Αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης υιοθεσίας

ΜΠρ Θεσσ 7013 / 2013 – Αναγνώριση αλλοδαπής (ρωσικής) απόφασης περί υιοθεσίας / Ισχύει η Ελληνοσοβιετική σύμβαση περί δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις

ΜονΠρΘεσ 7013/2013
 

Η Ελληνοσοβιετική σύμβαση «περί δικαστικής αγωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις», που υπογράφηκε στις 21.5.1981 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 1242/1982 (ΦΕΚ Α’ 44), εξακολουθεί να ισχύει στις σχέσεις μας με τη Ρωσική Ομοσπονδία, αφού δεν καταγγέλθηκε ούτε από την τελευταία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ (ΑΠ 416/2008 και ΑΠ 293/2004 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, το άρθρο 1 της Υ.Α.Φ. 0544/4/ΑΣ890/Μ.4487, που ενέκρινε το Ελληνορωσικό Πρωτόκολλο της 13.12.1995 (ΦΕΚ Α’ 4/16.01.1996) προβλέπει ότι εξακολουθούν να ισχύουν μεταξύ των δύο χωρών όλες οι αναφερόμενες στο Παράρτημα Ι, που το συνοδεύει (Πρωτόκολλο), συμβάσεις μεταξύ των οποίων και η Σύμβαση δικαστικής αρωγής του 1981, δεδομένου ότι αυτή αναφέρεται στο ανωτέρω Παράρτημα με τον αύξοντα αριθμό 7.

Ειδικότερα, στα άρθρα 23 και 24 της ενλόγω Σύμβασης ορίζεται ότι απόφαση των δικαιοδοτικών οργάνων του ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζεται στο έδαφος του άλλου μέρους, εφόσον: α) έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατά το δίκαιο της Πολιτείας, όπου εκδόθηκε, β) ο διάδικος που ερημοδίκησε είχε κληθεί εμπρόθεσμα και με τον προσήκοντα τρόπο κατά το δίκαιο της χώρας προέλευσης της απόφασης, γ) για την ίδια υπόθεση μεταξύ των ίδιων διαδίκων δεν έχει εκδοθεί προηγούμενη απόφαση με ισχύ δεδικασμένου στην Πολιτεία, όπου ζητείται η αναγνώριση, ή δεν έχει εγερθεί άλλη αγωγή με το ίδιο αντικείμενο μεταξύ των ίδιων διαδίκων στα δικαστήρια της Πολιτείας στην οποία ζητείται η αναγνώριση και δ) η υπόθεση δεν υπαγόταν στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Πολιτείας, όπου επιδιώκεται η αναγνώριση της απόφασης.

Στο δε άρθρο 26 παρ. 1 της Σύμβασης ορίζεται ότι οι αναφερόμενες στο άρθρο 23 αποφάσεις, που αφορούν υποθέσεις μη περιουσιακής φύσης, αναγνωρίζονται στο έδαφος των δύο συμβαλλόμενων μερών χωρίς συμπληρωματική έρευνα, ενώ στο άρθρο 27 αυτής ότι η διαδικασία περιβολής του εκτελεστη-ρίου τύπου στις αποφάσεις περιουσιακής υφής ανατίθεται στα αρμόδια Δικαστήρια του κράτους, στο οποίο προσκομίζεται προς εκτέλεση η απόφαση. Από τις τελευταίες διατάξεις προκύπτει με σαφήνεια ότι η ενλόγω Σύμβαση εισάγει μία ρήτρα αυτόματης αναγνώρισης των αποφάσεων που αφορούν στην προσωπική κατάσταση (μη περιουσιακής φύσης), οι οποίες αναπτύσσουν αυτοδίκαια στην ημεδαπή έννομη τάξη την ενέργειά τους, χωρίς ο ενδιαφερόμενος να οφείλει να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου, για να ζητήσει την αναγνώρισή τους, σε αντιδιαστολή με την αναγνώριση αποφάσεων περιουσιακής φύσης, η οποία δεν γίνεται αυτόματα, αλλά με τη διαδικασία του άρθρου 27. Πάντως, γίνεται παγίως δεκτό ότι η διαδικασία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και σε περίπτωση κινδύνου αμφισβήτησης της αλλοδαπής απόφασης προσωπικής κατάστασης από τις αρχές του κράτους, στο οποίο προσκομίζεται προς αναγνώριση (ΜονΠρθεσ 60/2005 Αρμ 2007.82 ΜονΠρθεσ 32684/2002 Αρμ 2003.843).

