Σύμβαση Ναυτικής Πρακτόρευσης

Αριθμός 445/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1` Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την κρινόμενη 14/17-2-2011 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 782/25-11-2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ` επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων.

 

Ειδικότερα, με την 11037/27-12-2006 αγωγή η δι` αυτής ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη διετείνετο, ιδία (α) ύστερα από σύμβαση, την οποία κατάρτισε στις 23.1.2002 με την εταιρεία "................", διαχειρίστρια των πλοίων της εναγομένης και ήδη αναιρεσίουσας, με εκ τρίτου συμβαλλόμενη την τελευταία, ανέλαβε την πρακτόρευση όλων των πλοίων αυτής, διαχειρίσεως της εταιρείας ".................", που ήταν εντεταγμένη στα δρομολόγια Ελλάδος-Ιταλίας, (β) ότι η εναγομένη την 1.12.2002 υπεισήλθε στα απορρέοντα από την εν λόγω σύμβαση δικαιώματα και υποχρεώσεις της διαχειρίστριας εταιρείας και κατέστη αμέσως συμβαλλόμενη, ιδιότητα με την οποία κατάρτισε με την ενάγουσα την διατυπούμενη στο από 12.12.2003 έγγραφο τροποποίηση αυτής, με μείωση των προμηθειών της τελευταίας, (γ) ότι η διάρκεια της συμβάσεως ορίσθηκε μέχρι 31-12-2003, η οποία παρατάθηκε αρχικά μέχρι 31.12.20.. και στη συνεχεία έως 31.12.2005, οπότε και έληξε και (δ) ότι κατά την από 1.1.2002 έως 31-18-2005 τετραετή διάρκεια της συμβάσεως αποκλειστικής πρακτορεύσεως εισέφερε νέους πελάτες και προήγαγε σημαντικό τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες, ουσιαστικές ωφέλειες τις οποίες διατήρησε η εναγομένη μετά τη λύση της συμβάσεως, Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά εφέρετο προς διάγνωση, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία αντικείμενο αυτής, η απορρέουσα από το άρθρο 9§ι του π.δ/τος 219/1991 αξίωσή της αποζημιώσεως, υπολογιζόμενη με βάση το μέσο ετήσιο όρο των μικτών προμηθειών (αμοιβών), που εισέπραξε κατά την τετραετή διάρκεια της συμβάσεως αποκλειστικής πρακτορεύσεως των πλοίων της εναγομένης. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η 4002/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), με την οποία αξιολογήθηκε κατά τούτο ως αόριστη και απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν προσδιορίζονται οι νέοι πελάτες που εισέφερε κατά τα έτη 2003-2005 και κατ` είδος και ποσό τα ουσιαστικά ωφελήματα που διατήρησε η εναγομένη μετά τη λύση της συμβάσεως και σε δεύτερο βαθμό, κατ` αποδοχή της 192/22.2.2010 εφέσεως της ενάγουσας, εξαφάνιση της προσβαλλομένης δι αυτής πρωτοβάθμιας αποφάσεως, εξέταση κατ` ουσίαν της υποθέσεως και μερική παραδοχή της αγωγής η 782/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), κρίση της, την οποία στήριξε στις ακόλουθες αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της. Ειδικότερα, διέλαβε στις αιτιολογίες της, κατ` ακριβή αντιγραφή της, "Δυνάμει της από 23.1.2002 σύμβασης πρακτόρευσης που συνήφθη μεταξύ της "....................................", η οποία είχε δυνάμει του από 18.7.2001 ιδιωτικού συμφωνητικού με την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία ............... τη διαχείριση των ναύλων των πλοίων της τελευταίας για τις γραμμές εξωτερικού Ελλάδας - Ιταλίας και της ενάγουσας καθώς και της εναγομένης ως τρίτης, σύμβαση δυνάμει της οποίας η διαχειρίστρια ανέθεσε στην ενάγουσα την πρακτόρευση των πλοίων της εναγομένης καθώς και τη γενική αντιπροσώπευση της διαχειρίστριας και πλοιοκτήτριας εταιρείας στην Πελοπόννησο για τις γραμμές Πάτρα-Ιταλία με την υποχρέωση της ενάγουσας να αντιπροσωπεύει μόνο τις παραπάνω εταιρείες απαγορευμένης της συνεργασίας με άλλες εταιρείες και να ενεργεί κάθε αναγκαίο μέτρο με τις αρμόδιες αρχές για την εξυπηρέτηση των πελατών. Η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε από 1.2.2002 μέχρι 31.12.2003 με δυνατότητα παράτασης δύο φορές την πρώτη μέχρι 31.12.2004 και την άλλη μέχρι 31-12.2005. Η προμήθεια που θα ελάμβανε η ενάγουσα ως αμοιβή ορίστηκε σε ποσοστό 16% για τα εκδιδόμενα εισιτήρια επιβατών και IX επιβατικών οχημάτων για τα εκδιδόμενα από συνεργαζόμενους με τον πράκτορα υποπράκτορες εισιτήρια επιβατών και IX οχημάτων σε 3% και για τις εκδιδόμενες αποδείξεις μεταφοράς φορτηγών οχημάτων ποσοστό 4%.

