Πηγή: ΧρηΔικ 2/2013, 331 – ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: WWW.NB.ORG
Εφαρμογή της ρύθμισης των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων επί απαιτήσεων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων
ΕιρΞάνθης 145/2013
Διατάξεις: άρθρα 1-5, 7 παρ. 3, 8 παρ.2, 14 Ν 3869/2010, 21 παρ. 2, 25, 89 επ., 154, 156, 179, 181 περ. α’ Ν 3588/2007 (ΠτωχΚ), 62 παρ. 1 Ν 2214/1994, 25 παρ. 6 Ν 3867/2010, 63Ε και 68 Ν 3601/2007, 5 Ν 4021/2011, 1 και 2 ΠΔ 95/1996, Παράρτημα της υπ’ αριθμ. 4/27.7.2012 Απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, Ν 3458/2006, 2 Ν 3301/2004, 4 παρ. 16 και 134 παρ.4 Ν 3746/2008
[…] Ο νομοθέτης του Ν 3869/2010 δεν εκφράζεται ρητά υπέρ της συλλογικής διαδικασίας των πιστωτών αλλά τούτο προκύπτει εμμέσως από τις παρακάτω διατάξεις του εν λόγω νόμου εξαιρουμένων προφανώς των πιστωτών που ορίζονται στη παρ. 2 του άρθρου 1 του εν λόγω νόμου: Πρώτον από την παρ. 1 του άρθρου 2 προκύπτει ότι προϋπόθεση για την ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου υποβολή αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση οφειλών, και απαλλαγή, αποτελεί η εκ μέρους του καταβολή προσπάθειας επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού. Οι προτάσεις του οφειλέτη για εξωδικαστικό συμβιβασμό πρέπει να απευθύνονται προς όλους τους πιστωτές (βλ. Μ. Σταθόπουλου, Ημερίδα της Ελληνικής Εταιρίας Τραπεζικού Δικαίου και Δικαίου της Κεφαλαιαγοράς 27.1.2011, Α. Κρητικός, Ερμ. Ν 3869/2010, έκδοση 2010, σελ.54). Δεύτερον, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 4 του Ν 3869/2010, για την έναρξη της διαδικασίας ρύθμισης οφειλών και απαλλαγής απ’ αυτές, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στη γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου στην οποία πρέπει να διαλαμβάνεται κατάσταση με τα πλήρη ονόματα και τις διευθύνσεις των πιστωτών του οφειλέτη και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και σύμφωνα με το εδ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 4 ο νόμος επιβάλλει την υποχρέωση του οφειλέτη να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου ήτοι της παρ.1. Η πληρότητα αυτή, προδήλως, αναφέρεται στην καταχώριση όλων των χρεών του και όλων των πιστωτών του και στην άπασα περιουσία του, στα εισοδήματα αυτού και του συζύγου του, μάλιστα με το εδ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 4 του εν λόγω νόμου θεσπίζεται ειδικό ποινικό αδίκημα για την παράβαση της παραπάνω υποχρεώσεως.