Σε κάθε περίπτωση, για την αναγνώριση της απόφασης προσωπικής κατάστασης, είτε γίνεται αυτόματα, είτε δια της δικαστικής οδού, πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 24 της Ελληνοσοβιετικής Σύμβασης, καθόσον οι ρήτρες αυτόματης αναγνώρισης δεν αφορούν στις προϋποθέσεις, αλλά μόνο στη διαδικασία αναγνώρισης (πρβλ. ΕφΑθ 7359/2005 ΕλλΔνη 2006.856, Εφθεσ 2367/1998 ΕλλΔνη 1998.1352), και να προσκομίζονται τα έγγραφα, που αναφέρονται στο άρθρο 28 της Σύμβασης. Τέλος, κατά το άρθρο 27 της τελευταίας, αρμόδιο Δικαστήριο της εκτέλεσης και, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και της αναγνώρισης είναι εκείνο που προβλέπουν οι εσωτερικές δικονομικές διατάξεις του συμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή στη χώρα μας, το Δικαστήριο, που ορίζεται στο άρθρο 905 ΚΠολΔ. Η ανωτέρω δε Σύμβαση, λόγω της διεθνούς συμβατικής προέλευσής της, αναπτύσσει στην ελληνική έννομη τάξη αυξημένη τυπική ισχύ, με βάση το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατισχύοντας κάθε αντίθετης διάταξης νόμου καθώς και των διατάξεων του εσωτερικού δικονομικού δικαίου, που αφορούν στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης, δηλαδή των άρθρων 323 και 905 ΚΠολΔ, τα οποία, άλλωστε, επιφυλάσσονται ρητά υπέρ των διεθνών συνθηκών (πρβλ. Άρθρο 2 ΕισΝΚΠολΔ).

Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι εάν οι διατάξεις μίας διμερούς Σύμβασης, οι οποίες υπερισχύουν, κατά τα προεκτεθέντα, των ρυθμίσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εισάγουν, κατά περίπτωση, αυστηρότερες προϋποθέσεις για την αναγνώριση μίας αλλοδαπής δικαστικής απόφασης, τότε, ο προσδιορισμός της εφαρμοστέας ρύθμισης θα πρέπει να γίνει τελολογικά, δηλαδή, υπό το πρίσμα της διευκόλυνσης, η οποία επιδιώκεται με τις διεθνείς συμβάσεις, και όχι της δυσχέρανσης της αναγνώρισης αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις διεθνών Συμβάσεων υπερισχύουν από τις αντίστοιχες διατάξεις του εθνικού εσωτερικού δικαίου, μόνο όταν είναι ευνοϊκότερες για την αναγνώριση, διαφορετικά ατονούν και αφήνουν το προβάδισμα στις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου, με αποτέλεσμα, αν σε μία Σύμβαση περιέχονται όροι εν μέρει ευνοϊκότεροι και εν μέρει δυσμενέστεροι από εκείνους του άρθρου 323 ΚΠολΔ, να εφαρμόζονται οι ευνοϊκοί από τη Σύμβαση και το άρθρο 323, όροι (ΜονΠρΡοδ 806/2005 ΤΝΠ Νόμος, Βαθρακο-κοίλη ΚΠολΔ, 1994 323 αριθ. 4 και 780 αριθ. 8, Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νίκας-Κουσούλης ΚΠολΔ Ι 2000 323 αριθ. 10, Γεωργιάδη Εκτέλεσις και αναγνώρισις αλλοδαπών αποφάσεων Αρμ 1974.609, Φραγκίστα Πνευματική ακύρωσις και λύσις του γάμου Δ 5.449, Γέσιου- Φαλτσή Η αναγνώριση και εκτέλεση γερμανικών αποφάσεων στην Ελλάδα Δ 1982.184-189, η οποία, όμως, υποστηρίζει ότι στην ανωτέρω περίπτωση, εφαρμόζεται όχι μόνο η ευνοϊκότερη ρύθμιση του εσωτερικού δικαίου, αλλά το τελευταίο στο σύνολό του). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 323 και 905 παρ. 1 3 και 4 ΚΠολΔ, απόφαση αλλοδαπού πολιτικού Δικαστηρίου, που αφορά στην προσωπική κατάσταση, ισχύει και αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα, εφόσον: α) αποτελεί δεδικασμένο κατά το δίκαιο του τόπου, όπου εκδόθηκε, β) η υπόθεση, κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, υπαγόταν στην δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του κράτους, στο οποίο ανήκει το Δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση, όταν δηλ. ο Έλληνας Δικαστής, υπεισερχόμενος υποθετικά στη θέση του αλλοδαπού Δικαστή, θα είχε δικαιοδοσία για τη υπόθεση με βάση τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου (ΑΠ 1255/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 193/1983 ΕΕΝ 50.712, Εφθεσ 3836/1996 Αρμ 1997.823, ΕφΑθ 4149/1991 ΝοΒ 40.559), γ) ο διάδικος που νικήθηκε δε στερήθηκε του δικαιώματος της υπεράσπισης και, γενικά, της συμμετοχής του στη δίκη, εκτός αν η στέρηση έγινε σύμφωνα με διάταξη, που ίσχυε για τους πολίτες του κράτους, στο οποίο ανήκει το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση (ΕφΑθ 10601/1995 ΕλλΔνη 1998.147), δ) δεν είναι αντίθετη με απόφαση ελληνικού Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού Δικαστηρίου και ε) δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη. Επιπλέον, πρόσκρουση στη δημόσια τάξη, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 323 αριθ. 5 ΚΠολΔ υφίσταται όταν, κατά τον χρόνο που η αλλοδαπή απόφαση επεκτείνει την ισχύ της στην ημεδαπή θίγεται είτε η δικονομική είτε η ουσιαστική δημόσια τάξη. Η τελευταία θίγεται όταν η «ανάπτυξη των συνεπειών της αλλοδαπής απόφασης στην ημεδαπή αντιτίθεται ευθέως προς τις θεμελιώδεις αρχές και τους κανόνες που κρατούν στην Ελλάδα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις που διέπουν τον βιοτικό ρυθμό αυτής, αποτελούν δε το φράγμα που αποτρέπει τη διαταραχή του άνω ρυθμού με την εκτέλεση στην ημεδαπή της αλλοδαπής απόφασης» (ΑΠ 496/1994 ΝοΒ 1995.552-553).

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Όγδοο «ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή», που προστέθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3089/2002, η τεχνητή γονιμοποίηση επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει σε αυτήν διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Ειδικά η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, κατά τη διάταξη του άρθρου 1457 ΑΚ, επιτρέπεται με δικαστική άδεια και με τη σωρευτική συνδρομή αυστηρών προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων η προηγούμενη συναίνεση «του συζύγου ή του άνδρα με τον οποίο η γυναίκα συζούσε σε ελεύθερη ένωση» με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Με ανάλογα αυστηρό τρόπο τίθενται από τη διάταξη, του άρθρου 1458 ΑΚ και οι προϋποθέσεις για το επιτρεπτό της παρένθετης μητρότητας.