Με το άρθρο 9-5 της σύμβασης καθορίστηκε ότι σε περίπτωση καταγγελίας της από 18-8-2001 σύμβασης διαχείρισης η σύμβαση πρακτόρευσης θα εξακολουθεί να ισχύει μέχρι τη λήξη της σύμβασης με τους ίδιους όρους μεταξύ των διαδίκων. Με την από 29.11.2002 επιστολή της η εναγόμενη γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι εξαγόρασε εξ ολοκλήρου τη διαχειρίστρια εταιρεία από τα μέσα του 2001 και από 1.12.2002 αναλαμβάνει τη διαχείριση των πλοίων της. Με την από 12.12.2003 τροποποιητική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων καθορίστηκε η προμήθεια επί των εκδιδομένων από την ενάγουσα εισιτηρίων επιβατών και IX οχημάτων σε ποσοστό 14% και για τις αποδείξεις μεταφοράς φορτηγών σε ποσοστό 3% κατά δε τους λοιπούς όρους ισχύουν αυτοί της από 23.1.2002 σύμβασης πρακτόρευσης.

Οι διαχειριστές και μέτοχοι της ενάγουσας εταιρείας δραστηριοποιούνται στην Πάτρα στο χώρο της πρακτόρευσης από το έτος 1980. Το 1981 όταν η εναγομένη εταιρεία θέλησε να δραστηριοποιηθεί σε ταξίδια από Πάτρα σε Ιταλία με δικό της πλοίο ήλθε σε επαφή με το γραφείο των διαχειριστών της ενάγουσας οι οποίοι διατηρούσαν γραφείο στην Πάτρα και ανέλαβαν την πρακτόρευση του πλοίου της ως μοναδικοί πράκτορες της. Το 1996 οι Π. Φ. και Π. Σ. συνέστησαν δυνάμει του .http://lawsavvidou.gr/18.9.1996 συμβολαίου συστάσεως ΕΠΕ της συμβ/φου Πατρών Ειρήνης Γκέστα εταιρεία με την επωνυμία "......." με σκοπό την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας στο χώρο του τουρισμού και μεταφοράς επιβατών και οχημάτων. Συγχρόνως δε συνέχισε η εταιρεία τη συνεργασία της με την εναγομένη ως μοναδικός πράκτορας της στην Πάτρα. Στη συνέχεια δυνάμει του .http://lawsavvidou.gr/6.4.2001 συμβολαίου της ίδιας παραπάνω συμβ/φου συνεστήθη η ενάγουσα εταιρεία με διαχειριστές τα προαναφερόμενα πρόσωπα. Με την τελευταία εταιρεία συνήφθη η σύμβαση πρακτόρευσης μεταξύ των διαδίκων. Η ενάγουσα και πριν τη σύμβαση είχε δημιουργήσει σημαντικό δίκτυο πελατών, αφού ήταν η μοναδική αντιπρόσωπος της εναγομένης στην Πάτρα.

 

