ("Ρώμη Μ"), ο οποίος κατ` άρθρο 1 παρ.1 εδ. α` εφαρμόζεται στις εξωσυμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου, σε περίπτωση που περιλαμβάνουν σύγκρουση δικαίων και έχει κατ` άρθρο 3 οικουμενικό χαρακτήρα, ορίζει στο άρθρο 4 αυτού τα ακόλουθα: «....1. Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό. 2. Ωστόσο, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν, κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. 3. Εάν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται, ιδίως, σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία.».
Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στην ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας είναι έγκυρη (άρθρο 361 Α.Κ.), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον "κλειστό" μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται ν` αξιώσει την διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 31. 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002. 1314, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 37.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 36.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 36.106, ΕφΠειρ 307/2005 ο.π). Εξάλλου από την ίδια διάταξη (του άρθρου 361 Α. Κ.) συνάγεται ότι με την ατομική σύμβαση εργασίας, είναι δυνατόν εγκύρως να συμφωνηθεί μισθός με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καθεαυτές, δεν είναι δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη και καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις, που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 225/2002 ο.π, ΕφΠειρ 204/2002 ΕΝΔ 30.280).
[...] Αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα-εναγομένη και ήδη εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «A.S. Co», η οποία έχει καταταστατική μεν έδρα στις νήσους Μάρσαλ, όμως η πραγματική έδρα της, όπου ασκείται η Διοίκηση της, βρίσκεται στην Ελλάδα, ενεργώντας διάτων Α. Κ. και Ν. Μ., υπαλλήλων τόσον της ιδίας όσον και της εγκατεστημένης στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις των Ν. 89/1967 και Α. Ν 378/1968 νομίμου εκπροσώπου αυτής εταιρείας «Μ.Μ. SA», συνήψε με τον εναγόμενο-ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο στον Πειραιά την 7.9.2007 σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ναυτολογήθηκε απ` εκείνη ως πλοίαρχος στο πλοιοκτησίας της τροφοδοτικό -ρυμουλκό πλοίο (αποστολή -μεταφορά τροφοεφοδίων σε πλοία, πλωτές εξέδρες, πλωτά γεωτρύπανα κλπ και διευκόλυνση πλωτών ναυπηγημάτων στους χειρισμούς κ.λπ ), με το όνομα «Ρ. II», σημαίας St.Kitts & Nevis, με αριθ. νηολογίου ..., αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού κατά τα προβλεπόμενα από την τότε ισχύουσα Σ.Σ.Ε Πληρωμάτων Ναυαγοσωστικών, απασχοληθείς μέχρι έκτοτε μέχρι την 14.7.2007, οπότε αποχώρησε.
Τα περί του κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού του εναγομένου- ενάγοντος προέκυψαν κυρίως από τα όσα σχετικά ενόρκως κατέθεσαν και βεβαίωσαν αντίστοιχα οι μάρτυρες εκείνου Α.Π., σύζυγος του, και Μ.Β., Α` Μηχανικός Εμπορικού Ναυτικού, που διατηρούσε μαζί του πολυετή επαγγελματική - ως ναυτικών - γνωριμία, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι εκείνος (ενάγων) προσλήφθηκε από την ενάγουσα-εναγομένη αντί κλειστού μισθού, υπό την προεκτεθείσα έννοια στην παραπάνω υπό στοιχ.3 μείζονα σκέψη, 3.000 ευρώ μηνιαίως, εφόσον αυτός προδήλως υπολειπόταν κατά πολύ του προβλεπόμενου από την προαναφερθείσα και συμφωνηθείσα να ισχύει εν προκειμένω Σ.Σ.Ν.Ε, όπως προκύπτει, ως ακολούθως: Βασικός μισθός πλοιάρχου 2.399,84 ευρώ μηνιαίως -άρθρο 1ο - συν τα επιδόματα: α) δώρα εορτών ίσα με το 1/25 αυτού, β)πρόσθετο ναυαγοσωστικό 5% επί του βασικού μισθού, εξιδεικευμένης εργασίας 5% επί του βασικού μισθού και πρόσθετης αμοιβής για κάθε Σάββατο και για τις ημέρες αργίας ίση με το 1/25 του βασικού μισθού καταβαλλόμενα και επί των αδειών κ.λπ -άρθρο 2ο, γ) Κυριακών-αμοιβής εορτών και μέχρι 8 ώρες εργασίας εν πλώ και στο λιμάνι από 22% επί του βασικού μισθού-άρθρο 5ο και δ) ειδικό επίδομα πλού-άρθρο 9ο - εκτός Πειραιά και Θεσσαλονίκης για την εκτέλεση ρυμουλκήσεως θαλάσσης ή λόγο συμμετοχής σε ναυαγοσωστική εργασία ή εγκατάσταση βάσεως υπολογιζόμενη σε 15% αν πρόκειται για πλου εντός Ελληνικού θαλασσίου χώρου, σε 25% εντός της Μεσογείου και σε 50% για πλου εκτός της Μεσογείου.