Τρίτον στην παρ.3 του άρθρου 1 του εν λόγω νόμου προβλέπεται άπαξ μόνο απαλλαγή από τα χρέη και επομένως σε περίπτωση που γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη τυχόν υποβληθείσα αίτηση για ρύθμιση των οφειλών αυτού, αιτούντα-οφειλέτη, ο τελευταίος, στην περίπτωση που δεν είχε συμπεριλάβει κάποιον πιστωτή ή κάποια απαίτηση στην αίτηση για ρύθμιση δεν δύνανται να τύχει νέας ρυθμίσεως. Η δε τυχόν υποβληθείσα νέα αίτηση θ’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, ανεξάρτητα εάν το χρέος του παραληφθέντα πιστωτή ή της παραληφθείσας απαίτησης υπήρχε κατά το χρόνο υποβολής της αρχικής αίτησης, καθότι δεν ορίζεται κάτι σχετικό στο νόμο. Η τυχόν ερμηνευτική προσέγγιση ότι στην τελευταία περίπτωση, δηλαδή του παραληφθέντα πιστωτή ή της παραληφθείσας απαίτησης για χρέος που υπήρχε κατά το χρόνο υποβολής της αρχικής αίτησης θα μπορούσε να επανέλθει με νέα αίτηση ο αιτών-οφειλέτης θα επέφερε, πλην της ευθείας παράβασης της διάταξης που ομιλεί για άπαξ απαλλαγή από τα χρέη, και πλήρη αναστάτωση, καθότι πάρα πολλές ρυθμίσεις θ’ ανατρέπονταν πλέον με την υποβολή νέας αίτησης που θα ζητούσε να συμπεριληφθεί και ο παραληφθείς πιστωτής στην ήδη υπάρχουσα ρύθμιση, αφού όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του αιτούντα θα είχαν τεθεί για την εξυπηρέτηση της αρχικής ρύθμισης, με αποτέλεσμα λόγω των επερχομένων ανατροπών να επιβαρύνεται με έξοδα τόσο ο οφειλέτης, ο οποίος σημειωτέον βρίσκεται σε άσχημη οικονομική κατάσταση, όσο και οι πιστωτές και οι εμπλεκόμενες στη ρύθμιση αρχές (δικαστήρια κ.λπ.). Επίσης και από τον σκοπό του εν λόγω νόμου συνάγεται η συλλογικότητα-καθολικότητα των πιστωτών, αφού στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου αναφέρεται ότι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών αποβλέπει στη δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας στο υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος, με τη δυνατότητα απαλλαγής από υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, εφόσον για ένα χρονικό διάστημα εξαντλήσει τις δυνατότητες ικανοποίησης των πιστωτών του (βλ. αιτιολογική έκθεση του νόμου).
Περαιτέρω, όσον αφορά την παρ.6 του άρθρου 4 του εν λόγω νόμου, όπως αυτή είναι διατυπωμένη, καθότι αναφέρει ότι αν δεν συμπεριληφθεί στην κατάσταση της παρ. 1 πιστωτής η απαίτησή του δεν επηρεάζεται από την πορεία της διαδικασίας που αρχίζει με την υποβολή της αίτησης που προβλέπεται στην παρ. 1 προφανώς του άρθρου 4, δεν προκύπτει απ’ αυτή ότι ιδρύεται δικαίωμα του οφειλέτη να επιλέγει τα προς ρύθμιση χρέη και τους πιστωτές, απεναντίας εμμέσως και αυτή τείνει στη συλλογική-καθολική ρύθμιση των χρεών και πιστωτών, αφού προειδοποιεί τον αιτούντα-οφειλέτη να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός διότι σε περίπτωση που δεν συμπεριλάβει κάποιο χρέος ή κάποιον πιστωτή στην υποβληθείσα αίτηση της παρ. 1 του άρθρου 4, αυτή αποσβένυται αλλά εξακολουθεί να ισχύει, απεναντίας απ’ ό,τι συμβαίνει στην πτωχευτική διαδικασία, όπου, εάν κάποιος πιστωτής δεν αναγγελθεί, αποκλείεται από το ενεργητικό πτωχευτικό (άρθρο 21 παρ. 2 του Πτωχ. Κώδικα) και επομένως θα αποδέχεται ο αιτών-οφειλέτης ως ενδεχόμενο το γεγονός ότι, σε περίπτωση που τυχόν δεν διαπιστωθεί η ύπαρξή της κατά την εκδίκαση της αίτησης ρύθμισης και στη συνέχεια η απόρριψη της τελευταίας ως απαράδεκτης λόγω μη συμπεριέλευσή της, είτε