Μεταξύ των άλλων, ρητή προϋπόθεση, κατά το άρθρο 1458 ΑΚ, για την απόκτηση τέκνου είναι το προς γονιμοποίηση ωάριο να είναι είτε της γυναίκας που επιθυμεί την απόκτηση τέκνου (της αποκαλούμενης κοινωνικοσυναισθηματικής μητέρας) είτε τρίτης δότριας, σε καμία περίπτωση, όμως, της κυοφόρου. Η ρύθμιση αυτή δείχνει ότι ο νομοθέτης δε θεωρεί κοινωνικά ανεκτή την πλήρη υποκατάστατη μητρότητα.

Η προσφυγή στις ιατρικές μεθόδους, προκειμένου να αποκτηθούν τέκνα, εντάσσεται στο προστατευτικό πεδίο του Συντάγματος, αρκεί η άσκηση του δικαιώματος αναπαραγωγής να μην προσκρούει σε άλλα συνταγματικά δικαιώματα και να μην προσβάλλει τα χρηστά ήθη, θέμα το οποίο μπορεί να ανακύψει στις περιπτώσεις της post mortem τεχνητής γονιμοποίησης και του δανεισμού μήτρας. Με βάση, λοιπόν, όλα αυτά και δεδομένου ότι σε περίπτωση πλήρους απαγόρευσης, θα μπορούσαν να γεννηθούν παιδιά, κατά παράβαση του Νόμου ή και με ένα ταξίδι σε χώρα όπου δεν υπάρχουν απαγορεύσεις τα οποία δεν θα απολάμβαναν καμίας νομικής κατοχύρωσης, στον ν. 3089/2002 θεωρήθηκε προτιμότερο να επιτραπεί καταρχήν λ.χ., η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, αλλά να τεθούν για αυτήν αυστηρότερες προϋποθέσεις και, βέβαια, να ρυθμιστεί στη συνέχεια και το θέμα της συγγένειας (βλ. Εισηγητική Έκθεση ν. 3089/2002 και Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Τεχνητή Γονιμοποίηση και Οικογενειακό Δίκαιο πρώτο κεφάλαιο ΙΙΙ 3), το οποίο, διαφορετικά, θα μπορούσε να ρυθμιστεί μέσω του θεσμού της υιοθεσίας (άρθρα 1542 επ. ΑΚ).

Ειδικά στη περίπτωση του δανεισμού μήτρας, η ίδρυση της συγγένειας με τη μητέρα κατά τα άρθρα 1463 παρ. 1 ή 1464 παρ. 1 ΑΚ, ή κατόπιν ανατροπής του τεκμηρίου, δεν αποκλείει, καταρχήν, τη μεταγενέστερη ίδρυση της τεχνητής συγγένειας που δημιουργείται με την υιοθεσία, δηλαδή, αφού γεννηθεί το παιδί, η γυναίκα που το επιθυμεί να το υιοθετήσει. Έτσι, όμως, παρακάμπτεται η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1458 ΑΚ και, επομένως, όλων των όρων, εκ των οποίων ο σημαντικότερος είναι η φυσική αδυναμία της γυναίκας για κυοφορία. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 1458 ΑΚ. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 1544 εδ. α’ ΑΚ ορίζει ότι αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ, αλλά όχι και περισσότερο από πενήντα χρόνια. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1561 ΑΚ, με την υιοθεσία ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα, έναντι του οποίου και των συγγενών του έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο. Στην ελληνική, λοιπόν, έννομη τάξη, ο θεσμός της υιοθεσίας αποβλέπει στην ενσωμάτωση του υιοθετούμενου σε μία οικογένεια, η οποία από άποψη έννομων συνεπειών δεν διαφέρει από την πραγματική οικογένεια.
 

Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτησή της, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις προτάσεις και με δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά (άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ), η αιτούσα ζητά να αναγνωριστεί ότι έχει αποκτήσει και στην Ελλάδα ισχύ δεδικασμένου η με αριθμό 2-2506/20.4.2012 απόφαση υιοθεσίας του Δικαστηρίου της περιοχής Μπαμπουσκίνσκαια της πόλης Μόσχας της Ρωσίας, σύμφωνα με την οποία υιοθέτησε τα ανήλικα: 1) Μ.Κ., του Μ., 2) Ι.Κ., του Μ. 3) Θ.Κ., του Μ., και 4) Μ.Κ., του Μ. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτού, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία της αιτούσας, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 740 έως 781 και 905 ΚΠολΔ), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 23 επ. της Ελληνοσοβιετικής σύμβασης «περί δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις», 323 και 905 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί, περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
 

Από όλα τα έγγραφα, που η αιτούσα νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς, ωστόσο, να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Η αιτούσα, Λ.Κ., ή Κ. Του Θ., εισήλθε το έτος 2010 σε ιατρικό κέντρο, προκειμένου να υποβληθεί σε θεραπεία υπογονιμότητας και να ικανοποιήσει το δικαίωμά της στη μητρότητα. Τελικά, στην κλινική αυτή επιτεύχθει η μεταφορά εμβρύων στις μήτρες δύο παρένθετων μητέρων στις 30.4.2010, η καθεμία εκ των οποίων έτεκε – η μία στις 6.1.2011 και η έτερη στις 8.1.2011-, τελικά, δίδυμα τέκνα. Δότης του σπέρματος και, κατ’ επέκταση, βιολογικός πατέρας των τεσσάρων τέκνων, τριών αρρένων και ενός θήλεος, που γεννήθηκαν, κατόπιν εφαρμογής της ως άνω μεθόδου ιατρικής υποβοήθησης στην αναπαραγωγή, ήταν ο νεκρός γιος της Λ.Κ., ήδη αιτούσας, Μ.Ο., ο οποίος είχε γεννηθεί το έτος 1981.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι τα τέκνα διαμένουν από τη γέννησή τους με τη βιολογική γιαγιά τους, αιτούσα, η οποία έχει εν τοις πράγμασι τη φροντίδα και την επίβλεψή τους. Η τελευταία πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 2-2506/20.4.2012 απόφασης του Δικαστηρίου της περιοχής Μπάμπουσκινσκαια της πόλης Μόσχας της Ρωσίας, κατόπιν άσκησης έφεσής της, δυνάμει της οποίας υιοθετήθηκαν από αυτήν τα προαναφερθέντα βιολογικά τέκνα του αποβιώσαντος γιου της και, επομένως, εγγόνια της: 1) Μ.Κ., του Μ., 2) Ι.Κ., του Μ., 3) θ.Κ., του Μ., και 4) Μ.Κ., του Μ., και άλλαξε το κύριο όνομα του δεύτερου εξ αυτών από το «Ι» σε «…». Ως αποτέλεσμα της προμνησθείσας απόφασης υιοθεσίας, εκδόθηκαν τα αντίστοιχα πιστοποιητικά υιοθεσίας και τα με αριθμούς πιστοποιητικά γέννησης των τέκνων, στα οποία αναγράφονται τα στοιχεία της αιτούσας και βιολογικής γιαγιάς τους ως μητέρας αυτών και τα στοιχεία του αποβιώσαντος γιου της αιτούσας και βιολογικού πατέρα τους ως πατέρα αυτών. Η ως άνω απόφαση υιοθεσίας κατέστη αμετάκλητη, όπως συνάγεται από το γεγονός της καταχώρισής της στα οικεία βιβλία του Ληξιαρχείου της περιοχής Μπάμπουσκινσκαια της Διεύθυνσης Ληξιαρχείου της Μόσχας (βλ. τα, προσκομιζόμενα από την αιτούσα, πιστοποιητικά υιοθεσίας και τα πιστοποιητικά γέννησης με τη σφραγίδα της Χάγης APOSTILLE, με τις συνημμένες σε αυτά μεταφράσεις από τη ρώσικη στην ελληνική γλώσσα), δεδομένου ότι, κατά τη συνήθη διοικητική πρακτική, μόνο οι απρόσβλητες με ένδικα μέσα αποφάσεις καταχωρούνται στα ληξιαρχικά βιβλία (πρβλ. ΑΠ 1314/1994 ΕλλΔνη 1996.637, Εφθεσ 2367/1998 ΕλλΔνη 1998.1352), προκειμένου να διαφυλάσσεται η ακρίβεια και η ορθότητα των περιλαμβανόμενων σε αυτά στοιχείων. Ωστόσο, συντρέχει λόγος που αποκλείει την αναγνώριση του δεδικασμένου, που απορρέει από την προμνη-σθείσα απόφαση, δεδομένου ότι η τελευταία έρχεται σε σύγκρουση με την ημεδαπή δημόσια τάξη, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη της παρούσας. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται, η Λ.Κ., γεννήθηκε στις 8.5.1953 και τα τέκνα στις 6.1.2011 και 8.1.2011, με αποτέλεσμα η διαφορά ηλικίας μεταξύ υιοθετούσας-υιοθετούμενων να εκφεύγει κατά πολύ της διαφοράς που προβλέπεται στη διάταξη 1544 του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Εξάλλου, με την επιλογή, από την πλευρά της αιτούσας, του θεσμού της υιοθεσίας για την ίδρυση συγγένειας – η οποία συναντάται σε περιπτώσεις εγκαταλελειμμένων τέκνων που στερούνται γονικής φροντίδας και όχι σε περιπτώσεις τέκνων που γεννήθηκαν κατόπιν εφαρμογής μεθόδων τεχνητής αναπαραγωγής- παρακάμπτεται ολόκληρο το νομικό καθεστώς για την ad hoc ρύθμιση των περιπτώσεων αυτών, που πρόσφατα νομοθετήθηκε με τον ν. 3089/2002.