Πρέπει, μάλιστα, να παρατηρηθεί ότι οι ανωτέρω συνολικές αποδοχές προβλέπονταν ανεξάρτητα από τυχόν: 1) Αποζημίωση αδείας ίσης με το 1/25 του βασικού μισθού και των επιδομάτων-άρθρο 8ο - και 2) μισθού ασθενείας ίσου με το 85% του συνόλου των τακτικών αποδοχών και επί πλέον σε περίπτωση νοσηλείας εκτός Νοσοκομείου ή Κλινικής επιδόματος τροφής 6 ευρώ ημερησίως, σε περίπτωση δε ατυχήματος ή χειρουργικής επέμβασης ίσου με το σύνολο των ενεργεία αποδοχών του συνόλου πλέον του επιδόματος τροφής -άρθρο 11ο, χωρίς όμως να χορηγούνται σ` αυτόν κατ` άρθρο 12ο αμοιβές για πρόσθετη εργασία και υπερωρίες. Συνεπώς, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), δεν μπορούσε να συμφωνηθεί κλειστός μισθός 3.000 ευρώ μηνιαίως από έναν έμπειρο ναυτικό, όπως ο εναγόμενος -ενάγων. Περαιτέρω, με βάση με όσα προαναφέρθηκαν στην πιο πάνω υπό στοιχ. 1 μείζονα σκέψη η ενάγουσα-εναγομένη αλλοδαπή εταιρία, εφόσον η Διοίκηση της ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα και αναπτύσσει τη δραστηριότητα της, μπορούσε αρμοδίως να ενάγει ή ενάγεται και γενικότερα να παρίσταται ως διάδικος ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων ειδικότερα δε ενώπιον των Δικαστηρίων του Πειραιά, όπου καταρτίστηκε η επίδικη σύμβαση, τα οποία, ως εκ τούτου, έχουν διεθνή δικαιοδοσία.
Εξάλλου, εφόσον είναι εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση το Ελληνικό Δίκαιο ,είναι εφαρμοστέες, ειδικότερα, με βάση τα προεκτεθέντα στην πιο πάνω υπό στοιχ. 2 μείζονα σκέψη οι ακόλουθες διατάξεις: 1) Ως προς την ένδικη από 23.11.2007 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, που αφορά ζημία της από αδικοπραξία του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου, η διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ σε συνδ. με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβστικές ενοχές («Ρώμη II») και οι περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΑΚ 914 επ.), αφού υπό τα εκτιθέμενα η αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου εκδηλώθηκε στον Πειραιά, ενώ τόσον ο φερόμενος ως υπαίτιος εναγόμενος όσον και η ζημιωθείσα ενάγουσα είχαν κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα.
