Πηγή: ΔΕΕ 7/2013, 681 – Αναδημοσίευση από: www.nb.org
ΕφΑθ 4419/2012 [Πνευματική ιδιοκτησία]
[...] Ι. Το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης είναι ένα κλασσικό περιουσιακής φύσεως δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, που έχει την έννοια ότι, αν γίνει δημόσια εκτέλεση του έργου χωρίς την άδεια του δημιουργού ή του δικαιοδόχου του, υπάρχει προσβολή του σχετικού δικαιώματος. Η Διεθνής Σύμβαση Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (Ν 100/1975 ΦΕΚ Α’ 162/1.8.1975) αναγνωρίζει στο άρθρο 11 το αποκλειστικό δικαίωμα των δημιουργών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη δημόσια παράσταση και εκτέλεση των έργων τους με όλα τα μέσα και τρόπους, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος της δημόσιας μετάδοσης της παράστασης ή της εκτέλεσης (βλ. τη Σύμβαση Βερολίνου 1908 και την Πράξη των Βρυξελλών 1948). Το άρθρο 11 δις περιέχει χωριστή ρύθμιση για το δικαίωμα δημόσιας ανακοίνωσης με μεγάφωνο ή με άλλο τεχνικό μέσο (βλ. Πράξη της Ρώμης 1928 και Πράξη των Βρυξελλών 1948). Το άρθρο 11 τρις αναγνωρίζει το δικαίωμα δημόσιας απαγγελίας, καθώς και το δικαίωμα δημόσιας μετάδοσης της απαγγελίας. Ειδικές ρυθμίσεις για τα κινηματογραφικά έργα προβλέπονται στα άρθρα 14 και 14 δις της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης. Για το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης η Διεθνής Σύμβαση Βέρνης δεν προβλέπει κανένα περιορισμό. Ισχύει μόνο η αρχή των «ελασσόνων επιφυλάξεων/περιορισμών» (minor reservations/exceptions), που επιτρέπει στα κράτη τα οποία έχουν κυρώσει τη Διεθνή Σύμβαση Βέρνης να διατηρήσουν μια κατηγορία ήσσονος σημασίας εξαιρέσεων από το σχετικό δικαίωμα, όπως η δημόσια εκτέλεση για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς ή δημόσια εκτέλεση σε περίπτωση επίσημων τελετών, που προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία (άρθρο 27 Ν 2121/1993). Το άρθρο 11 δις παρ. 2 αφήνει επίσης στη νομοθεσία των χωρών της Ένωσης να καθορίζουν τους όρους άσκησης σε ορισμένες περιπτώσεις (βλ. άρθρο 11 δις παρ. 1 ΔΣ Βέρνης) με την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται το ηθικό δικαίωμα ούτε το δικαίωμα του δημιουργού να λάβει αμοιβή.
Περαιτέρω, η Συμφωνία TRIPS στο άρθρο 9 παρ. 1 επιβάλλει στα μέλη του ΠΟΕ τη σαφή υποχρέωση να εφαρμόζουν τα άρθρα 1-21 της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης και κατά συνέπεια και τις ρυθμίσεις για το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης (Ν 2290/1995 ΦΕΚ Α’ 28/9.2.1995). Ανάλογη ρύθμιση προβλέπεται και στο άρθρο 1 παρ. 4 της Συνθήκης WIPO για την πνευματική Ιδιοκτησία, ενώ αναφορά στις διατάξεις για τη δημόσια εκτέλεση γίνεται στο άρθρο 8 που αφορά το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό (Ν 3184/2003 ΦΕΚ Ρκ 228/26.9.2003). Στην Ελλάδα η δημόσια εκτέλεση αντιστοιχούσε πάντοτε σε ένα βασικό τρόπο εκμετάλλευσης του έργου, που προβλεπόταν και στο προϊσχύσαν δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Το άρθρο 1 του Ν ΓΥΠΓ/1909 αναγνώριζε στο συγγραφέα πρωτοτύπου θεατρικού έργου, καθώς και στο μεταφραστή και διασκευαστή, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει τη δημόσια παράσταση των έργων του. Το άρθρο 1 Ν 2387/1920 αναγνώριζε το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης στους δημιουργούς των θεατρικών, μουσικών ή άλλων πνευματικών έργων, ενώ το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β Ν 2387/1920, όπως η παρ. 1 είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 2 Ν 4301/1929, απαγόρευε ρητά τη δημόσια εκτέλεση πνευματικών έργων σε «θέατρα, κινηματογράφους, κέντρα αναψυχής, χορευτικά και διασκέδασης, εστιατόρια και ξενοδοχεία, καφενεία ή καφωδεία». Σημειώνεται ότι η αναφορά στα ξενοδοχεία ήταν γενική χωρίς διαχωρισμό δωματίων και κοινόχρηστων χώρων. Η παράβαση των ρυθμίσεων αυτών συνιστούσε προσβολή του δικαιώματος (άρθρο 16 Ν 2387/1920, Δ. Καλλινίκου, Το δικαίωμα Δημόσιας Εκτέλεσης πνευματικών έργων σε δωμάτια ξενοδοχείων). Ήδη, στην ισχύουσα νομοθεσία η δημόσια εκτέλεση αναγνωρίζεται ως χωριστό δικαίωμα/εξουσία από τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και την παρουσίαση στο κοινό (βλ. άρθρο 3 παρ. 1 στοιχεία στ’, ξ’ και η’ Ν 2121/1993, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 81 παρ. 1 Ν 3057/2002 σε εναρμόνιση με την Οδηγία 2001/29), ενώ καθορίζεται και πότε η εκτέλεση ενός έργου είναι δημόσια (άρθρο 3 παρ. 2 Ν 2121/1993). Σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων αυτών, καθώς και των άλλων εξουσιών που απαρτίζουν το περιουσιακό δικαίωμα, επιβάλλονται οι αστικές και ποινικές κυρώσεις, καθώς και τα προληπτικά δικαστικά μέτρα που προβλέπονται στο νόμο (βλ. άρθρα 64, 64Α, 65 και 66 Ν 2121/1993, όπως ισχύει).
