Ποινική ευθύνη ιατρού για ανθρωποκτονία εξ αμελείας – πλήρης η αιτιολογία όταν εξειδικεύει το είδος αμέλειας, ασυνείδητης ή ενσυνείδητης – η ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη είναι απλό έγγραφο – ανάγνωση κατάθεσης μάρτυρα που αδυνατούσε να εμφανισθεί χωρίς εναντίωση κατηγορουμένου δεν συνάγεται ακυρότητα διαδικασίας ούτε παραβιάζει το άρθρο 6 ΕΣΔΑ – δεν αναιρεί
Αρειος Πάγος 159/2011 - Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε.
Ενόψει αυτών, ποινική ευθύνη ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και που η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Περαιτέρω, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διακρίσεως αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα ανωτέρω δύο είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ...
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως.
Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το..., που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε βάρος της..., πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχτηκαν τα εξής: Στις 26-2-2003 και ώρα 08:10 η...ηλικίας 36 ετών εισήχθη στο χειρουργείο του Κουτλιμπάνειου και ...νοσοκομείου Λάρισας για προγραμματισμένη χειρουργική ωτοριλαρυγγολογική επέμβαση λόγω σκολίωσης ρινικού διαφράγματος. Αφού προηγουμένως διενεργήθηκαν όλες οι ενδεικνυόμενες εξετάσεις και η ως άνω ασθενής βρέθηκε απόλυτα υγιής μεταφέρθηκε στο χειρουργείο όπου υποβλήθηκε σε γενική αναισθησία από αναισθησιολόγο γιατρό. Στη συνέχεια και ενώ η γενική νάρκωση είχε ολοκληρωθεί άρχισε το στάδιο της κύριας επέμβασης. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και κατά το προπαρασκευαστικό αυτό στάδιο ο δεύτερος κατηγορούμενος...ο οποίος ήταν ιατρός ειδικός ωτορινολαρυγγολόγος με εμπειρία 10 ετών, ανέλαβε αποκλειστικά και μόνο αυτός την τοπική αναισθησία με έγχυση διαλύματος αδρεναλίνης-λιδοκαΐνης και μετά θα επακολουθούσαν οι τομές.
Πλην, όμως, κατά το στάδιο αυτό και μετά από έγχυση του ως άνω διαλύματος στον οργανισμό της η ασθενής παρουσίασε σοβαρότατες επιπλοκές (υπερκοιλιακή ταχυκαρδία - υπέρταση) που επιδεινώθηκαν και είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατό της. Ο θάνατος επήλθε από αποκλειστική αμέλεια του δεύτερου κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος), ο οποίος δεν προέβη στην ως άνω έγχυση σύμφωνα με τους ιατρικούς κανόνες και μάλιστα δεν προέβη στη διήθηση του διαλύματος αδρεναλίνης - λιδοκαΐνης lege artis, δηλαδή με αργές κινήσεις, προοδευτικά και σταδιακά. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η αιτία του θανάτου της παθούσας οφείλετο στη συμπαθητικομιμητική δράση της αδρεναλίνης στην καρδιά της παθούσας. Αυτή η ουσία προκάλεσε κατ' αντικειμενική αιτιώδη συνάφεια κοιλιακή ταχυκαρδία, οξεία αύξηση της αρτηριακής πίεσης, κοιλιακή μαρμαρυγή και θάνατο. Αυτά ως παρενέργειες προκλήθηκαν ευθύς αμέσως μόλις χορηγήθηκε με διήθηση αυτή η ουσία (αδρεναλίνη) στο ρινικό βλεννογόνο της παθούσας, όπου από τις συγκλίνουσες καταθέσεις μαρτύρων, ιατρών αποδείχθηκε ότι είναι εμβριθέστατος αιμοφόρων αγγείων μέγιστης απορροφητικότητας και ταχείας μετάδοσης της υγράς ουσίας στην καρδιά. Οι παραπάνω παρενέργειες της αδρεναλίνης εμφανίζονται σε άτομα που παρουσιάζουν τη λεγόμενη εξ ιδιοσυστασίας ευαισθητοποίηση της καρδιάς στη δράση της αδρεναλίνης.