θα κινδυνεύσει η ρύθμιση του ν’ ανατραπεί, καθότι ο παραλειφθείς πιστωτής θα προσπαθήσει πιθανόν να ικανοποιηθεί από τα περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα που έχουν εισφερθεί στην επελθούσα ρύθμιση, αφού, όπως προαναφέρεται, ο αιτών-οφειλέτης είναι υποχρεωμένος και μάλιστα με την απειλή ποινικής ευθύνης ν’ αναφέρει όλα τα παραπάνω στοιχεία και το Δικαστήριο στη συνέχεια θα έχει προβεί στη διάθεση αυτών στη ρύθμιση (βλ. Περάκη, Διαδικασία Ν 3869/2010, ΔΕΕ 4/2011, σελ.405, όπου γίνεται αναφορά των κινδύνων της μη καθολικότητας των πιστωτών και των χρεών, Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Αρμενόπουλος 64°, Ανάτυπο, σελ. 1484 και 1478, όπου αναφέρεται ότι η μη συμπεριέλευση όλων των πιστωτών και των χρεών του οφειλέτη, ο οποία, όμως υποστηρίζει ότι δύναται να συμβεί αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 3869/2010, μπορεί να δημιουργήσει εμπλοκές στην υλοποίηση της ρύθμισης, διότι στους μη συμπεριληφθέντες πιστωτές καταλείπεται περιθώριο εκκίνησης διαδικασίας ατομικής εκτέλεσης και γι’ αυτό θεωρεί ότι ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη θα ήταν η υπαγωγή στη προκείμενη διαδικασία όλων των πιστωτών), είτε θα ικανοποιήσει αυτή σε βάρος των βιοτικών του αναγκών, οι οποίες; σημειωτέον θα ανέρχονται με την επελθούσα ρύθμιση στο ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης (βλ. αιτιολογική έκθεση του νόμου). Επί πλέον, η δυνατότητα του οφειλέτη να προβεί σε επιλογή των πιστωτών θα παραβίαζε τις επιταγές της καλής πίστης (Μ. Σταθόπουλος), που μπορεί να επιτάσσει αυτή αυτοδύναμα (και όχι απλώς ως par conditio creditorum, όπως τη γνωρίζει το πτωχευτικό δίκαιο) την ίση μεταχείριση των πιστωτών (βλ. Περάκη, Πτωχευτικό δίκαιο 2010, σελ. 176). Τέλος, η επιλεκτική συμπεριέλευση των πιστωτών στην προκειμένη ρύθμιση είναι αντίθετη και με την αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης των πιστωτών, που προβλέπεται στην παραγρ. 2 του άρθρου 8 Ν 3869/2010 (Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2012, σελ.94-95, ΕιρΠειρ 60/2011 αδημ., ΕιρΘεσ 1238/2012 Νomos, ΕιρΘεσ 6958/2011 αδημ.).
II. Κατά την εφαρμογή του Ν 3869/2010 ανακύπτει ενίοτε το ζήτημα εάν στη ρύθμιση των οφειλών κατά τις διατάξεις του υπάγονται και οι οφειλές των υπερχρεωμένων προσώπων προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.).Το ζήτημα αυτό δεν ρυθμίζεται ρητά, αλλά από τη γραμματική διατύπωση του νόμου δεν συνάγεται η εξαίρεση αυτών των οφειλών. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να τις εξαιρέσει, θα το είχε πράξει είτε εξ αρχής είτε με μία από τις τροποποιήσεις του νόμου. Το γεγονός ότι δεν το έπραξε, συνεπάγεται ότι επιθυμεί την υπαγωγή των οφειλών αυτών στο πεδίο εφαρμογής του νόμου σε αντίθεση με τις οφειλές που ρητά εξαιρούνται από το ρυθμιστικό πεδίο του, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του νόμου, δηλαδή τα χρέη που αναλήφθηκαν κατά το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας ή οφείλονται στους φορείς που αριθμούνται στην ως άνω διάταξη (Α. Κρητικός, ο.π. σελ. 62). Στις οφειλές λόγω δανείων που ελήφθησαν από το Τ.Π.Δ. δεν εφαρμόζονται οι ειδικές περί συμβιβασμού του δημοσίου, διότι ο Ν 3869/2010 περιέχει ειδικότερες ως προς το σκοπό και το εύρος εφαρμογής τους διατάξεις από τις διατάξεις περί συμβιβασμού του δημοσίου και επομένως υπερισχύει αυτών. Βεβαίως, η χορήγηση δανείων από το Τ.