Ως προς την ένδικη από 17.12.2007 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, που αφορά αξιώσεις αυτού κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας από την πάνω ναυτική σύμβαση, οι διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6 και 7 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης του 1980, που κυρώθηκε με το ν. 1792/1988, 25 ΑΚ, 83 ΚΙΝΔ καθώς και οι αναγκαστικού δικαίου ΣΣΝΕ, που εκδίδονται κατά το άρθρο 1 Α.Ν 3276/44 και κυρούνται με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας δημοσιευόμενη στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι οποίες ορίζουν τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των επί μέρους κατηγοριών εργαζομένων και θέτουν, με το Κανονιστικό τους μέρος, κανόνες ουσιαστικού δικαίου, αποτελούν δε ένα ενιαίο σύνολο με τους λοιπούς κανόνες του Ελληνικού δικαίου και είναι δεσμευτικοί για έλληνες και αλλοδαπούς πλοιοκτήτες (ή εφοπλιστές) επί συμβάσεων ναυτικής εργασίας σε ελληνικά και αλλοδαπά πλοία, στην προκειμένη δε περίπτωση η ισχύουσα κατά τα συμφωνηθέντα Υ.Α (ΕμπΝαυτ) υπ` αρ. 3525.12/02/2006 (Φ.Ε.Κ Β` 256/1.3.2006) που κύρωσε τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ναυαγοσωστικών, σύμφωνα με τα σχετικά προπαρατεθέντα στην ανωτέρω υπό στοιχ.3 μείζονα σκέψη.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ενάγουσα-εναγομένη κατά την πορεία της ανωτέρω συναφθείσας σύμβασης ναυτικής εργασίας με τον εναγόμενο-ενάγοντα θέλοντας προδήλως να επαναδια-πραγματευτεί μ` αυτόν τον κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα μηνιαίο μισθό του και να τροποποιήσει τη σχετική συμφωνία τους, πρότεινε σ` αυτόν, δια των προαναφερθέντων υπαλλήλων της, κλειστό μηνιαίο μισθό 4.000- 4.500 ευρώ, πλην, όμως, εκείνος δεν το αποδέχθηκε, όπως προκύπει κυρίως από τα αποσταλέντα απ`αυτόν σ` εκείνη τηλεομοιοτυπήματα (fax) με ημερομηνία 20.3.2007,3.7.2007 και 5.7.2007. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι δεν ασκεί έννομη επιρροή ο ειδικότερος τύπος του ανωτέρω πλοίου της ενάγουσας-εναγομένης, όπως αυτή ως εκκαλούσα υποστηρίζει, εφόσον το νομικά κρίσμο είναι η συμφωνία των διαδίκων για να καταβάλλεται στον εναγόμενο ο προβλεπόμενος από την προαναφερθείσα Σ.Σ.Ν.Ε μηνιαίος μισθός.
Επομένως, η εκκαλουμένη, η οποία α) έκρινε ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια και ειδικότερα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία και β) εφάρμοσε το Ελληνικό Δίκαιο και ειδικότερα τις εκδιδόμενες κατά το άρθρο 1 Α.Ν 3276/44 Σ.Σ.Ν.Ε και συνακόλουθα την βάσει αυτού εκδοθείσα, κυρωθείσα και δημοσιευθείσα στο Φ.Ε.Κ υπουργική απόφαση (ΕμπΝαυτ) υπ` αρ. 3525.12/02/2006 (Φ.Ε.Κ Β` 256/1.3.2006) για τα πληρώματα ναυαγοσωστικών, όπως συμφωνήθηκε από τους διαδίκους, και η οποία (Σ.Σ.Ν.Ε) δέσμευε και την ενάγουσα-εναγομένη, ως αλλοδαπή πλοιοκτήτρια εταιρεία, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Κατά συνέπειαντα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τους 1 ο, 7ο και 8ο λόγους της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147 και 149 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 και επ.Α.Κ.), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία. Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 Α.Κ., αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 325/2009, ΑΠ 491/2008).
Από τις προαναφερθείσες διατάξεις η απάτη αντιμετωπίζεται στο δίκαια υπό δύο έννοιες ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος εξαιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσης του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά εις βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 του ΑΚ (ΑΠ 1960/2009 ΧρΙΔ 2010.603, ΕφΠειρ 457/2008 ΔΕΕ 2008.1152). Δεν ενδιαφέρει δε αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή μη, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δηλώσεως της βουλήσεως του απατηθέντος (ΑΠ 282/2010 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»). Και στις δύο περιπτώσεις, απάτη είναι η δόλια χρήση μέσων ή τεχνασμάτων, που κατατείνει μέσω της δόλιας παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή της δόλιας αποσιώπησης αληθινών γεγονότων, στην πρόκληση ή διατήρηση πεπλανημένης αντίληψης. Η πεπλανημένη αυτή αντίληψη, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 147 εδ. β` του ΑΚ και 386 παρ.1 του ΠΚ, είναι δυνατό να αφορά και τρίτο, που κατά καθήκον και αρμοδιότητα εμπλέκεται στην κατάρτιση της απατηλής δικαιοπραξίας, όταν με την παράσταση ψευδών γεγονότων ή την απόκρυψη αληθινών, παρέχει την αναγκαία κατά νόμο σύμπραξη του για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ΑΠ 373/23008 ΧρΙΔ 2008.781). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως απάτη, που στοιχειοθετεί ελάττωμα της βούλησης, νοείται κάθε συμπεριφορά, με την οποία ενσυνείδητα και από πρόθεση δημιουργείται, διατηρείται ή ενδυναμώνεται σε άλλον κάποια πεπλανημένη παράσταση, με τον σκοπό να επηρεάσει την απόφαση του.
Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται είτε στην παράσταση ψευδών περιστατικών αναφερόμενων στο παρόν, το παρελθόν και στο μέλλον, ως αληθών, είτε στην απόκρυψη, ή την αποσιώπηση, ή την ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων. Στοιχείο δηλαδή του πραγματικού της απάτης αποτελεί ο δόλος, που υπάρχει όταν ο μετερχόμενος αυτήν επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται να παρασυρθεί ο απατηθείς σε ορισμένη δήλωση βουλήσεως, στην οποία δεν θα προέβαινε χωρίς τη δόλια εξαπάτηση, ενώ δεν ενδιαφέρει αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή όχι, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια (ΑΠ 1246/2010 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 301/2007 ΧρΙΔ 2007.696).
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι κατά την επίδικη συναφθείσα την 7.9.2007 στον Πειραιά σύμβαση ναυτικής εργασίας ο ενάγων Μ.Σ. απέκρυψε από την εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία ότι ήταν κάτοχος διπλώματος πλοιάρχου εκδοθέντος από τις αρχές της Γεωργίας, ούτε ότι αποσιώπησε ότι είχε πρόθεση να υποβάλει στο Ν.Α.Τ αίτηση συνταξιοδότησης του λόγω ανικανότητας του προς εργασία, ένεκα του ότι έπασχε από πλακώδη καρκίνο της τραχείας κριθείς από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή του ΙΚΑ Χαλκίδος ανίκανος προς εργασία σε βαθμό 67%, εφόσον δεν αποδείχθηκε από τις ένορκες καταθέσεις -βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας- εναγομένης ούτε από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία κάτι τέτοιο.
Αντίθετα μάλιστα στα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα πιστοποιητικά συντεταγμένα στην Αγγλική σε έντυπα της ίδιας ξένης σημαίας (St.Kitts & Nevis), υπό την οποία τελούσε και το επίδικο πλοίο της εναγομένης, αναγράφεται εμφανώς «....issued by the administration of...GEORGIA... MASTER ON SHIPS OF 3000 GRT OR MORE».Kai ναι μεν αυτά αναφέρονται σε χρόνο μεταγενέστερο της σύναψης της επίδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας, υποδηλώνουν όμως κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ) ότι, αφού σε κάθε περίπτωση η εναγομένη δέχτηκε κατά την πορεία της επίδικης σύμβασης να διατηρεί τον ενάγοντα ως Πλοίαρχο στο πιο πάνω πλοίο της όντας κάτοχο διπλώματος Γεωργίας, τότε και η τυχόν αρχική άγνοια της περί αυτού, όπως υποστηρίζει, δεν ήταν τόσο σημαντική, ώστε να την εμποδίσει στην εξακολούθηση της συναφθείσας επίδικης σύμβασης, επομένως δε ουδεμία άσκησε επιρροή στην πρόσληψη του το γεγονός αυτό. Κατά συνέπεια δεν αποδεικνύεται ως προς το ανωτέρω περιστατικό ότι υφίστατο εξ αρχής της επίδικης σύμβασης απάτη εκ μέρους του ενάγοντος υπό την έννοια της δόλιας αποσιώπησης απ` αυτόν αληθινών γεγονότων και πρόκλησης ή διατήρησης πεπλανημένης αντίληψης στην εναγομένη.