Η ιατρική επιστήμη και πρακτική προλαμβάνει την παρενέργεια αυτή σε τέτοιες περιπτώσεις ασθενών με τη lege artis διήθηση της αδρεναλίνης στο ρινικό βλεννογόνο. Αυτή η διήθηση επιβάλλεται να γίνεται με αργές κινήσεις, προοδευτικά και σταδιακά δηλ. με εγχύσεις τμηματικές της αδρεναλίνης αλληλοαπέχουσες, έτσι ώστε από τα πρώτα μικρογραμμάρια αδρεναλίνης που διήθονται στον οργανισμό να μπορεί να διακριβωθεί στο μόνιτορ του χειρουργείου αν εκδηλώνεται μη φυσιολογική επιτάχυνση των σφυγμών και των παλμών της καρδιάς καθώς και της αρτηριακής πίεσης, που αποτελούν άμεση ένδειξη ότι στην καρδιά αυτή υφίσταται εξ ιδιοσυστασίας ευαισθητοποίηση στην δράση της αδρεναλίνης. Τα παραπάνω αποδεικνύουν την πλημμέλεια του δευτέρου κατηγορουμένου ο οποίος, όπως προκύπτει και από την απολογία του, δεν έκανε την διήθηση του διαλύματος με αργές σταδιακές κινήσεις για την διερεύνηση αν η καρδιά της παθούσης ενέχει την ως άνω παθολογία, αλλά αντίθετα έκανε την διήθηση με εφάπαξ - έγχυση όλου του διαλύματος που έτσι προκάλεσε άμεσα κοιλιακή ταχυκαρδία, οξεία αύξηση αρτηριακής πίεσης, κοιλιακή μαρμαρυγή και θάνατο της τριανταπεντάχρονης παθούσας που προκλήθηκαν αμέσως και στα επόμενα δευτερόλεπτα, ευθύς ως έγινε η εφάπαξ έγχυση από τον κατηγορούμενο όλης της ποσότητας του διαλύματος της αδρεναλίνης.
Γίνεται σαφές ότι αν αυτός προέβαινε στην εν λόγω διήθηση με αργές κινήσεις (δηλαδή σταδιακά) θα διαγίγνωσκε άμεσα στο ηλεκτρονικό σύστημα του χειρουργείου (μόνιτορ) την ως άνω παθολογία της καρδιάς της παθούσας και θα σταματούσε ακαριαία, μετά από την πρώτη ελάχιστη (δειγματοληπτική) έγχυση μικροποσότητας αδρεναλίνης, (που σε καμιά περίπτωση δεν θα ήταν θανατηφόρα), την διήθηση του υπόλοιπου διαλύματος με συνέπεια, με απόλυτη βεβαιότητα, την αποφυγή των ως άνω παρενεργειών - επιπλοκών εκ της αδρεναλίνης και συνακόλουθα το θάνατο της παθούσας. Τα παραπάνω προκύπτουν από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και ειδικότερα τις αναγνωσθείσες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των διορισθέντων, με την υπ' αριθμ. 442/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, πραγματογνωμόνων..., χειρούργου ωτορινολαρυγγολόγου,..., καθηγητού φαρμακολογίας και..., Ιατρού αναισθησιολόγου, σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302§1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, το δικάσαν Εφετείο α) εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και συνιστούν παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, εντοπιζόμενη στο ότι αυτός δεν προέβη στη διήθηση της αδρεναλίνης στο ρινικό βλεννογόνο της θανούσας με αργές σταδιακές κινήσεις, αλλά έκανε τη διήθηση με εφάπαξ έγχυση όλου του διαλύματος, με αποτέλεσμα να προκληθεί άμεσα κοιλιακή ταχυκαρδία, οξεία αύξηση αρτηριακής πιέσεως, κοιλιακή μαρμαρυγή και να επέλθει ο θάνατος αυτής, ενώ, αν χορηγούσε, με αργές κινήσεις, την πρώτη μικροποσότητα (η οποία δεν θα ήταν θανατηφόρα), θα διαγιγνωσκόταν από το μόνιτορ η παθολογία της καρδιάς της θανούσας και θα σταματούσε η περαιτέρω διήθηση του διαλύματος και β) αιτιολόγησε με πειστικές σκέψεις τον μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος αιτιώδη σύνδεσμο.