 Αλλά και μετά τη σύναψη της συμβάσεως νέοι πελάτες προστέθηκαν στον αριθμό των ήδη υπαρχόντων. Αυτοί που ήλθαν ως νέοι πελάτες το 2002 είναι οι παρακάτω: ... ... ... Αλλά και ως προς τους παλαιούς πελάτες που παρέλαβε σημειώθηκε σημαντική αύξηση των μεταξύ τους συναλλαγών. Ενδεικτική της αύξησης αυτής είναι η παρακάτω κατάσταση. Η εταιρεία με την επωνυμία ".......... ....." τον τελευταίο χρόνο λειτουργίας της, ήτοι το έτος 2001 είχε πωλήσεις των προϊόντων της εναγομένης σε ποσό 16.701.833-68 ευρώ και την πρώτη χρονιά λειτουργίας της ενάγουσας και εντός των πλαισίων της σύμβασης πρακτόρευσης το 20Ο2 οι πωλήσεις ανήλθαν σε 20.16.441,88 ευρώ. Αντίστοιχη ήταν και η πορεία των πωλήσεων για τα επόμενα έτη. Για το έτος 2003 ανήλθαν σε 22.468.652 €, για το 2004 σε 24.711.295 €, και για το 2005 σε 23.133.775 €. Η εναγομένη με την από 21.9.2005 επιστολή της κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση η οποία έληξε στις 31.12.2005. Η εναγομένη στη συνέχεια συνήψε νέα σύμβαση πρακτόρευσης από 1.1.2006 με την εταιρεία ............

 

Προς εξυπηρέτηση της λειτουργίας της επίδικης σύμβασης η ενάγουσα ανέπτυξε δική της επιχειρηματική υποδομή, προσέλαβε είκοσι πέντε άτομα προσωπικό και στεγαζόταν σε ακίνητο 250 τ.μ.. Παρά το γεγονός ότι προέβη στην επιχειρηματική οργάνωση της εταιρείας της, εξακολουθούσε να ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης της εναγομένης και να εξαρτάται από την εσωτερική της λειτουργία, διότι η εμπορική της δραστηριότητα συνδεόταν με το σύστημα πωλήσεως των προϊόντων της εναγόμενης και δεσμευόταν από τους καταλόγους τιμών της.

 

Επιπλέον, η ενάγουσα είχε αναλάβει την υποχρέωση να μην ασκεί ανταγωνιστική δραστηριότητα προς την εναγόμενη. Ηταν τόσο στενά συνδεδεμένη επιχειρησιακά που μετά την καταγγελία της σύμβασης δεν μπόρεσε να συνεχίσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα και ήδη βρίσκεται στο στάδιο της εκκαθάρισης.

 

Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι, μετά τη λύση της επίδικης σύμβασης η εναγόμενη διατήρησε τα οφέλη που προέκυψαν από τις πελατειακές σχέσεις που δημιούργησε η ενάγουσα κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, αφού μεγάλος αριθμός των συναλλασσομένων με αυτή και αναφέρονται στην αγωγή εξακολουθούν να συναλλάσσονται μαζί της μέσω της εταιρείας ............... και της αποφέρουν κέρδη.

 

Ως εκ τούτου η τελευταία εναγομένη πρόκειται να συνεχίσει αφενός να αξιοποιεί τις εν λόγω πελατειακές σχέσεις προβαίνοντας σε πωλήσεις και αφετέρου να έχει τη δυνατότητα να αποκομίζει επιχειρηματικό κέρδος από μελλοντικές πωλήσεις.

 

Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει αποζημίωση πελατείας.

 

Η επίδικη σύμβαση διήρκεσε τυπικά για τέσσερα έτη, αλλά στην πραγματικότητα η συνεργασία λειτούργησε με άλλες μορφές από το έτος 1981 και μετά. Το ποσό της αποζημίωσης πελατείας δεν μπορεί να υπερβεί το μέσο ετήσιο όρο των κερδών που εισέπραξε η ενάγουσα κατά τα τέσσερα τελευταία έτη.

 

Συγκεκριμένα η ενάγουσα για το έτος 2002 εισέπραξε ως προμήθεια 1.575.457,90 €, ποσό το οποίο δεν αμφισβητεί η εναγόμενη, αφού δεν αναφέρεται καθόλου για το έτος αυτό, αν και ο μαρτυράς της εξεταζόμενος στο ακροατήριο κατέθεσε ότι η συνεργασία με την εναγομένη άρχισε το 2002. Για το έτος 2003 εισέπραξε 1.136.552,78 €, για το έτος 2004 εισέπραξε το ποσόν των 984.022,10 € και για το έτος 2005 εισέπραξε 954-489 € ποσά τα οποία συνομολογούνται από τους διαδίκους. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι οι εισπράξεις από τους αναφερόμενους στην αγωγή πελάτες για τα επόμενα έτη, ήτοι από 2003 μέχρι τη λήξη της σύμβασης ήταν μικρότερες από τις αναφερόμενες στην αγωγή για το έτος 2002 αλυσιτελώς προβάλλεται αφού κρίνονται οι συνολικές πωλήσεις αφού είναι γνωστό ότι πολλοί πελάτες μετακινούνται και σε άλλες ομοειδείς εταιρείες και αντίστροφα. Δεν προσκόμισε δε αυτή (εναγομένη) κανένα αποδεικτικό στοιχείο για τις πωλήσεις των προϊόντων της για τα έτη 2006 και μετά, δηλαδή μετά τη λήξη της συμβάσεως για να αποδειχθούν τυχόν απώλειες από τους παλιούς πελάτες που παρέδωσε η ενάγουσα στο νέο πράκτορα.