Π.Δ. διέπεται από ειδική νομοθεσία. Η κρίσιμες για την αντιμετώπιση του ερευνώμενου θέματος διατάξεις είναι τα άρθρα 62 παρ. 1 Ν 2214/1994 και 25 παρ. 6 Ν 3867/2010. Στο πρώτο εξ αυτών ορίζεται ότι για την εξυπηρέτηση και ασφάλεια των χορηγούμενων δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας προς τους δημόσιους υπαλλήλους κάθε δανειζόμενος υποχρεούται να εκχωρεί υπέρ του δανειστού μέχρι τα 6/10 όλων γενικά των μηνιαίων απολαβών του είτε πρόκειται για εργαζόμενο είτε για συνταξιούχο. Η διάταξη αυτή εξακολουθεί να ισχύει και μετά από τη θέσπιση του Ν 3869/2010 αλλά επί ανοίγματος της διαδικασίας του νόμου αυτού το ύψος των εκχωρούμενων στο Τ.Π.Δ. αποδοχών θα διαμορφώνεται προφανώς σε επίπεδο κατώτερο των 6/10, διότι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής του υπερχρεωμένου οφειλέτη καταλαμβάνει λογικά και την εξόφληση του δανείου του στο Τ.Π.Δ., ανεξαρτήτως της γενόμενης εκχώρησης. Ο ειδικός τρόπος της εξόφλησης των δανείων μέσω της εκχώρησης μέρους του μισθού ή της σύνταξης του οφειλέτη δεν συνιστά λόγο εξαίρεσης των οφειλών προς το Τ.Π.Δ. από την εφαρμογή του Ν 3869/2010 (Κρητικός, ο.π. σελ. 62).
Με το δεύτερο άρθρο παρέχεται στους δανειολήπτες του Τ.Π.Δ. η δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών τους με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου. Η διάταξη αυτή του άρθρου 25 παρ.6 Ν 3867/2010 δεν αποκλείει την εφαρμογή του Ν 3869/2010, διότι προβλέπει συμβατική ρύθμιση των οφειλών, δηλαδή εξειδικεύει την ύπαρξη ενός δικαιώματος που διαθέτει κάθε δανειστής, ενώ με το Ν 3869/2010 προβλέπεται η ταυτόχρονη δικαστική ρύθμιση όλων των οφειλών του υπερχρεωμένου προσώπου. Οι δύο προαναφερθείσες διατάξεις της ειδικής νομοθεσίας που διέπει τη λειτουργία του Τ.Π.Δ. λειτουργούν μεν στη συμβατική σχέση του Ταμείου και των οφειλετών του αλλά είναι δυνατόν να διεκδικήσουν ισχύ σε συλλογικές διαδικασίες, όπως αυτή του Ν 3869/2010, οι οποίες βασίζονται στην κοινωνία ζημίας όλων ανεξαιρέτως των δανειστών, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα ή άλλους ιδιώτες και ανεξαρτήτως της προέλευσης των οφειλών. Η εξαίρεση των οφειλών προς το Τ.Π.Δ. από τις διατάξεις του Ν 3869/2010 παρίσταται αδικαιολόγητη, εφ’ όσον δεν εξαιρούνται ούτε οι οφειλές από στεγαστικά δάνεια που χορήγησαν τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Η ερμηνευτική εξαίρεση των οφειλών προς το Τ.Π.Δ. από τις διατάξεις του Ν 3869/2010 παραβιάζει την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) κατά διττό τρόπο, διότι αφ’ ενός οι οφειλέτες του Τ.Π.Δ. θα στερούνταν αναιτιολόγητα την προστασία των ευνοϊκών διατάξεων του Ν 3869/2010 έναντι των δανειοληπτών των υπολοίπων πιστωτικών ιδρυμάτων και αφ’ ετέρου τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα θα υποχρεούνταν να δέχονται την μείωση των χρηματικών απαιτήσεών τους μέσω της αναγκαστικής συμμετοχής τους στην διαδικασία του Ν 3869/2010 σε αντίθεση με το Τ.Π.Δ. που θα διατηρούσε αλώβητες τις δικές του απαιτήσεις. Ο δικαιολογητικός λόγος που ενδεχομένως θα μπορούσε να προβληθεί και σχετίζεται με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου του δημόσιου χαρακτήρα του Τ.Π.Δ. (άρθρα 1 και 2 ΠΔ 95/1996 «Οργανισμός Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων»), ήταν γνωστός στο νομοθέτη, ο οποίος, όμως, προτίμησε να μην συμπεριλάβει το Ταμείο αυτό στους δημόσιους φορείς, οι οφειλές προς τους οποίους εξαιρούνται από το πεδίο ρύθμισης του Ν 3869/2010. Συνεπώς, του νόμου μη διακρίνοντος, ούτε ο εφαρμοστής του δικαίου δύναται να διακρίνει και να αντιμετωπίσει διαφορετικά τις οφειλές των υπερχρεωμένων προσώπων προς το Τ.Π.Δ. από τις οφειλές τους προς αλλά πιστωτικά ιδρύματα (ΜΠρΞάνθ 436/2012 αδημ., ΕιρΘεσ 1238/2012 ο.π., ΕιρΘεσ 6958/2011 ο.π.).