Εξέθεσε, ακόμη, σαφώς ότι συνέτρεξε μη συνειδητή αμέλεια του αναιρεσείοντος, με την παραδοχή, στο διατακτικό, ότι αυτός δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξεώς του. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού 1) δεν απαιτείτο να προσδιορίζεται και πόση ακριβώς ήταν η ποσότητα της αδρεναλίνης που χορηγήθηκε, 2) από την παραδοχή ότι διενεργήθηκαν στην ασθενή όλες οι ενδεικνυόμενες εξετάσεις και βρέθηκε αυτή απόλυτα υγιής δεν γεννάται καμιά αντίφαση με την παραδοχή ότι παρουσίαζε αυτή εξ ιδιοσυστασίας ευαισθητοποίηση της καρδιάς στη δράση της αδρεναλίνης (αφού είναι δυνατόν και ένας υγιής οργανισμός να παρουσιάζει ευαισθησία σε κάποιο φάρμακο), 3) το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο με το διατακτικό, του οποίου, πάντως, δεν αποτελεί αντιγραφή, 4) δεν απαιτείτο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων, 5) δεν απαιτείτο να εκθέσει το Δικαστήριο για ποιο λόγο δεν πείσθηκε περί της αθωότητας του αναιρεσείοντος από τις καταθέσεις των μαρτύρων...,..., ιατρών,...,..., ...- Μ., αναισθησιολόγου,...,...,..., ιατρών,..., Επικ....,...,...ΩΡΛ,..., ιατρού,..., Ιατροδικαστή και Καθηγητή της Ιατροδικαστικής,..., Ιατροδικαστή και...,..., 6) το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν αποτελεί αντιγραφή του σκεπτικού της πρωτόδικης υπ’ αριθ. 3120/2006 αποφάσεως του..., όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της τελευταίας, ανεξαρτήτως του ότι η αντιγραφή του αιτιολογικού της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε δεχθεί τα ίδια, δεν σημαίνει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν άσκησε τη δικαιοδοτική του εξουσία, με δική του αυτοτελή κρίση, και τούτο διότι το τελευταίο αποφασίζει για την ενοχή του κατηγορουμένου μετά από συζήτηση, αποδεικτική διαδικασία και διάσκεψη και, στη συνέχεια, απαγγέλλει προφορικά την απόφασή του, όπως ορίζει το άρθρο 371 παρ.1 ΚΠοινΔ, ενώ η γραπτή σύνταξη και υπογραφή της αποφάσεως, σύμφωνα με όσα κατά την κρίση του αποδείχθηκαν, γίνεται μεταγενέστερα, κατά τα άρθρα 142 παρ.2 και 144 παρ.1 ΚΠοινΔ, 7) λήφθηκαν υπόψη, όπως ρητώς αναφέρεται στα πρακτικά, οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και δεν ήταν αναγκαίο να γίνει συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ενόψει και του ότι, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, τα πορίσματα των πραγματογνωμοσυνών ταυτίζονται, από αυτά δε σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία προέκυψαν τα περιστατικά, τα οποία οδήγησαν στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο κρίση, και 8) δεν απαιτείται η καταχώρηση στα πρακτικά των ερωτήσεων που υποβάλλονται στον κατηγορούμενο από τους παράγοντες της δίκης και ολοκληρωμένων των απαντήσεων που δίνει αυτός, εκτός αν ο ίδιος ζήτησε να καταχωρηθεί κάποια απάντησή του, στην προκειμένη δε περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα τέτοιο αίτημα. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη, ως προς την κρίση επί της ενοχής του αναιρεσείοντος, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 28 και 302 ΠΚ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο αυτός λόγος, κατά το μέρος με το οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης), είναι απαράδεκτος, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, το αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 του ΚΠοινΔ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από το δικαστήριο, το δικαστικό συμβούλιο ή ανακριτικό υπάλληλο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, διακρινόμενο των εγγράφων, και πρέπει το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο να αναφέρει ειδικά ότι το έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως ή να προκύπτει από το περιεχόμενο των περιστατικών που εκθέτει ότι το έλαβε υπόψη του και το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα κατά τρόπο αναμφισβήτητο. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο το έλαβε υπόψη του και το συνεκτίμησε, χωρίς να αρκεί η αναφορά του στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ ...Η ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη, όμως, η οποία έχει διενεργηθεί κατόπιν αιτήσεως κάποιου διαδίκου, δεν απαιτείται να αναφέρεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά θεωρείται απλό έγγραφο.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι στα πρακτικά της δίκης μνημονεύονται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων και α) η από 19.3.2004 ιατρική γνωμοδότηση του ...Β., β) η υπ` αριθ. 393/7.4.2003 έκθεση ιστολογικής εξετάσεως, γ) η υπ` αριθ. πρωτ. 113/10.5.2003 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής, δ) η από 9.5.2003 με αριθ. πρωτ. 827 έκθεση τοξικολογικής εξετάσεως του ...και Τοξικολογίας του..., ε) η υπ’ αριθ. πρωτ. 393/14.4.2003 έκθεση τοξικολογικής εξετάσεως βιολογικών υλικών της θανούσας του...και Τοξικολογίας του...και στ) η υπ’ αριθ. πρωτ. 680/2.5.2003 έκθεση τοξικολογικής εξετάσεως αποσταλέντων υλικών του...και Τοξικολογίας του ..., οι οποίες εκθέσεις, ενώ είναι πραγματογνωμοσύνες, δεν μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικώς ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο. Εξ αυτών η ιατρική γνωμοδότηση του...δεν απαιτείτο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να αναφέρεται στο προοίμιο του σκεπτικού ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, γιατί, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας του λόγου αυτού αναιρέσεως, επισκόπηση αυτής, είναι ιδιωτική και συντάχθηκε κατόπιν αιτήσεως του μηνυτή.... Περαιτέρω από την επιτρεπτή επισκόπηση των λοιπών εκθέσεων (υπό στοιχ. β - στ) και των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι οι εκθέσεις αυτές, οι οποίες αναφέρονται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν, αφορούν και περιέχουν τα πορίσματα της διενεργηθείσης επί του πτώματος της θανούσας...νεκροψίας και της τοξικολογικής αναλύσεως δειγμάτων αίματος, ούρων και λοιπών βιολογικών υλικών της ιδίας, οι οποίες έγιναν προς διαπίστωση των αιτίων του θανάτου της. Αυτές, πράγματι, δεν μνημονεύονται ειδικώς στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, πλην, όσα βεβαιώνονται στις εκθέσεις αυτές, ότι δηλαδή ο θάνατος της ανωτέρω επήλθε λόγω τοξικής δράσης της προαναφερόμενης ουσίας (λιδοκαΐνης), τα οποία έγιναν δεκτά και παρατίθενται στην αιτιολογία της αποφάσεως, αντλήθηκαν από τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών, έτσι ώστε δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι αυτές λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο ανωτέρω εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως.