Το άρθρο 3 του Ν 2121/1993 ορίζει στην μεν παρ. 1 ότι: «1. Το περιουσιακό δικαίωμα δίνει στους δημιουργούς ιδίως την εξουσία (δικαίωμα) να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν α) την εγγραφή και την άμεση ή έμμεση προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή των έργων τους με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει … ζ) τη μετάδοση ή αναμετάδοση των έργων τους στο κοινό με τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, με ηλεκτρομαγνητικά κύματα ή με καλώδια ή με άλλους υλικούς αγωγούς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, παραλλήλως προς την επιφάνεια της γης ή μέσω δορυφόρων, η) την παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση στα έργα αυτά, όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος. Τα δικαιώματα αυτά δεν αναλώνονται με οποιαδήποτε πράξη παρουσίασης στο κοινό με την έννοια της παρούσας ρύθμισης». Στην δε παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι: «Δημόσια θεωρείται κάθε χρήση ή εκτέλεση ή παρουσίαση του έργου, που κάνει το έργο προσιτό σε κύκλο προσώπων ευρύτερο από το στενό κύκλο της οικογένειας και το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον, ανεξαρτήτως από το αν τα πρόσωπα αυτού του ευρύτερου κύκλου βρίσκονται στον ίδιο ή σε διαφορετικούς χώρους». Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχ. η του Ν 2121/1993, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 81 του Ν 3057/2002, μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η Οδηγία 2001/29/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22 Μαΐου 2001. Στην 23η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, ορίζεται ότι το δικαίωμα του δημιουργού να παρουσιάζει το έργον του στο κοινό θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτει κάθε παρουσίαση στο κοινό, το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης και θα πρέπει να καλύπτει κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής. Στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) υποβλήθηκαν από το Ισπανικό Δικαστήριο Audiencia Privincial de Barcelona, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 234 παρ. 2 της ΣυνθΕΚ, τα παρακάτω προδικαστικά ερωτήματα 1) εάν η εγκατάσταση στα δωμάτια ενός ξενοδοχείου συσκευών τηλεοράσεως, μέσω των οποίων αναμεταδίδεται καλωδιακώς το τηλεοπτικό σήμα που λαμβάνεται μέσω δορυφόρου ή μέσω επιγείου δικτύου, συνιστά πράξη παρουσίασης στο κοινό, καλυπτόμενη από τη σκοπούμενη εναρμόνιση των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων περί προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού, την οποία προβλέπει το άρθρο 3 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, 2) εάν η ερμηνεία, ότι το δωμάτιο ξενοδοχείου αποτελεί αμιγώς ιδιωτικόν χώρο, ώστε να μη θεωρείται πλέον ως παρουσίαση στο κοινό η παρουσίαση η οποία πραγματοποιείται μέσω συσκευών τηλεοράσεως διά των οποίων αναμεταδίδεται το τηλεοπτικό σήμα το οποίο λαμβάνει προ ξενοδοχείο, αντιβαίνει στην προβλεπόμενη από την Οδηγία 2001/29/ ΕΚ προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού και 3) αν είναι δυνατόν να θεωρηθεί, για τους σκοπούς της εν λόγω προστασίας, ότι η παρουσίαση, που πραγματοποιείται μέσω συσκευής τηλεοράσεως ευρισκόμενης εκτός υπνοδωματίου ξενοδοχείου, είναι δημόσια ως εκ του ότι πρόσβαση στο έργο έχει κοινό, που εναλλάσσεται.
Στα προδικαστικά αυτά ερωτήματα το ΔΕΚ απάντησε με την από 7.12.2006 απόφαση του (υπόθεση C-306/2005 Sociedad General de Autores Y Editores de Espana (SGAE) κατά Rafael Hoteles SA), ότι, «I) Μολονότι η παροχή απλώς των υλικών εγκαταστάσεων δεν συνιστά, από μόνη της, παρουσίαση υπό την έννοια της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, η διανομή σήματος από ξενοδοχειακό συγκρότημα της τεχνικής μεταδόσεως του χρησιμοποιούμενου σήματος, συνιστά πράξη παρουσίασης στο κοινό υπό την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ. 2) Ο ιδιωτικός χαρακτήρας των δωματίων ξενοδοχειακού συγκροτήματος δεν κωλύει το να αποτελεί η πράξη παρουσίασης έργου που πραγματοποιείται εκεί μέσω συσκευών τηλεοράσεως πράξη παρουσιάσεως στο κοινό υπό την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ ΕΚ». Επίσης το ΔΕΚ διέλαβε στην αιτιολογία του (σκέψη 47 της άνω απόφασης) ότι, καίτοι η παροχή απλώς των υλικών εγκαταστάσεων δεν συνιστά από μόνη της παρουσίαση κατά την έννοια της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, εν τούτοις η διανομή σήματος από ξενοδοχειακό συγκρότημα μέσω συσκευών τηλεοράσεως σε πελάτες που διαμένουν στα δωμάτια του συγκροτήματος αυτού συνιστά, ασχέτως της τεχνικής μεταδόσεως του χρησιμοποιούμενου σήματος, πράξη παρουσίασης κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής και περαιτέρω (σκέψη 31 της άνω απόφασης) ότι η έννοια της «παρουσιάσεως στο κοινό» πρέπει να ερμηνεύεται σε όλη την Κοινότητα αυτοτελώς και ενιαίως, αποκρούοντας την άποψη της Αυστριακής Κυβερνήσεως ότι κάθε έννομη τάξη πρέπει να ερμηνεύει αυτοτελώς την έννοια του όρου «κοινόν», στον οποίο αυτή (η Οδηγία 2001/29/ΕΚ) παραπέμπει, χωρίς να δίδει και τον ορισμό, ενώ δέχθηκε περαιτέρω (σκέψη 40 της άνω απόφασης) ότι η παρουσίαση ενός έργου από τους τηλεοπτικούς δέκτες οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε δωμάτια ξενοδοχείου συνιστά παρουσίαση, η οποία πραγματοποιείται από οργανισμό διαφορετικό από αυτόν από τον οποίο προέρχεται και απευθύνεται προς ένα κοινό διαφορετικό από το κοινό της πρωτότυπης παρουσιάσεως του έργου, δηλαδή προς ένα νέο κοινό. Προς τούτο έλαβε υπόψη (σκέψη 41 της απόφασης) τον Οδηγό της Συμβάσεως της Βέρνης (Ν 100/1975) και δέχθηκε ότι ο δημιουργός, επιτρέποντας τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση του έργου του, λαμβάνει υπόψη του μόνον τους άμεσους χρήστες, ήτοι τους κατόχους συσκευών λήψεως οι οποίοι, μεμονωμένα ή στο πλαίσιο του ιδιωτικού ή οικογενειακού τους περιβάλλοντος, λαμβάνουν τις εκπομπές. Αφότου όμως η λήψη γίνεται για να μεταδοθεί σε ακροατήριο μεγαλύτερης κλίμακας και ενίοτε με κερδοσκοπικό σκοπό, ένα νέο τμήμα του κοινού αποκτά πρόσβαση στην ακρόαση ή τη θέαση του έργου. Η δε παρουσίαση της εκπομπής μέσω μεγαφώνου ή αναλόγου μέσου δεν αποτελεί απλή λήψη μόνης της εκπομπής αλλά ανεξάρτητη πράξη, με την οποία το εκπεμπόμενο έργο παρουσιάζεται σε νέο κοινό, με συνέπεια η δημόσια αυτή λήψη να ενεργοποιεί το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να παράσχει τη σχετική άδεια.