Εξάλλου, από την προαναφερθείσα υπ` αρ. ... ένορκη βεβαίωση του προαναφερθέντος Μ.Β., που ο ίδιος διαπραγματευόταν στις αρχές Σεπτεμβρίου 2006 τη σύναψη σύμβαση ναυτικής εργασίας με την εναγομένη ως Α` Μηχανικός επισκεπτόμενος το επίδικο πλοίο της μαζί με τον ενάγοντα, προέκυψε ότι ο τελευταίος κατά τις συζητήσεις του με τον προαναφερθέντα υπάλληλο της εναγομένης Ν.Μ, που έγιναν με την παρουσία του ως άνω μάρτυρος, είχε ενημερώσει εκείνον (Ν.Μ.) α) ότι είχε προσβληθεί το έτος 2003 από καρκίνο της τραχείας, β) ότι είχε ήδη αποθεραπευθεί και γ) ότι επρόκειτο να υποβάλει στο Ν.Α.Τ αίτηση για μειωμένη συνταξιοδότηση λόγω της πιο πάνω ασθένειας. Μετά την παραπάνω ενημέρωση του Ν.Μ. δεν υπήρξε καμιά σχετική αντίρρηση του ως προς το θέμα της συνταξιοδότησης του εναγομένου, εφόσον το επίδικο πλοίο της εναγομένης δεν ήταν ασφαλισμένο στο Ν.Α.Τ και κανείς εν ενεργεία ναυτικός, που θα επιθυμούσε να προσμετρηθεί στη συντάξιμη υπηρεσία του ο ανάλογος χρόνος υπηρεσίας, δεν θα πήγαινε σε ανασφάλιστο πλοίο. Τα ανωτέρω ενισχύονται από το από 20.3.2007 τηλεμοιοτύπημα (fax) του ενάγοντος προς την εναγομένη (δια του ως άνω Ν.Μ.), που επί λέξει ανέφερε «... πιστεύω ότι θα μου εγκριθεί και η προσωρινή μου σύνταξη....», το οποίο προδήλως αναφέρεται σε ήδη γνωστό σ` εκείνη γεγονός, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία ακολούθως απήντησε επ` αυτού, κάτι που προφανώς θα γινόταν, αν είχε αιφνιδιασθεί λόγω της αγνοίας της γι` αυτό.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα πιστοποιητικά-έντυπα συντεταγμένα στην Αγγλική με την ένδειξη « ...CREW LIST», το πλήρωμα του επίδικου πλοίου της εναγομένης αποτελείτο, πλην εκείνου, από αλλοδαπούς, ενώ η υπηρεσία του ως συνταξιούχου στο ως άνω πλοίο επιτρεπόταν από το άρθρο 8 Ν.2987/2002 (για την απασχόληση συνταξιούχων ναυτικών) μη εμποδιζόμενη (υπό τη μορφή προβλεπόμενων προϋποθέσεων) από την ακολούθως εκδοθείσα κατ` εξουσιοδότηση αυτού Υ.Α (ΕμπΝαυτ) υπ` αρ. 3511.4./20/2004 (ΦΕΚ Β` 1782/02.12.2004), εφόσον το ανωτέρω μη συμβεβλημένο στο Ν.Α.Τ πλοίο ήταν υπό ξένη σημαία (St.Kitts & Nevis). Με βάση τα παραπάνω ούτε η επακολουθήσασα από 16.11.2006 αίτηση του ενάγοντος προς το Ν.Α.Τ για συνταξιοδότηση και η εκδοθείσα βάσει αυτής προσωρινή σύνταξη λόγω ανικανότητας με την υπ` αρ. απόφαση του Διευθυντή Παροχών Ν.Α.Τ σε συνέχεια της από 8.2.2007 γνωμάτευσης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του ΙΚΑ Χαλκίδας για αναπηρία ανερχόμενη σε 67% ήταν σε άγνοια της εναγομένης. Συνεπώς δεν υπήρξε ούτε και ως προς τα περιστατικά αυτά εξαπάτηση της εναγομένης εκ μέρους του ενάγοντος. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι τα όσα η εκκαλούσα ισχυρίζεται στις προτάσεις της αναφορικά με την απορριφθείσα από την εκκαλουμένη και μη προσβληθείσα με έφεση του εναγομένου -ενάγοντος επικουρική βάση της από 17.12.2007 ένδικης αγωγής του κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή.