III. Αν διάδικος είναι ΑΕ και τεθεί αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και πριν από τη συζήτησή της, σε εκκαθάριση, η δίκη συνεχίζεται, της ΑΕ εκπροσωπούμενης από τους εκκαθαριστές της (ΑΠ 186/2011 Νomos, ΕφΠατρ 619/1996 ΑχΝομ 1997,31). Περαιτέρω, με την υπ’ αριθ 46/27.7.2012 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, (ΦΕΚ Β’ 2208/27.7.2012), λόγω ανάκλησης της άδειας της τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 68 του Ν 3601/2007 η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία *** (β’ καθών), που εδρεύει στην Αθήνα (***), ενώ ο *** του ***, κάτοικος Αθηνών, (***), ορίστηκε ειδικός εκκαθαριστής της περιουσίας της. Μετά τα παραπάνω οι οφειλές προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ***, αποτελούν πλέον κατά την παραγρ. 2 στοιχείο IV του παραρτήματος της υπ’ αριθ 4/27.7.2012 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 2209/27.7.2012) περιουσιακό στοιχείο του ενεργετικού του τελούντος, κατ’ άρθρο 68 του Ν 3601/2007 σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 46/27.7.2012 (ΦΕΚ Β’ 2208/27.7.2012) απόφαση της τράπεζας της Ελλάδος, υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία ***, που εδρεύει στην Αθήνα (***) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή κ. ***, ο οποίος παρίσταται ενώπιον των δικαστηρίων ως νόμιμος εκπρόσωπός της στις εκκρεμείς δίκες για λογαριασμό της, εφόσον εξακολουθεί το υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα να είναι υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης, ενώ η υπαγωγή του σε εκκαθάριση δεν αποτελεί λόγο βίαιης διακοπής της δίκης (ΑΠ 186/2011 ό.π., ΑΠ 187/2011 Nomos, ΕφΠατρ 619/1996 ό.π.).
IV. Σύμφωνα με το άρθρο 68 του Ν 3601/2007, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του Ν 4021/2011, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν 3458/2006 (Α΄ 94) και του άρθρου 63 Ε του Ν 3601/2007: 1) «α) Πιστωτικό Ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. γ)Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει οριζόμενος από την Τράπεζα της Ελλάδος ειδικός εκκαθαριστής. δ)…ε)…στ)…ζ)…η)…θ)…ι)…2)Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκειται στο παρόν άρθρο, όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανώτερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού κώδικα.3)…4)…Εάν στην ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος υπάρχουν απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο πράγμα ή σε ποσότητα χρηματικών, εφαρμόζεται το άρθρο 156 του Πτωχευτικού κώδικα, εκτός αν πρόκειται για δικαιώματα από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν 3301/2004, οπότε ο ασφαλειολήπτης ικανοποιείται από την ασφάλεια κατ’ αποκλεισμό μέχρι πλήρους ικανοποίησής του, των απαιτήσεων του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα, της παρ. 4 του άρθρου 134 του Ν 3746/2008 και της παρ. 16 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου».