Περαιτέρω, το ΔΕΚ (σκέψεις 38 και 42 της άνω απόφασης) δέχθηκε ότι η πελατεία του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, η οποία εναλλάσσεται ταχέως, αποτελεί νέο κοινό και η διανομή του εκπεμπόμενου έργου στην πελατεία αυτή μέσω συσκευών τηλεοράσεως «δεν αποτελεί απλώς τεχνικό μέσο για την [εξασφάλιση ή] τη βελτίωση της λήψεως του πρωτοτύπου [της εκπομπής εντός της] ζώνης καλύψεως της, αλλά αντιθέτως πραγματοποιείται στο πλαίσιο της τεχνικής διαμεσολάβησης του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, το οποίο, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, παρεμβάλλεται για να δώσει πρόσβαση προς το προστατευόμενο έργο στους πελάτες του, οι οποίοι, ελλείψει της παρεμβάσεως αυτής, ευρισκόμενοι εντός του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, δεν θα μπορούσαν, κατ’ αρχήν να έχουν από μόνοι τους πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο». Επίσης, το ίδιο δικαστήριο (ΔΕΚ) ερμηνεύοντας το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, το οποίο μεταφέρθηκε στο εσωτερικό μας δίκαιο με το άρθρο 3 του Ν 2121/1993 και το άρθρο 8 της Συνθήκης του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΠΙ) για το δικαίωμα του δημιουργού, η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Ν 3184/2003 δέχθηκε (σκέψη 50 της άνω απόφασης) ότι ο ιδιωτικός ή δημόσιος χαρακτήρας του χώρου δεν ασκεί επιρροή και (σκέψεις 51 και 54 της άνω απόφασης) ότι το εν λόγω δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό θα καθίστατο άνευ περιεχομένου αν δεν περιελάμβανε και τις παρουσιάσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται σε ιδιωτικούς χώρους, απεμπλέκοντας έτσι την «εις το κοινόν παρουσίασιν» από την έννοια της κατοικίας κατά τη γνωστή στο Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1) έννοια (ΑΠ 161/2009 ΕλλΔνη 2010,743, ΕφΑθ 915/2010 ΔiΜΕΕ 2010,240, ΕφΑθ 3095/2009, ΕφΑθ 7196/2007, ΕφΘεσ 1636/2009 αδημ.). Κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 234 ΣυνθΕΚ, οσάκις ο εθνικός δικαστής διαπιστώνει ότι για την επίλυση εκκρεμούσης ενώπιον του διαφοράς είναι αναγκαία η επίλυση του ζητήματος της ερμηνείας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, οφείλει να εξετάσει αν το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει με προγενέστερη απόφασή του αποφανθεί επί του ιδίου νομικού ζητήματος. Σε καταφατική περίπτωση οφείλει βασιζόμενος στην παρά του ΔΕΚ γενόμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου να επιλύσει απευθείας την επίδικη διαφορά και μόνον αν δεν υφίσταται τέτοια απόφαση, οφείλει να απευθυνθεί στο ΔΕΚ, εάν κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο. Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχ. η του Ν 2121/1993 αποτελεί μεταφορά στην ημεδαπή έννομη τάξη της συγκεκριμένης Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, δεδομένου ότι η ως άνω διάταξη της Συνθήκης ΕΚ σκοπεί στην παρεμπόδιση της δημιουργίας νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων μη συμφώνου προς τη νομολογία του ΔΕΚ και την ενοποίηση της νομολογίας στο άνω πεδίο (ΕφΑθ 7196/2007 Nomos, ΕφΑθ 3095/2009 ό.π., ΕφΘεσ 1636/2009 ό.π.). Αναλογικά και απολύτως συναφώς με τα παραπάνω πρέπει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, να γίνει δεκτό ότι και η προβολή τηλεοπτικών εκπομπών μέσω δεκτών, που είναι τοποθετημένοι είτε σε καμπίνες πλοίου είτε στα σαλόνια αυτού, αποτελεί δημόσια εκτέλεση έργου κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχ. η’ του Ν 2121/1993. Και τούτο ασχέτως του ότι διατυπώνονται ερωτήματα σε κενά, που άφησε η προμνημονευθείσα υπ’ αριθμ. 0-306/2005 απόφαση του ΔΕΚ αναφορικά με την έννοια του όρου «διανομή» του εκπεμπόμενου έργου, αναφορικά με το από ποια διάταξη της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ προκύπτει ότι «η παρουσίαση του έργου από τους τηλεοπτικούς δέκτες που είναι εγκατεστημένοι σε δωμάτια ξενοδοχείου συνιστά παρουσίαση που πραγματοποιείται από οργανισμό διαφορετικό από αυτόν από τον οποίο προέρχεται και απευθύνεται προς ένα νέο κοινό διαφορετικό από το κοινό της πρωτότυπης παρουσίασης του έργου (σκέψη 40 της απόφασης) κ.ά., για τα οποία ο Άρειος Πάγος (Α2 Τμ.), με την υπ’ αριθμ. 161/2009 απόφασή του (δημοσ. ό.π.), υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 234 ΣυνΕΚ, τα οποία όμως (ερωτήματα) δεν άπτονται αμέσως της κρίσιμης υποθέσεως και δεν επηρεάζουν την κρίση του Δικαστηρίου τούτου αναφορικά με τα υπ’ αυτού ερευνώμενα ζητήματα, τα οποία θεωρεί ότι έχουν επαρκώς εξετασθεί και απαντηθεί.