 

 Επομένως, το σύνολο των κερδών της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα, από 1.1.2002 μέχρι 31.12.2005 ανέρχεται στο ποσόν των 4.650.521,68 Ευρώ (1.575.457,90 + 1.136.552,78 + 984.022 + 954-489), ο δε ετήσιος μέσος όρος των προμηθειών ανέρχεται στο ποσόν των 1.162.380,17 Ευρώ και συνακόλουθα η αποζημίωση πελατείας, που δικαιούται ανέρχεται στο ποσό των 800.000 Ευρώ, ποσό μικρότερο από τον παραπάνω μέσο όρο, αφού αποδεικνύεται πτωτική ετήσια πορεία των προμηθειών. Η ως άνω αποζημίωση κρίνεται ως "δίκαιη" λαμβανομένων υπόψη των κερδών που απώλεσε η ενάγουσα από τις υποθέσεις με τους πελάτες, και μάλιστα το τελευταίο έτος (2005) οι οποίοι παραμένουν στη διάθεση της εναγόμενης μετά τη λύση της σύμβασης". Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως εναντιώνεται η ηττηθείσα εφεσίβλητη-εναγομένη με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως και με την έννοια αυτή ερευνώνται στη συνέχεια κατ` αξιολογική σειρά οι διατυπούμενοι δι` αυτής λόγοι αναιρέσεως. Ειδικότερα: Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή δεν εφαρμοσθεί, ενώ έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο, πλην άλλων, την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε το δεύτερο βαθμό το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, αξιολογήθηκε ως νόμιμη, ενώ θα έπρεπε να γίνει το αντίθετο, σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 9 του π.δ. 219/1991 "περί εμπορικών αντιπροσώπων", που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τον συντονισμό των δικαίων και κρατών-μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους, όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ. 249/1983, 88/1994 και 312/1995, "ι.(α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση εάν και εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και η καταβολή της αποζημιώσεως αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ρήτρας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου ίο του παρόντος, β) Το ποσό της αποζημιώσεως αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκησε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου, γ) Η χορήγηση αυτής της αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση  της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη όπως ορίζεται από τις διατάξεις τον Αστικού Κώδικα ...".

 

Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, ότι η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής, που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό τους ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, όπως ιδίως φαίνεται και από την άνω διατύπωση του άρθρου 9 § ι εδ. α` του π.δ. 219/1991, όπως το εδ. α` αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 § 1 του π.δ, 312/1995. Το άνω πραγματικό του άρθρου 9 θέτει τρεις ισοδύναμες προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: (α) η εισφορά νέων πελατών ή η προαγωγή σημαντικά των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον εντολέα αντιπροσωπευόμενο που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς μετά την λύση της σύμβασης και γ) η καταβολή της αποζημιώσεως να είναι "δίκαιη" αν ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις καθεμιάς συγκεκριμένης περιπτώσεως και ιδιαίτερα οι προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Ως βάση δε του υπολογισμού της άνω αποζημιώσεως λαμβάνονται υπόψη οι προμήθειες από συμβάσεις που προβλέπονται να καταρτισθούν με πελάτες που έφερε ο αντιπρόσωπος και τις οποίες προμήθειες, λόγω της καταγγελίας, χάνει αυτός, με δυνατότητα, από την ίδια διάταξη, του εντολέως να ισχυρισθεί και να ανταποδείξει, ότι τα οφέλη που διατηρεί μετά την καταγγελία από την διατήρηση της πελατείας είναι μικρότερα κατά ποσό από τις απολεσθείσες προμήθειες του αντιπροσώπου.