Συγκεκριμένα, αφενός μεν παρακάμπτονται και καταστρατηγούνται οι προϋποθέσεις του επιτρεπτού των επιμέρους μεθόδων ιατρικής υποβοήθησης και ειδικότερα, της post mortem τεχνητής γονιμοποίησης και του δανεισμού μήτρας, όπως αυτές τίθενται στις διατάξεις των άρθρων 1457 και 1458 ΑΚ, αντίστοιχα, αφού δεν προκύπτει ούτε η (συμβολαιογραφική) συναίνεση του δότη του σπέρματος, Μ.Ο. – ο οποίος, άλλωστε, δεν ήταν ούτε ο σύζυγος ούτε ο μόνιμος σύντροφος της αιτούσας – ούτε η απαιτούμενη δικαστική άδεια για τη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση και την παρένθετη μητρότητα, αφετέρου δε παραβλέπεται ο ίδιος ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισης της σχετικής νομοθεσίας, που είναι η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο του προσώπου που βρίσκεται σε ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής (βλ. ν. 3089/2002 και ν. 3305/2005 «Εφαρμογή της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής»). Επιπρόσθετα, όσον αφορά στην προέλευση του γενετικού υλικού, από την αποδεικτική διαδικασία προκύπτει μόνο αυτή του σπέρματος και όχι αυτή του ωαρίου, εάν, δηλαδή, αυτό προέρχεται από τρίτη δότρια, δεδομένης, μάλιστα, της απαγόρευσης της πλήρους υποκατάστασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1458 ΑΚ, όπως προεκτέθηκε. Η αντίθεση της ενλόγω απόφασης του Δικαστηρίου της περιοχής Μπάμπουσκινσκαια της πόλης Μόσχας της Ρωσίας στην ημεδαπή δημόσια τάξη δεν έγκειται μόνο στην εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων διαφορετικών από τις διατάξεις του ημεδαπού ουσιαστικού δικαίου, έστω και αν οι τελευταίες αφορούν στην εσωτερική δημόσια τάξη και αποτελούν κανόνα αναγκαστικού δικαίου, αλλά στο γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η λύση που έδωσε η αλλοδαπή απόφαση αναπτύσσει στην ελληνική επικράτεια έννομες συνέπειες που προσκρούουν σε θεμελιώδεις αρχές που κρατούν στην Ελλάδα και απηχούν τις κοινωνικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες κοινώς παραδεδεγμένες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν και ρυθμίζουν κατά τρόπο πάγιο τις βιοτικές σχέσεις στον Ελλαδικό χώρο και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό που κυριαρχεί στη χώρα, όπως αναπτύχθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Εν προκειμένω, αναμφίβολα διακυβεύεται σοβαρά η συστηματική και αξιολογική ενότητα του οικογενειακού και γενικότερα του ιδιωτικού δικαίου, αφού οδηγούμαστε στο παράδοξο να αναγνωρίζεται νομικά ως μητέρα των τέκνων η βιολογική γιαγιά τους – χωρίς συνδρομή των προϋποθέσεων ούτε της υιοθεσίας ούτε της προσφυγής στην τεχνητή γονιμοποίηση, κατά το ελληνικό νομικό σύστημα, αφού, πρωτίστως, αφενός μεν η ίδια διανύει το 58ο έτος της ηλικίας της, κατά τον χρόνο διενέργειας της εξωσωματικής γονιμοποίησης, αφετέρου δε η προσφυγή σε μεθόδους ιατρικής υποβοήθησης δεν αντιστοιχεί σε ιατρική αναγκαιότητα, αλλά στην ανακούφιση της προσωπικής απώλειας από τον θάνατο του γιου της και στην αγωνία της να πλαισιωθεί και πάλι με απογόνους- η οποία, άλλωστε, δύναται να αναλάβει την επιμέλεια των τέκνων, προς το «συμφέρον» τους, και με άλλους θεσμούς του αστικού δικαίου.