II. Αναφορικά με την έννοια του υλικού φορέα λεκτέα τα εξής: Στο αρ. 49 του Ν 2121/93 αναφέρεται ότι: «Όταν υλικός φορέας ήχου (ή εικόνας ή ήχου και εικόνας) που έχει νόμιμα εγγραφεί χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δορυφόροι, καλώδια, ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα, και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων.». Ευνόητο είναι ότι ο όρος υλικός φορέας πρέπει να λαμβάνεται με ευρεία έννοια και να περιλαμβάνει κάθε μέσο που καθιστά εφικτή την μετάδοση και αναπαραγωγή του προστατευόμενου, έργου (τόσο δίσκους, κασέτες, οϋ, όσο και ραδιοφωνικούς δέκτες, διαδίκτυο, ψηφιακή τηλεόραση κ.α.). Άλλωστε, σκοπός του νόμου δεν είναι η προστασία του υλικού φορέα αυτού καθεαυτού, αλλά του έργου που αυτός ενσωματώνει. Κρίσιμο στοιχείο, επομένως, δεν αποτελεί το εάν γίνεται χρήση υλικού φορέα (κασέτας, δίσκου, οά κ.λπ.) αλλά το κατά πόσο γίνεται χρήση του έργου που αυτός ενσωματώνει και που αποτελεί αντικείμενο προστασίας. Εξάλλου, με την πρόοδο της τεχνολογίας πολύ σύντομα δεν θα υφίσταται καν υλικός φορέας, αλλά η αναπαραγωγή θα γίνεται μέσω ψηφιακών μέσων. Η αποδοχή της στενής ερμηνείας του όρου υλικός φορέας μοιραία θα οδηγούσε στην κατάργηση των δικαιωμάτων των εκτελεστών-ερμηνευτών. Άλλωστε, αντικείμενο της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι το έργο ως άυλο αγαθό. Η διάκριση μεταξύ άυλου αγαθού και υλικού φορέα είναι γνωστή και διατρέχει όλο το δίκαιο vr/c πνευματικής ιδιοκτησίας. Το φωνογράφημα ως υλικός φορέας αποτελεί ενσώματο αντικείμενο και βρίσκεται έξω από το χώρο της πνευματικής ιδιοκτησίας, σε αντίθεση με τη μουσική σύνθεση που έχει γραφτεί πάνω σε αυτό. Οι έννομες σχέσεις που αφορούν το υλικό αντικείμενο διέπονται κυρίως από τις διατάξεις του αστικού δικαίου, ενώ οι έννομες σχέσεις που αναφέρονται στο έργο ρυθμίζονται από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας (Δ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία & Συγγενικά Δικαιώματα, 3η Έκδοση, σελ 29). Στο δίκαιο οι ρυθμίσεις πρέπει να είναι διατυπωμένες κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παραμένουν τεχνολογικά ουδέτερες και να προσαρμόζονται σε κάθε τεχνολογική εξέλιξη. Το ίδιο ισχύει και για την ερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων. Στο πολύ άμεσο μέλλον η τηλεόραση θα γίνει ασύρματη και δεν θα χρειάζονται κεραίες, ενώ δεν θα υπάρχουν ούτε δέκτες τηλεόρασης αλλά μια συσκευή (π.χ. ηλεκτρονικός υπολογιστής) που θα δίνει στον πελάτη δυνατότητα πολλαπλών χρήσεων με τη νέα υπερσύγχρονη τεχνολογία ενιαίου δικτύου δεδομένων (smart tv, ψηφιακή τηλεόραση, video on demand, τηλέφωνο, internet). Κατά συνέπεια κανένα κριτήριο που να στηρίζεται στο τεχνικό μέσο ή στο χώρο δεν μπορεί να γίνει δεκτό στη σύγχρονη θεώρηση της πνευματικής ιδιοκτησίας (Δ. Καλλινίκου, ό.π. σελ. 173 επ.).