Κατά την πάγια ομολογία του Αρείου Πάγου (ενδεικτικά σημειώνεται (ΑΠ 734, 163, 14/2011 αντίθετη ΑΠ 1121/2010) είναι επιτρεπτή, σε επίπεδο εθνικού δικαίου η αναλογική εφαρμογή του π.δ/τος και σε άλλες διαρκείς συμβάσεις διαμεσολαβήσεως στο εμπόριο, που παρουσιάζουν τα ουσιώδη βασικά χαρακτηριστικά της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, βεβαίως υπό προϋποθέσεις και με τρόπο, που προσήκει στην ίδια τη φύση της αναλογικής εφαρμογής, με κύρια κριτήρια την ομοιότητα (και όχι την ταυτότητα) των καταστάσεων, την ύπαρξη παρόμοιας κατάστασης συμφερόντων και, ενόψει του κατ` εξοχήν προστατευτικού για τον εμπορικό αντιπρόσωπο χαρακτήρα των περισσότερων διατάξεων του π.δ. 219/1991, τη διαπίστωση ανάλογης ανάγκης προστασίας. Για την ανεύρεση των ως άνω κριτηρίων απαιτείται η αξιολόγηση του συμβατικού κειμένου, η λειτουργία της συγκεκριμένης συμβάσεως στην πράξη, καθώς και ο βαθμός της ταύτισης ή της απόκλισης από τις χαρακτηριστικές υποχρεώσεις και δικαιώματα ενός εμπορικού 
αντιπροσώπου. Πάντως, κατά την κρατούσα πάντοτε νομολογία, η ανάλογη εφαρμογή και σε άλλες περιπτώσεις διαμεσολαβήσεως των διατάξεων για τον εμπορικό αντιπρόσωπο αποτελεί την εξαίρεση και η διαπίστωση της ανάγκης προστασίας του ενδιαμέσως συναλλασομένου γίνεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκάστης περίπτωσης.

 

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του Διατάγματος για την αρμοδιότητα των εμποροδικείων, εμπορική πράξη, εκτός των άλλων, είναι και η επιχείρηση πρακτορείας. Εξ αιτίας της ελλείψεως νομοθετικής προβλέψεως γίνεται δεκτό, ότι σύμβαση πρακτορείας θεωρείται η ανάληψη με αντάλλαγμα υποχρεώσεως παροχής στο κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών ποικίλης φύσεως. Πράκτορες, με την ανωτέρω έννοια, είναι και οι πράκτορες ταξιδιών, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο πράκτορας, ο οποίος κρατεί θέσεις για θαλάσσιο ταξίδι και εκδίδει το εισιτήριο με καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος. Η νομική φύση της εσωτερικής σχέσεως της ως άνω ειδικότερης συμβάσεως πρακτορείας, δηλαδή της σχέσεως που συνδέει τον θαλάσσιο μεταφορέα και τον πράκτορα, είναι, ενόψει των άρθρων 91 ΕμπΝ και 3 του ΕισΝΑΚ, αυτής της εντολής και οι διατάξεις του ΑΚ που ρυθμίζουν την εντολή, διέπουν τις σχέσεις των προσώπων αυτών. Η σύμβαση πρακτορείας συνιστά ειδικότερη μορφή της συμβάσεως εμπορικής παραγγελίας, επί της οποίας, το πρόσωπο, που ενεργεί κατ` επιχείρηση (παραγγελιοδόχος), αναλαμβάνει να συνάψει με αμοιβή συγκεκριμένη (άλλη σύμβαση) ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό του αντισυμβαλλομένου του (παραγγελέα).

 

Κριτήριο της διακρίσεως μεταξύ της συμβάσεως παραγγελίας και της συμβάσεως πρακτορείας αποτελεί το αν ο ενδιαμέσως συναλλασσόμενος ενεργεί στο όνομα του ή στο όνομα του παραγγελέα. Τούτο, διότι ο παραγγελιοδόχος, δικαιοπρακτώντας προς τα έξω με το όνομά του, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα του, διακρίνεται από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, το μεσίτη και τον πράκτορα, που αποτελούν μόνο διαμεσολαβούντα βοηθητικά πρόσωπα του εμπορίου, τα οποία δεσμεύουν ευθέως αυτόν που αντιπροσωπεύουν με τον εντολέα τους.