Η αιτίαση ότι η απόρριψη του λόγου αυτού θα προσέβαλε της συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, γιατί δεν είναι δυνατόν σε πανομοιότυπες, μεταξύ τους, περιπτώσεις να δίδονται από το παρόν Δικαστήριο διακριτές λύσεις (ήτοι άλλοτε να αναιρούνται αποφάσεις, γιατί δεν μνημονεύονται, ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, και άλλοτε όχι), είναι αβάσιμη, γιατί από καμία διάταξη νόμου ή αρχή του...δεν επιβάλλεται στα δικαστήρια να ερμηνεύουν το νόμο σύμφωνα με την ερμηνεία στην οποία προέβησαν με προηγούμενες αποφάσεις τους, δεδομένης και της αυτοτέλειας κάθε υποθέσεως.
Κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδάφ. δ' του ΚΠοινΔ, ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον...ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε εκείνες μόνο τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς δηλαδή να απαιτείται και προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου.
Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 333 και 366 παρ.1 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, κατά την τελευταία από τις οποίες "οι υπόλοιποι διάδικοι καθώς και οι συνήγοροί τους επιτρέπεται, να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση", δεν υφίσταται τέτοια ειδική υποχρέωση του δικαστή επί πλειόνων κατηγορουμένων, μετά την απολογία ενός εξ αυτών, να δώσει, χωρίς αίτηση των λοιπών κατηγορουμένων ή του συνηγόρου τους, το λόγο σε αυτούς για να υποβάλλουν ερωτήσεις στον απολογηθέντα. Η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 6§3 στοιχ. δ της ΕΣΔΑ και 14§ στοιχ. ε του προσθέτου αυτής πρωτοκόλλου ...για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα,...στο...για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και...στο Διεθνές σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997), αφού ο κατηγορούμενος δεν αποστερείται του δικαιώματος να υποβάλλει ερωτήσεις στο συγκατηγορούμενό του και, συνεπώς, δεν παραβιάζονται τα υπερασπιστικά του δικαιώματα.
Επομένως, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από την μη δόση από την διευθύνουσα τη συζήτηση, αυτεπαγγέλτως, χωρίς αίτηση του αναιρεσείοντος ή των συνηγόρων του, του λόγου σε αυτόν ή τους συνηγόρους του μετά την απολογία του συγκατηγορουμένου του..., προκειμένου να υποβάλουν ερωτήσεις σ' αυτόν και ο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 εδ. 1 του ΚΠοινΔ, στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α` του ΚΠοινΔ, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη και, επίσης, όταν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου και χωρίς να βεβαιώσει το δικαστήριο την αδυναμία εμφανίσεώς του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ` της...Α. και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε' του...για τα Ατομικά και...(ν. 2462/1997), να εξετάζει και να ελέγχει τους μάρτυρες. Δεν δημιουργείται, όμως, καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, ακόμη και χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφανίσεώς του, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δεν εναντιώθηκαν σχετικά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως για την ενοχή του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος είναι και η από 20.4.2004 έκθεση ανωμοτί εξέτασης της νοσηλεύτριας..., χωρίς ο αναιρεσείων ή οι συνήγοροί του να εναντιωθούν στην ανάγνωση αυτής. Επομένως, από την ανάγνωση της καταθέσεως της ανωτέρω, χωρίς να βεβαιωθεί το ανέφικτο της εμφανίσεως αυτής στο ακροατήριο, δεν προκλήθηκε καμιά ακυρότητα και ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 20.12.2010) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση μετά των προσθέτων λόγων αυτής και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18 Οκτωβρίου 2010 (υπ' αριθ. πρωτ. 8713/2010) αίτηση του...Ν. μετά των από 6/20.12. 2010 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 407/2010 αποφάσεως του.... Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2011. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Φεβρουαρίου 2011. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(ΠΗΓΗ: WWW.LAWNET.GR) |