III. Με τις διατάξεις του ογδόου κεφαλαίου (άρθρα 46 επ.) του Ν 2121/1993 «πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα», νομοθετήθηκε η προστασία των συγγενικών, προς την πνευματική ιδιοκτησία, δικαιωμάτων. Ο καθορισμός των δικαιούχων των συγγενικών δικαιωμάτων προκύπτει από τους κανόνες που αναγνωρίζουν τα σχετικά δικαιώματα. Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1, 47 παρ. 1 και 48 παρ. 1 του προμνησθέντος Ν 2121/1993, εισφορές παρέχουν κυρίως οι καλλιτέχνες που ερμηνεύουν ή εκτελούν τα έργα και οι παραγωγοί υλικών φορέων ήχου και εικόνας. Οι εισφορές των προσώπων αυτών χρειάζονται προστασία, ώστε να μη γίνονται αντικείμενο οικειοποιήσεως και εκμεταλλεύσεως από τρίτους, η προστασία δε αυτή συγκεκριμενοποιείται στη διάταξη του άρθρου 49 του νόμου αυτού, σύμφωνα με την οποία, όταν ο υλικός φορέας ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, που έχει νόμιμα εγγραφεί, χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιοδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δορυφόροι, καλώδια ή για την παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων, όπως η έννοια αυτών προσδιορίστηκε παραπάνω. Η αμοιβή που καθιερώνεται με το άρθρο 49 του Ν 2121/1993 είναι ενιαία, υπό την έννοια ότι προσδιορίζεται στο συνολικό ποσό αυτής για όλες τις κατηγορίες δικαιούχων με την ίδια απόφαση και πληρώνεται μια φορά από το χρήστη, κατανεμομένη μεταξύ των δικαιούχων και δη μεταξύ αφενός των μουσικών και ερμηνευτών-εκτελεστών και αφ’ ετέρου των παραγωγών. Το δικαίωμα της ευλόγου αμοιβής των προαναφερομένων είναι ανεκχώρητο και η είσπραξη της υποχρεωτικά εκ του νόμου ανατίθεται στους οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως των δικαιωμάτων αυτών, οι οποίοι λειτουργούν κατά τους όρους των άρθρων 54 επ. του Ν 2121/1993, υποχρεούμενοι, ειδικότερα, να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν αμοιβές για τα μέλη τους, να προβάλλουν τις σχετικές αξιώσεις και να εισπράττουν τις αντίστοιχες αμοιβές από τους χρήστες και να τις αποδίδουν στα μέλη τους, εξασφαλίζοντας την προσήκουσα μεταξύ αυτών κατανομή. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, μάλιστα, καταρτίζουν κατάλογο με τις αμοιβές που απαιτούν από τους χρήστες (αμοιβολόγιο), ο οποίος γνωστοποιείται στο κοινό με δημοσίευση του στον ημερήσιο τύπο. Ο υπολογισμός δε της απαιτουμένης αμοιβής, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 55 παρ. 1β’, 58 και 32 παρ. 1 του Ν 2121/1993, γίνεται, κατ’ αρχάς, σε ποσοστό επί των ακαθαρίστων εσόδων ή εξόδων ή συνδυασμού των ακαθαρίστων εξόδων και εσόδων, που πραγματοποιούνται από την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που εκμεταλλεύεται το έργο και προέρχονται από την εκμετάλλευσή του. Εάν όμως η βάση υπολογισμού της ποσοστιαίας αμοιβής είναι πρακτικά αδύνατο να προσδιορισθεί ή ελλείπουν τα μέσα ελέγχου για την εφαρμογή της ή τα έξοδα που απαιτούνται για τον υπολογισμό και τον έλεγχο είναι δυσανάλογα με την αμοιβή που πρόκειται να εισπραχθεί, αυτή μπορεί να υπολογισθεί σε ορισμένο, κατ’ αποκοπή, ποσόν. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των χρηστών και των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως περί της ευλόγου αμοιβής, αυτή, καθώς και οι όροι πληρωμής της, καθορίζονται από το μονομελές πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ οριστικά περί της αμοιβής αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο.
Εξάλλου, σε σχέση με τα κριτήρια βάσει των οποίων το δικαστήριο, σε περίπτωση διαφωνίας των μερών, θέλει οδηγηθεί στον προσδιορισμό της ευλόγου αμοιβής των δικαιούχων των συγγενικών δικαιωμάτων, παρατηρητέα τα ακόλουθα: Τα συναφή νομοθετικά κείμενα (Ν 2121/1993 και Ν 3057/2002), καθώς και οι Οδηγίες 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19ης Νοεμβρίου 1992 και 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2001 (σε εφαρμογή των οποίων εκδόθηκαν οι ως άνω νόμοι, αντιστοίχως), δεν προσδιορίζουν τον ορισμό της εύλογης αμοιβής και ούτε καθορίζουν κριτήριο προς καθορισμό της. Όμως, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση 245/00/6.2.2003 (Αρμ 2003,1699), αποφαινόμενο επί προδικαστικού ερωτήματος του Δικαστηρίου Hoge Raad der Nederlanden, ως προς την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας 92/100/EOK του Συμβουλίου, που ανέκυψε στο πλαίσιο δίκης μεταξύ των διαδίκων SENIA (ιδρύματος για την εκμετάλλευση των συγγενικών δικαιωμάτων) και NOS (ιδρύματος ολλανδικής ραδιοτηλεόρασης), με αντικείμενο τον καθορισμό της εύλογης αμοιβής, της καταβλητέας στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές και στους παραγωγούς φωνογραφημάτων για τη ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση των εν λόγω φωνογραφημάτων, έκρινε ότι, ελλείψει κοινοτικού ορισμού της εύλογης αμοιβής, η έννοια αυτής πρέπει να αναλύεται από τον Εθνικό Δικαστή με τον πλέον ομοιόμορφο, κατά το δυνατόν, τρόπο στο έδαφος της Κοινότητος, «υπό το φως των στόχων της Οδηγίας 92/100, όπως αυτοί προσδιορίζονται ιδίως με τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας, ως ικανής να οδηγήσει στην επίτευξη δεούσης ισορροπίας μεταξύ του συμφέροντος των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών φωνογραφημάτων να εισπράττουν αμοιβή λόγω της ραδιοφωνικής μεταδόσεως φωνογραφήματος και του συμφέροντος των τρίτων να μπορούν να μεταδίδουν ραδιοφωνικώς το εν λόγω φωνογράφημα υπό εύλογες προϋποθέσεις» και, περαιτέρω, ότι ο εύλογος χαρακτήρας της αμοιβής αυτής «αναλύεται, ιδίως, ενόψει της αξίας της συγκεκριμένης χρήσεως, στα πλαίσια των οικονομικών συναλλαγών».