 

Σε περίπτωση διαρκούς πρακτορείας, ήτοι, όταν η υποχρέωση του πράκτορα είναι η παροχή προς το κοινό υπηρεσιών κατά τρόπο συνεχή ή επαναλαμβανόμενο, η πρακτορεία ομοιάζει με την εμπορική αντιπροσωπεία, χωρίς, όμως, να ταυτίζεται πλήρως με αυτή. Στην περίπτωση αυτή, λόγω της ελλιπούς νομοθετικής ρυθμίσεως της σύμβασης πρακτορείας υφίσταται ακούσιο (γνήσιο) νομοθετικό κενό, και συνεπώς, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά περιστατικά, που καθιστούν αναγκαία την προστασία του πράκτορα, είναι δυνατή η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/1991 και στη σύμβαση πρακτορείας. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο πράκτορας δεν έχει αξίωση αποζημίωσης πελατείας σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης πρακτορείας, αφού, όπως αναφέρθηκε, η ανάλογη εφαρμογή στη σύμβαση πρακτορείας των διατάξεων για τον εμπορικό αντιπρόσωπο αποτελεί την εξαίρεση. Είναι, όμως, δυνατή η ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 9 του π.δ. 219/1991, περί αποζημίωσης πελατείας στη σύμβαση πρακτορείας σε περιπτώσεις, που η συγκεκριμένη συμβατική σχέση δημιούργησε έντονη εξάρτηση του πράκτορα από την επιχείρηση του εντολέα και εφόσον προώθησε τις υποθέσεις του τελευταίου με την προσέλκυση νέων πελατών, υπό την προϋπόθεση βεβαίως, ότι ο εντολέας διατηρεί και μετά τη λύση της σύμβασης ουσιαστικά οφέλη από την προώθηση αυτή, κάτι το οποίο, όμως, δεν είναι αυτονόητο σε κάθε περίπτωση πρακτορείας. Κρίσιμα περιστατικά αποτελούν, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του πράκτορα να προωθεί, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, τις υπηρεσίες του εντολέα, η υποχρέωση διαρκούς πληροφόρησης του τελευταίου και μετά τη λήξη της σύμβασης, η υποχρέωση μη ανταγωνισμού και η υποχρέωση μεταβίβασης πελατείας.

Επομένως, σε συνέπεια με τις νομικές αυτές παραδοχές της κρατούσης νομολογιακώς απόψεως, παρά το γεγονός ότι π.δ. 219/1991 αναφέρεται σε εμπορικό αντιπρόσωπο εμπορευμάτων, δεν αποκλείεται σε επίπεδο εθνικού δικαίου, η ανάλογη αυτού εφαρμογή και στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας παροχής υπηρεσιών (Αντιθ. ΑΠ 1121/2010 επί ταχυδρομικής πρακτορείας), εφόσον υφίσταται ακούσιο νομοθετικό κοινό, το οποίο ήδη καλύφθηκε με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του ν. 3557/2007 κατά τους ορισμούς της οποίας "οι διατάξεις του π.δ. 219/1991, όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις αντιπροσωπείας που αφορούν παροχή υπηρεσιών και στις αποκλειστικές διανομές", όπως δε αναφέρεται στην επί της διατάξεως αυτής περικοπή της αιτιολογικής του νόμου εκθέσεως, "με την προτεινόμενη ρύθμιση επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/19912 στις συμβάσεις αντιπροσωπείας που αφορούν παροχή υπηρεσιών και στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής ενόψει και των δεδομένων της νομολογίας του Αρείου Πάγου. Περί του επίμαχου θέματος της δυνατότητας αναλογικής εφαρμογής, σε επίπεδο εθνικού δικαίου, του π.δ. 219/1991 και σε άλλες διαρκείς συμβάσεις διαμεσολαβήσεως στο εμπόριο, αποφάνθηκε η c-85/2003 απόφαση του ΔΕΚ, η οποία, απαντώντας σε σχετικά προδικαστικά ερωτήματα του Πρωτοδικείου Αθηνών, διέλαβε στις αιτιολογίες της, κατ` ακριβή κατά τούτο αντιγραφή τους ."12. Με τα προδικαστικά ερωτήματα, που αρμόζει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ` ουσίαν αν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 86/653 περιλαμβάνονται, εκτός από τους μεσολαβητές που ενεργούν επ` ονόματι και για λογαριασμό ενός αντιπροσωπευόμενου, τα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, αλλά ιδίω ονόματι, και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν τα εθνικά δικαστήρια μπορούν παρ` όλ` αυτά να εφαρμόσουν κατ` αναλογία τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας στους παραγγελιοδόχους.