Επομένως η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την από 17.12.2007 ένδικη αγωγή απέρριψε την ένσταση για ακυρότητα της επίδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας λόγω απάτης, δεν έσφαλε σύμφωνα με την προηγούμενη μείζονα σκέψη, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον 6ο λόγο της κρινόμενης έφεσης και τον 1ο πρόσθετο λόγο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Κατά το άρθρο 261 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να απαντά με σαφήνεια γενικά ή ειδικά για την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει σε συνδυασμό με την τυχόν άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας από τη γενική άρνηση του διαδίκου και από το σύνολο των ισχυρισμών του ομολογία για κάποιον πραγματικό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής ή της ένστασης και του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση, είναι η μη αμφισβήτηση απ` αυτόν του πραγματικού αυτού ισχυρισμού (ΑΠ 1203/2009 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 115/2008 ΕλΔ 2009.764, ΑΠ 561/2008 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ). Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση, δηλαδή προϋπόθεση συναγωγής της λεγόμενης έμμεσης ομολογίας του διαδίκου σε σχέση με συγκεκριμένο πραγματικό ισχυρισμό του αντιδίκου του είναι να μην αμφισβητήθηκε ειδικώς από εκείνον ο πραγματικός αυτός ισχυρισμός (ΑΠ 369/2008 ΕΔΠΟΛ 2008.563).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, δεν αμφισβητήθηκαν ειδικά τόσον τα επί μέρους αναλυτικά αναφερόμενα ποσά των οφειλομένων απ` αυτήν στον ενάγοντα από 7.9.2006 έως 14.7.2007 (για διαφορές α) δεδουλευμένων αποδοχών από 37.976,79 ευρώ, β) αντιτίμου αδεία από 12.152,59 ευρώ και γ) ειδικού επιδόματος πλου από 2.519,83 ευρώ) όσον και το συνολικό ύψος τους, αντίθετα σ` αυτές (σελ.45) έγινε μόνο λόγος για πλήρη εξόφληση του τελευταίου. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εξόφλησε πλήρως τις ανωτέρω οφειλές της προς τον ενάγοντα, αφού το καταβληθέν εκ μέρους σ` εκείνον ποσό των 34.000 ευρώ δόθηκε έναντι των πιο πάνω υποχρεώσεων της και αφορούσε μέρος τους, απέμεινε δε υπόλοιπο οφειλής της από 18.805,20 ευρώ.
Επομένως, η εκκαλουμένη δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις α) συνάγοντας έμμεση ομολογία της εναγομένης για τα οφειλόμενα απ` αυτήν στον ενάγοντα ποσά, σύμφωνα με τα προπαρατεθέντα στην προηγούμενη μείζονα σκέψη, απορριπτόμενου ως αβασίμου του 9ου λόγου της κρινόμενης έφεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα και β) απορρίπτοντας, έστω και σιωπηρά, που συμπληρώνεται με την παρούσα αιτιολογία (άρθρο 534 ΚΠολΔ), την ένσταση εξόφλησης (ΑΚ 416 ΑΚ), δεχόμενη δε ως προς την ένδικη από 17.12.2007 αγωγή μόνον μερική καταβολή στον ενάγοντα ποσού 34.000 ευρώ, απορριπτόμενου ως αβασίμου του 2ου πρόσθετου λόγου που υποστηρίζει τα αντίθετα.
Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας απαιτείται, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου, υπαιτιότητα, με τη μορφή της αμέλειας ή του δόλου, επέλευση ζημίας και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας, ο οποίος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η συμπεριφορά του δράστη ήταν αντικειμενικώς ικανή να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου. Υπαίτια δε είναι η συμπεριφορά στην περίπτωση του άμεσου δόλου (πρόθεσης), όταν ο υπαίτιος επιδιώκει (θέλει) την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΑΠ 17/2010 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»).
Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και τα συναλλακτικά ήθη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανά και μπορούσαν αντικειμενικώς να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1624/2007 ΕΝΔ 35.306). Ειδικότερα, η υπαιτιότητα εμφανίζεται με τη μορφή είτε δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου) , ο οποίος υπάρχει όταν ο δράστης θέλει ή αποδέχεται την παραγωγή του επιζήμιου αποτελέσματος, είτε αμέλειας (ενσυνείδητης ή ασυνείδητης), η οποία υπάρχει όταν ο δράστης προξενεί το επιζήμιο αποτέλεσμα από έλλειψη προσοχής, την οποία όφειλε να καταβάλει ο μετρίως συνετός κοινωνικός άνθρωπος στη θέση του, ευρισκόμενος υπό τις αυτές βιοτικές και λοιπές περιστάσεις. Ζημία είναι η προς το χειρότερο προξενούμενη μεταβολή (βλάβη) των έννομων αγαθών του προσώπου, που αφήνει ένα έλλειμμα (μία διαφορά) μεταξύ της νέας καταστάσεως που έχει παραχθεί και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς το επιζήμιο γεγονός.
(ΠΗΓΗ: LAWDB.INTRASOFTNET.COM)