Ενόψει τούτων, ο καθορισμός του ύψους της ευλόγου αμοιβής που δικαιούνται οι δικαιούχοι των συγγενικών δικαιωμάτων για τη χρησιμοποίηση των φωνογραφημάτων τους από ραδιοφωνικούς σταθμούς, πρέπει να γίνει υπό το φως των στόχων της ως άνω οδηγίας και του προστατευτικού πνεύματος των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων που διέπει το Ν 2121/1993. Το Δικαστήριο, στην ειδικότερη αυτή περίπτωση, θα καθορίσει το ύψος της εύλογης αμοιβής, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής και μεταξύ άλλων κριτηρίων που πρέπει να λάβει υπόψη του, είναι η αξία της συγκεκριμένης χρήσεως στα πλαίσια των οικονομικών συναλλαγών, ο αριθμός των δικαιωμάτων του ξενοδοχείου, ο δείκτης πληρότητας του, η εμπορική ή τουριστική κίνηση της περιοχής όπου βρίσκεται, ο σκοπός για τον οποίο οι πελάτες διαμένουν εκεί (εάν δηλαδή πρόκειται για τουριστικό ή επαγγελματικό σκοπό), ο κατά μέσο όρο χρόνος διαμονής τους, η δυνατότητα (από άποψη χρόνου, ενδιαφερόντων και κατανοήσεως της ελληνικής γλώσσας) παρακολουθήσεως ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και προγραμμάτων με έργα ερμηνείας και παραγωγής των δικαιούχων των συγγενικών δικαιωμάτων, ο κατά μέσο όρο ημερήσιος χρόνος που οι κρατικοί και ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί καλύπτουν προγράμματα με τα ως άνω προστατευόμενα έργα, η ένταση της τηλεθεάσεως αυτών, οι συμβατικώς οριζόμενες αμοιβές σε θέματα συγγενικών δικαιωμάτων άλλων ξενοδοχείων, το ύψος της συμφωνημένης αμοιβής που καταβάλλει το ξενοδοχείο σε Οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων για τη δυνατότητα χρήσεως, από τους πελάτες τους, έργων προστατευομένων από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και το ύψος της αμοιβής που καθορίστηκε με προγενέστερες αποφάσεις του ιδίου ή άλλου δικαστηρίου για επιχειρήσεις ανάλογης κατηγορίας και θέσεως.
IV. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 2 εδ. α’ του ως άνω νόμου, τεκμαίρεται ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ή προστασίας όλων των έργων ή όλων των πνευματικών δημιουργιών, για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβασθεί σ’ αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα (ΕφΑθ 5866/2003 ΔΕΕ 2003,1330). Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο που λειτουργεί κατ’ αρχήν αποδεικτικά και αποβλέπει στην διευκόλυνση της απόδειξης, εκ μέρους των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών προς τούτα δικαιωμάτων, της νομιμοποίησής τους, τόσο για την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων και την είσπραξη των προβλεπόμενων από τον παραπάνω νόμο αμοιβών, όσο και για τη δικαστική προστασία των δικαιούχων και δικαιωμάτων αυτών, ενισχύοντας έτσι σημαντικά την έναντι των χρηστών θέση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, η οποία υπό το προϊσχύον δίκαιο ήταν ιδιαίτερα ασθενής, με εντεύθεν συνέπεια τη μαζική προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων (Μ.-Θ. Μαρίνος, Πνευματική Ιδιοκτησία, δεύτερη έκδοση, αριθ. 750 και 741, σελ. 379, Δ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, δεύτερη έκδοση, σελ. 275 και 276). Από την ως άνω όμως διάταξη και ιδίως από την περιεχόμενη σ’ αυτή φράση «όλων των έργων», για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβασθεί σ’ αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο νόμος απαιτεί, για το ορισμένο της σχετικής αγωγής των ημεδαπών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, την εξαντλητική και δη την ονομαστική αναφορά στο δικόγραφο της όλων των δικαιούχων [ημεδαπών ή αλλοδαπών] συγγενικών δικαιωμάτων, που οι οργανισμοί αυτοί εκπροσωπούν και όλων των έργων τους, για τα οποία τους έχουν μεταβιβασθεί οι σχετικές εξουσίες, καθώς και των αντίστοιχων αλλοδαπών οργανισμών, στους οποίους ανήκουν οι αλλοδαποί δικαιούχοι ή των επί μέρους στοιχείων και λεπτομερειών, των σχετιζομένων με τις συμβάσεις αμοιβαιότητας, που οι ενάγοντες ημεδαποί οργανισμοί έχουν συνάψει με τους ομοειδείς αλλοδαπούς, αφού κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στο πνεύμα της ολότητας των διατάξεων του Ν 2121/1993, δημιουργώντας νέες δυσχέρειες στην δικαστική κυρίως διεκδίκηση της προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων και της είσπραξης των προβλεπόμενων από το νόμο αυτό αμοιβών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η ενιαία εύλογη αμοιβή και αποδυναμώνοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό τον επιδιωκόμενο από την προαναφερόμενη διάταξη στόχο. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εισαγόμενο από τη διάταξη αυτή μαχητό τεκμήριο λειτουργεί όχι μόνο αποδεικτικά, αλλά και νομιμοποιητικά και επομένως, κατά την αληθή έννοια της εν λόγω διάταξης, αρκεί για το ορισμένο και παραδεκτό της σχετικής αγωγής των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, η αναφορά στο δικόγραφο της ότι αυτοί εκπροσωπούν το σύνολο της ενδιαφερόμενης κατηγορίας δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων (ημεδαπών ή αλλοδαπών) και του έργου αυτών καθώς και, το πολύ, η δειγματοληπτική αναφορά τούτων και δεν απαιτείται η εξαντλητική αναφορά του συνόλου των προεκτεθέντων στοιχείων, μη απαιτουμένης ούτε της διευκρίνισης της επί μέρους σχέσης που συνδέει τους τελευταίους με τον κάθε αλλοδαπό δικαιούχο, για τον οποίο αξιώνουν την καταβολή της επίδικης εύλογης αμοιβής, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. β’ του προαναφερόμενου άρθρου του Ν 2121/1993, οι ενάγοντες οργανισμοί νομιμοποιούνται και μπορούν πάντα να ενεργούν, δικαστικώς ή εξωδίκως, στο δικό τους και μόνο όνομα, χωρίς να χρειάζεται, επομένως, να διευκρινίζουν κάθε φορά την ειδικότερη σχέση που τους συνδέει με τον καθένα από τους δικαιούχους (ημεδαπούς ή αλλοδαπούς).