 

15.Συναφώς, διαπιστώνεται ότι από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή καθορίζει τον εμπορικό αντιπρόσωπο ως εκείνον στον οποίο, "υπό την ιδιότητα του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής αντιπροσωπευόμενος, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ` ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου". Στα άρθρα 1, παράγραφος 3, και 2, η οδηγία αυτή οριοθετεί επακριβώς την έννοια του εμπορικού αντιπροσώπου περιορίζοντάς την σε σαφώς καθοριζόμενες καταστάσεις.

 

16. Καμία διάταξη της οδηγίας 85/653 δεν αναφέρει τα πρόσωπα τα οποία, μολονότι ενεργούν για λογαριασμό τρίτου, ενεργούν παρ` όλ` αυτά ιδίω ονόματι και, επιπλέον, η οδηγία αυτή δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη βάσει της οποίας να τεκμαίρεται ότι η οδηγία μπορεί να τύχει εφαρμογής σε συμβατικές σχέσεις όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 

17. Πράγματι, η δραστηριότητα προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό τρίτου, αλλά ιδίω ονόματι, είναι διαφορετική από τη δραστηριότητα των εμπορικών αντιπροσώπων και, όπως ορθώς επισημαίνει η Γερμανική Κυβέρνηση, τα συμφέροντα και η ανάγκη προστασίας των δύο επαγγελμάτων δεν είναι τα ίδια.

 

18. Επομένως, δεν υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς το ότι η επίμαχη κατάσταση της κύριας δίκης δεν περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 86/653.

 

19. Ανεξαρτήτως του ερωτήματος αν μπορεί να αποβεί χρήσιμη η εναρμόνιση των κανόνων των κρατών μελών που σκοπούν στην προστασία του επαγγέλματος των παραγγελιοδόχων, ερώτημα στο οποίο δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να απαντήσει, συνομολογείται ότι η εναρμόνιση αυτή δεν υφίσταται επί του παρόντος. Εν πάση περιπτώσει, η εναρμόνιση αυτή δεν μπορεί να θεσπισθεί στο κοινοτικό δίκαιο νομολογιακώς.

 

 20. Κατά τα λοιπά, η νομοθετική αυτή κατάσταση σε κοινοτικό επίπεδο δεν εμποδίζει εθνικό νομοθέτη να προβλέψει, για την προστασία των παραγγελιοδόχων, πρόσφορους κανόνες εμπνεόμενος από τις διατάξεις της οδηγίας 86/653, εφόσον τούτο είναι προφανώς χρήσιμο και καθόσον καμία άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν το εμποδίζει.

 

21. Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 86/653 έχει την έννοια ότι τα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό ενός αντιπροσωπευόμενου, αλλά ιδίω ονόματι, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής". Επακολούθησε η έκδοση της 7231/2005 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η εν λόγω αγωγή αξιολογήθηκε ως μη νόμιμη, και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από έφεση της ενάγουσας, η 4863/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με απορριπτική επ` αυτής κατ` ουσίαν κρίση, σε συνέπεια με την αιτιολογία της ότι δεσμεύεται από την εν λόγω απόφαση του ΔΕΚ, αξιολογώντας ομοίως την αγωγή ως μη νόμιμη κατά την θεμελίωση του αιτήματος αποζημιώσεως στην ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 9 παρ.9 παρ 1α του π.δ. 219/1991 την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε η ηττηθείσα εκκαλούσα (ενάγουσα) με αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η 103/23-1- 2012 απόφαση του αυτού, Α1, Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία, με τις αιτιολογίες, κατ` ακριβή κατά τούτο αντιγραφή τους, " κατόπιν αυτού, ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, αν η απόφαση που εκδίδεται και στην περίπτωση αυτή, από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά το μέρος που αναφέρεται σε αναλογική εφαρμογή κοινοτικού δικαίου, σε συνδυασμό με τις εσωτερικού δικαίου διατάξεις (άρθρα 361 και 288 ΑΚ), δεσμεύει το εθνικό Δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης, αλλά και όλα τα εθνικά Δικαστήρια που καλούνται να δικάσουν την ίδια υπόθεση, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου επί του προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε σ` αυτό, και αν το εθνικό Δικαστήριο θα εκφράσει πλέον κρίση το ίδιο επί του εφαρμοστέου δικαίου στη συγκεκριμένη υπόθεση, ώστε να μπορεί να ιδρυθεί στην περίπτωση αυτή η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ευθέως ή αναλογικώς.