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, 179 και 181 περ. α’ του Ν 3588/2007 συνάγεται ότι από τη δημοσίευση της απόφασης, με την οποία κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οι πτωχευτικοί πιστωτές, που δεν είναι ασφαλισμένοι εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο, δηλαδή εκείνοι που έχουν ενοχικές αξιώσεις ή γενικό προνόμιο κατά της περιουσίας του πτωχεύσαντος, στερούνται του δικαιώματος να επιδιώξουν ατομικά την ικανοποίηση των αξιώσεών τους κατά του πτωχεύσαντος. Απαγορεύεται ιδίως, η έναρξη ή η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή η εκδίκαση ενδίκων μέσων, η έκδοση πράξεων, διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας. Κάθε πράξη, η οποία διενεργείται κατά παράβαση της αναστολής αυτής, είναι απολύτως άκυρη. Οι πιστωτές αυτοί, για να μετάσχουν στις εργασίες της πτώχευσης και στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης της πτωχευτικής περιουσίας, πρέπει να ακολουθήσουν τη διαδικασία της εξέλεγξης των πιστώσεων και να υποβάλλουν εκεί την απαίτησή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 89 επ. του Ν 3588/2007. Συνέπεια της αρχής της αναστολής των ατομικών διώξεων είναι ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση αγωγής κατά του πτωχεύσαντος εκ μέρους των πιστωτών αυτών και η δίκη που άρχισε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, δεν μπορεί να συνεχισθεί μετά από αυτή, σε οποιοδήποτε στάδιο κι αν βρίσκεται, ακόμη και ενώπιον Εφετείου, ούτε κατά του συνδίκου της πτώχευσης (ΑΠ 808/1990 ΕλΔνη 32,359, ΑΠ 498/1986 ΕΕΝ 53,902, ΕφΑθ 1869/2013 Νomos). Οι πιο πάνω διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου και αφορούν στην δημόσια τάξη (Σπ. Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, σελ. 128 επ). Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι αναστολή των ατομικών διώξεων επέρχεται κατά οφειλέτη ο οποίος τελεί σε κατάσταση πτώχευσης και όχι όταν ο πιστωτής τελεί σε τέτοια κατάσταση. Και τούτο, διότι, στην περίπτωση αυτή, ως προαναφέρθηκε, όταν η διάδικος τεθεί σε εκκαθάριση, μετά την άσκηση της αγωγής, η δίκη συνεχίζεται, της ΑΕ εκπροσωπούμενης απλώς από τους εκκαθαριστές της.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών, στις 20.2.2012 προέβη στην κατάθεση της υπό κρίση αίτησης ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου απευθυνόμενη κατά της β’ των καθών ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ***. Εν τω μεταξύ, ως προελέχθη, η τελευταία τελεί από 27.7.2012 υπό εκκαθάριση και κατά τα αναφερόμενα επίσης, παραπάνω, η δίκη συνεχίζεται, αλλά αυτή εκπροσωπείται, όπως άλλωστε δηλώνεται και από την ίδια, από τον ειδικό εκκαθαριστή της ***, ο οποίος παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ως νόμιμος εκπρόσωπός της, πλέον, στην εκκρεμή δίκη για λογαριασμό της, εφόσον εξακολουθεί το υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα (β’ καθών) να είναι υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης, ενώ η υπαγωγή του σε εκκαθάριση δεν αποτελεί λόγο βίαιης διακοπής της δίκης, και χωρίς, επιπλέον, να επέρχεται αναστολή των ατομικών διώξεων στην προκειμένη περίπτωση, διότι, αυτή (αναστολή) επέρχεται όταν ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης και όχι όταν ο πιστωτής τελεί σε τέτοια κατάσταση.
Περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση του ο αιτών επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τις πιστώτριες που αναφέρονται στην αίτηση, και εκθέτοντας την οικογενειακή και περιουσιακή του κατάσταση, ζητεί, με βάση τις διατάξεις του Ν 3869/2010, να επικυρωθεί το προτεινόμενο ή μετά από τροποποίηση σχέδιο διευθέτησης οφειλών και επικουρικά, σε περίπτωση μη επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού, να διαταχθεί η ρύθμιση των χρεών του, να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία του και τα αναφερόμενα άλλα περιουσιακά του στοιχεία και επίσης, μετά την τήρησης της ρύθμισης, ζητεί να απαλλαγεί από το υπόλοιπο των οφελών του και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Η αίτηση με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου τούτου δικαστηρίου (άρθρο 1 περ.β’, 739 επ. ΚΠολΔ και άρθρο 3 εδ β’ Ν 3869/2010) και είναι ορισμένη (ΕιρΠατρ 2/2012 Νomos), περιέχουσα τα απαραίτητα από το νόμο (άρθρα 1 και 4 Ν 3869/2010) στοιχεία, απορριπτόμενου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της β’ των καθών, εφόσον για το παραδεκτό της α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη διαμεσολάβηση προσώπου από αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο (άρθρο 2 Ν 3869/2010), ο οποίος απέτυχε, όπως βεβαιώνεται από το διαμεσολαβητή Δικηγόρο Ξάνθης *** στην από 30.1.2012 βεβαίωση του, β) κατατέθηκε εντός της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 2 παρ. 1 Ν 3869/2010 από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του αιτούντος για ρύθμιση των χρεών του στο δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή του για ουσιαστικούς λόγους, κατ’ άρθρο 13 παρ.2Ν 3869/2010 (βλ.σχ. α) την υπ’ αριθ. πρωτ. 448/7.6.2013 βεβαίωση της γραμματέως του δικαστηρίου τούτου και β) την υπ’ αριθ πρωτ. 632γ/2012 βεβαίωση της γραμματείας του Ειρηνοδικείου Αθηνών, τμήμα εκούσιας δικαιοδοσίας, γ).
Περαιτέρω, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση μετά: α)την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση μετεχόντων πιστωτριών, β) την εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου των εγγράφων του άρθρου 4 παρ. 2 και 4 Ν 3869/2010 (βεβαίωση αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων κ.λπ.). Όπως, όμως, προκύπτει από το σύνολο των προσκομιζομένων εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, παρακρατείται μηνιαίως από το μισθό του αιτούντος το ποσό των 114,87 ευρώ από σύναψη δανείου μεταξύ του αιτούντος και του Τ.Π.Δ., και την οποία αυτός εξυπηρετεί, καθότι παρακρατείται από το μισθό του το ποσό αυτό, και δεν συμπεριλαμβάνεται στη ρύθμιση και η οφειλή αυτή προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, παραβιάζοντας έτσι ο αιτών την αρχή της καθολικότητας. Επομένως η αίτηση, ενόψει των αναφερομένων στη μείζονα σκέψη (υπ αριθ. I και II) είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Μετά τα παραπάνω και η από 5.10.2012 (αριθ. εκθ. καταθ. 190/5.10.2012) αίτηση υποκατάστασης έλλειψης συγκατάθεσης πιστώτριας (άρθρο 7 παρ. 3 Ν 3869/2010) που άσκησε ο αιτών ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί, ως άνευ αντικειμένου. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται διότι δεν επιτρέπεται άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά των αποφάσεων αυτών του Ν 3869/2010 (άρθρο 14 Ν 3869/2010).
[Απορρίπτει την αίτηση.]
Πηγή: ΧρηΔικ 2/2013, 331 – ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: WWW.NB.ORG