Υπέρ της ανωτέρω άποψης, που δέχεται ως ορθή και το παρόν Δικαστήριο, συνηγορούν, άλλωστε και τα ακόλουθα: 1] Το γεγονός ότι η διαχείριση και η προστασία του συγγενικού δικαιώματος, του αφορώντος στη διεκδικητική και στην είσπραξη της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 49 του Ν 2121/19934 εύλογης αμοιβής, ανατίθεται υποχρεωτικά από το νόμο αυτό σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και δεν μπορεί να ασκηθεί ατομικά από τους δικαιούχους του εν λόγω δικαιώματος, 2] Το γεγονός ότι το ύψος της εύλογης αμοιβής, αλλά βέβαια και η υποχρέωση καταβολής της από τους χρήστες, σε καμμία περίπτωση δεν συναρτάται προς τον αριθμό και την ταυτότητα των μελών των εναγόντων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, 3] Το ότι στην αμέσως επόμενη παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 55, ο Ν 2121/1993 αρκείται, για την πληρότητα και το παραδεκτό του δικογράφου της σχετικής αγωγής των εν λόγω οργανισμών, στη δειγματοληπτική αναφορά των έργων, που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης, από εκάστοτε εναγομένους χρήστες και δεν απαιτεί την πλήρη και εξαντλητική απαρίθμηση των έργων αυτών και πολύ περισσότερο την ονομαστική αναφορά των παραγωγών των υλικών φορέων στους οποίους αυτά έχουν εγγραφεί (ΕφΘεσ 843/2010 Nomos). [...]
Αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων/εφεσίβλητος αστικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης αποτελεί οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και προστασίας συγγενικών δικαιωμάτων, στον οποίο έχει ανατεθεί από τους έλληνες ηθοποιούς- μέλη του η διαχείριση και η προστασία των περιουσιακών συγγενικών δικαιωμάτων τους για το σύνολο του έργου τους. Έχει, δε, συσταθεί νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 54 επ. του Ν 2121/1993, κατόπιν έγκρισης της λειτουργίας του με την υπ’ αριθμ. 11085/5.12.1997 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, νομίμως δημοσιευθείσας (ΦΕΚ Β’ 1164/30.12.1997), ενώ ο αριθμός των μελών του είναι ικανός προκειμένου να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει την πλειονότητα αυτών. Συνεπώς, έχει κατά τεκμήριο (άρθρο 55 του Ν 2121/1993), προς ανατροπή του οποίου δεν προσκομίσθηκε κάποιο στοιχείο από την εναγόμενη, την αρμοδιότητα διαχείρισης όλων των έργων των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, η δε αντιπροσωπευτικότητά του έχει κριθεί και πιστοποιηθεί από τον έχοντα την αρμοδιότητα αυτή Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΟΠΙ). Συνακόλουθα, νομιμοποιείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 55 και 58 του Ν 2121/1993, ενεργώντας στο όνομα του, να διαπραγματεύεται, να συμφωνεί και να αξιώνει, με την κατάρτιση σχετικών συμβάσεων ή σε περίπτωση διαφωνίας δικαστικώς, την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 49 του ιδίου ως άνω νόμου, εύλογη αμοιβή από τους χρήστες υλικών φορέων εικόνας ή ήχου και εικόνας στους οποίους είναι εγγεγραμμένη η ερμηνεία των μελών του. Η εναγόμενη/εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία αποτελεί καθολική διάδοχο, λόγω συγχώνευσης δΓ απορροφήσεως της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «Superfast Ferries Ναυτιλιακή ΑΕ», η οποία κατά το έτος 2006 εκμεταλλευόταν τα επιβατηγά- οχηματαγωγά πλοία «Superfast V», «Superfast VI», «Superfast XI» και «Superfast XII», που πραγματοποιούσαν δρομολόγια στην Αδριατική θάλασσα και συγκεκριμένα από την Πάτρα προς την Ανκόνα και το Μπάρι Ιταλίας και αντίστροφα. [...]
Στους κοινόχρηστους χώρους (εσωτερικούς χώρους παραμονής, σαλόνια, τραπεζαρίες, καφετέριες κ.λπ.) καθώς και σε ορισμένες καμπίνες των προεκτεθέντων πλοίων είχαν τοποθετηθεί συσκευές τηλεόρασης, έτσι ώστε να παρέχεται στους επιβάτες, η δυνατότητα να παρακολουθούν τηλεοπτικά προγράμματα όλων των ελληνικών τηλεοπτικών σταθμών, μέσω κλειστού κυκλώματος. [...]
Από τους εν λόγω δέκτες προβάλλονταν, μέσω βιντεοταινίας, κατά τον απόπλου των πλοίων από κάθε λιμένα, το ειδικό πρόγραμμα με τα μέτρα ασφαλείας και τις οδηγίες προς τους επιβάτες σε περίπτωση κινδύνου με την επίδειξη των σχετικών σωστικών μέσων (safety measures video), όπως επιτάσσουν οι διεθνείς κανονισμοί για την ασφάλεια στη θάλασσα, διάρκειας τριάντα (30) λεπτών, τόσο στα ελληνικά όσα και στα αγγλικά και στη συνέχεια το εταιρικό πρόγραμμα παρουσίασης της ως άνω απορροφούμενης εταιρείας καθώς και του Ομίλου επιχειρήσεων στον οποία ανήκε, διάρκειας επίσης τριάντα (30) λεπτών. Ακολούθως, μεταδίδονταν καθημερινά, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 2007, οπτικοακουστικά έργα με ερμηνείες ηθοποιών, που διαχειρίζεται και προστατεύει ο εφεσίβλητος. Η τηλεοπτική προβολή των έργων με τις διαχειριζόμενες και προστατευόμενες από τον ενάγοντα/εφεσίβλητο ερμηνείες ήταν ευρεία και κάλυπτε όλα σχεδόν τα έργα, στα οποία συμμετείχαν τα μέλη του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι τηλεοπτικές σειρές «…», «…», «…», «…», «…», «…» και «…», καθώς και οι κινηματογραφικές ταινίες «…», «…», «…», «…» κ.λπ., οι οποίες δεν αμφισβητούνται.