Κατά συνέπεια, το δικαστήριο κρίνει ότι στην προκείμενη περίπτωση συντρέχει η αρνητική προϋπόθεση της αντίθεσης της απόφασης του αλλοδαπού Δικαστηρίου στην ημεδαπή δημόσια τάξη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
(ΠΗΓΗ: http://www.judex.gr)

    
Δραστηριότητα Νομικά Θέματα Συνεργάτες Σύνδεσμοι Νέα
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Change Language
Ειδήσεις Ελλάδα Θεσσαλονίκη Πιερία Άκτιο Βόνιτσα Βόλβη Ευρώτας Κάρπαθος Λοκροί Νικόλαος Σκουφάς Πύνδα Κολινδρός Τήνος Κεντρικής Μακεδονίας νέα Ζακύνθου Λευκάδας Αγία Παρασκευή Αρχαία Ολυμπία Έδεσσα Ιωάννινα Λαγκαδάς Ναύπακτος Πεντέλη Σοφάδες Ωρωπός Πρωτοσέλιδα Πανελλαδικής Κυκλοφορίας Κέρκυρας Σερρών Μαρούσι Γλυφάδα Ήλιδα Κεντρικά Τζουμέρκα Μαρωνεία Σάπες Ορεστιάδα Ρόδος Φαρκαδόνα Πανελλαδικής Κυκλοφορίας Κέρκυρας Σερρών Μαρούσι Γλυφάδα Ήλιδα Κεντρικά Τζουμέρκα Μαρωνεία Σάπες Ορεστιάδα Ρόδος Φαρκαδόνα Ειδήσεις Θεσσαλία Εύβοια Λασίθι Αγαθονήσι Αριστοτέλης Δυτική Μάνη Ικαρία Κύθνος Μώλος Άγιος Κωνσταντίνος Παύλος Μελάς Σκύρος Ψαρά
Ειδήσεις Ήπειρος Έβρος Λάρισα Χίος Αργιθέα Δράμα Ίος Κορωπί Μύκονος Πάτμος Σκόπελος Χερσόνησος
Copyright © 2025 All rights reserved Ιονίων Νήσων νέα Ευρυτανίας Λέσβου Αγιά Αρριανά Δωδώνη Ίλιον Κύμη Αλιβέρι Νάξος και Μικρές Κυκλάδες Πειραιάς Σούλι Ψυχικό Φιλοθέη developed and powered by WGR