Πέραν όμως αυτού ανακύπτει 
ζήτημα ενότητας της νομολογίας, καθόσον είναι πλέον πάγια η νομολογία ότι ο ί αποκλειστικός διανομέας αν και συναλλάσσεται με τους τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του, αναλαμβάνοντας πλήρως τον επιχειρησιακό κίνδυνο, ο δε εμπορικός αντιπρόσωπος εκτελεί βοηθητική εργασία διαμεσολαβήσεως στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, δεν αποκλείεται μία συγκεκριμένη σύμβαση αποκλειστικής διανομής να προσομοιάζει, κατά περιεχόμενο, με τη σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας, προς την οποία και να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία, οπότε, λόγω του ότι ελλείπουν διατάξεις στον ΕμπΝ που να ρυθμίζουν την σύμβαση αποκλειστικής διανομής και υφίσταται ακούσιο (γνήσιο) νομοθετικό κενό, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του π.δ/τος 219/1991 (ιδίως των άρθρων 8 και 9 αυτού), κατά το μέρος τους, εκείνες του π.δ/τος 219/1991, που προσαρμόζονται στη φύση και στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης σύμβασης αποκλειστικής διανομής, η οποία ομοιάζει, κατά τα ουσιώδη (κρίσιμα) σημεία της, με εκείνη της εμπορικής αντιπροσωπείας", παρέπεμψε τον προταθέντα και προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Ο τελευταίος αυτός λόγος συντρέχει και στην παρούσα υπόθεση και με την έννοια αυτή δικαιολογεί την παραπομπή της προβαλλόμενης με τον δεύτερο λόγο της ένδικης αιτήσεως και προεξέχουσας αξιολογικώς αναιρετικής αιτιάσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΚπολΔ 563 παρ 2 εδ 1 β,2), με την επιφύλαξη ερεύνης των λοιπών, με την οποία προσάπτεται στην προσβαλλόμενη δι` αυτής απόφαση ότι εσφαλμένα δέχθηκε αναλογική εφαρμογή του π.δ. 219/1991 επί της συνδέουσας τις διαδίκους συμβάσεως διαρκούς πρακτορείας και αξιολόγησε την αγωγή ως νόμιμη κατά την φερόμενη προς διάγνωση και θεμελιούμενη στην διάταξη του άρθρου 9 του π. δ/τος 219/1991 αξίωση αποζημιώσεως της αναιρεσίβλητης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον δεύτερο λόγο της 14/17-2-2011 αιτήσεως για αναίρεση της 782/25-11-2010 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2012.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2012.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(ΠΗΓΗ:LAWDB.INTRASOFTNET.COM - NOMOS) 

 

    
Δραστηριότητα Νομικά Θέματα Συνεργάτες Σύνδεσμοι Νέα
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Change Language
Βορείου Αιγαίου νέα Γρεβενών Κορινθίας Φωκίδας Ανάφη Διδυμότειχο Θέρμο Κίσσαμος Μήλος Παλαμάς Σητεία Χαϊδάρι Θεσσαλίας νέα Εύβοιας Λασιθίου Άβδηρα Άργος Μυκήνες Δυτική Αχαϊα Ιθάκη Κύθηρα Μυλοπόταμος Πάτρα Σκύδρα Χίος Βορείου Αιγαίου νέα Γρεβενών Κορινθίας Φωκίδας Ανάφη Διδυμότειχο Θέρμο Κίσσαμος Μήλος Παλαμάς Σητεία Χαϊδάρι Κεντρικής Μακεδονίας νέα Ζακύνθου Λευκάδας Αγία Παρασκευή Αρχαία Ολυμπία Έδεσσα Ιωάννινα Λαγκαδάς Ναύπακτος Πεντέλη Σοφάδες Ωρωπός Πρωτοσέλιδα Ηπείρου νέα Έβρου Λαρίσης Χίου Αποκόρωνος Δοξάτο Ιερά Πόλη Μεσολογγίου κορυδαλλός Μύκη Πόρος Σκιάθος Χανιά
Ειδήσεις Θεσσαλία Εύβοια Λασίθι Αγαθονήσι Αριστοτέλης Δυτική Μάνη Ικαρία Κύθνος Μώλος Άγιος Κωνσταντίνος Παύλος Μελάς Σκύρος Ψαρά
Copyright © 2025 All rights reserved Νοτίου Αιγαίου νέα Ημαθίας Μεσσηνίας Αγκίστρι Αχαρνές Ελληνικό Αργυρούπολη Καλαμαριά Λειβαδιά Νέα Ιωνία Πηνειός Στυλίδα developed and powered by WGR