Τις εν λόγω ταινίες και σειρές παρακολουθούσαν οι έλληνες επιβάτες, οι οποίοι αποτελούσαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτοι, το 40% του συνόλου των επιβατών κατά μέσο όρο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Οι υπόλοιποι επιβάτες, οι οποίοι ήταν αλλοδαποί οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων και τουρίστες, όπως είναι φυσικό και πρέπει να γίνει δεκτό και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, (δεν είναι) σε θέση να παρακολουθήσουν τις ελληνικές σειρές και ταινίες που εξέπεμπαν οι τηλεοπτικοί δέκτες των πλοίων της εκκαλούσας. Για τις ελληνικές σειρές και ταινίες στις οποίες, κατά τα ανωτέρω, συμμετείχαν έλληνες ηθοποιοί, ο ενάγων/εφεσίβλητος δικαιούται να αξιώσει εύλογη αμοιβή για τη δημόσια παρουσίαση των έργων με τις ερμηνείες των ηθοποιών-μελών του, στους προεκτεθέντες χώρους των πλοίων εκμετάλλευσης της ως άνω απορροφούμενης εταιρείας, η δε εκκαλούσα/εναγόμενη, με την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου της τελευταίας, υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν την εν λόγω αμοιβή. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι για τη δημόσια μετάδοση έργων ελλήνων ηθοποιών σε μέσα μεταφοράς ο ενάγων/εφεσίβλητος έχει συντάξει σχετικό κατάλογο με τις αμοιβές που απαιτεί από τους χρήστες (αμοιβολόγιο), ανάλογα με την κατηγορία των μεταφορικών μέσων (πλοία, κρουαζιερόπλοια, τουριστικά λεωφορεία) και τις γραμμές των δρομολογίων. Τον εν λόγω κατάλογο γνωστοποίησε στο κοινό με τη δημοσίευση του στις εφημερίδες «Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ», «Η ΑΥΓΗ» και «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», εκ των οποίων η πρώτη είναι οικονομική, στις 24.6.2006, 21.6.2006 και 21.6.2006, αντιστοίχως, προσδιορίζοντας την εύλογη αμοιβή υπέρ των μελών του στα ποσά των 0,01 ευρώ, 0,02 ευρώ και 0,03 ευρώ ανά εισιτήριο για έτη 2004, 2005 και 2006 αντιστοίχως, ενώ για το έτος 2007 ως μονάδα υπολογισμού της ως άνω αμοιβής παρέμεινε το ποσό των 0,03 ευρώ, που ίσχυε και κατά το έτος 2006, δεδομένου ότι δεν έλαβε χώρα νέα αναπροσαρμογή αυτής, αναφορικά με τα πλοία των γραμμών της Αδριατικής θάλασσας. Το αμοιβολόγιο αυτό αποτελεί κατά νόμο πρόταση για διαπραγμάτευση με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, που προβαίνουν σε παρουσίαση έργων στο επιβατικό τους κοινό. Ο ενάγων/εφεσίβλητος, καίτοι κάλεσε με την από 3.4.2006 επιστολή του μέσω τηλεομοιοτυπίας, την ως άνω απορροφούμενη εταιρεία να προσέλθει σε συμφωνία μαζί του για την καταβολή της εύλογης αμοιβής των δικαιούχων-μελών του, αυτή δεν ανταποκρίθηκε. [...]
Λαμβανομένης υπόψη της αξίας της συγκεκριμένης χρήσης στο πλαίσιο των οικονομικών συναλλαγών, τη χρησιμότητα της τηλεοπτικής μετάδοσης έργων με ερμηνείες των ελλήνων ηθοποιών κατά την πραγματοποίηση των ως άνω δρομολογίων, τη διάρκεια της δημόσιας προβολής των κρισίμων έργων κατά τον πλου, δεδομένου ότι πέραν αυτών προβάλλονταν και άλλες τηλεοπτικές εκπομπές και προγράμματα, την απήχηση των έργων στο επιβατικό κοινό, καθόσον σημαντικός αριθμός των επιβατών των ως άνω πλοίων, σε ποσοστό 60% κατά μέσον όρο ετησίως ήταν αλλοδαποί (οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων και τουρίστες), οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται ή αδυνατούν να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν τα προβαλλόμενα έργα με ερμηνείες ελλήνων ηθοποιών, τον αριθμό των εισιτηρίων και των τηλεοπτικών δεκτών καθώς και τη θέση αυτών, τον κατά μέσο όρο ημερήσιο χρόνο, που οι κρατικοί και ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί καλύπτουν προγράμματα με τα ως άνω προστατευόμενα έργα, την ένταση της τηλεθέασης αυτών, τις συμβατικώς οριζόμενες αμοιβές σε θέματα συγγενικών δικαιωμάτων άλλων πλοίων, το ύψος της συμφωνηθείσας αμοιβής, που καταβάλλεται σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων για τη δυνατότητα χρήσης, από τους επιβάτες τους, έργων προστατευομένων από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και το ύψος της αμοιβής που καθορίστηκε με προγενέστερες αποφάσεις για πλοία ?ανάλογης κατηγορίας και θέσεων, η εύλογη αμοιβή για το κρίσιμο έτος (2007) 1 πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 0,01 ευρώ ανά εισιτήριο/έλληνα επιβάτη, αποκλειομένων των αλλοδαπών, οι οποίοι δεν δύνανται να παρακολουθούν έργα με έλληνες ηθοποιούς και να κατανοούν το περιεχόμενο τους, κατά παραδοχή του 5ου στοιχ. ΣΤ λόγου της υπο κρίση έφεσης. Το ποσό αυτό κρίνεται ως δίκαιο και ικανό να οδηγήσει στην επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων των διαδίκων. [...]
(Δέχεται την έφεση.)
Πηγή: ΔΕΕ 7/2013, 681 – Αναδημοσίευση από: www.nb.org